Η έκδοση της 2377/2022 απόφασης της Ολομέλειας του ΣτΕ, με την οποία κρίνονται αντισυνταγματικές οι διατάξεις των νόμων 4623/2019 και 4625/2019, δημιουργεί συνθήκες αβεβαιότητας για τον τρόπο λειτουργίας των ΟΤΑ.
Ειδικά κατά τη στιγμή που έχουν ληφθεί αποφάσεις συλλογικών οργάνων και έχουν παραχθεί έννομα αποτελέσματα από την εφαρμογή τους.
Πλέον γίνεται αντιληπτό το σημαντικό θεσμικό κενό στη διοικητική λειτουργία των ΟΤΑ και την διαχείριση των τοπικών υποθέσεων, καθώς εγείρονται μείζονα ζητήματα κατά τη λήψη, αλλά και την εκτέλεση αποφάσεων συλλογικών οργάνων, οι οποίες δυνητικά μπορούν να προσβληθούν.
Ο τρόπος με τον οποίο νομοθετεί το Κράτος για την Αυτοδιοίκηση διαχρονικά, αποκαλύπτει και την οπτική που έχει για το ρόλο που της επιφυλάσσει.
Το Κράτος επιλέγει να μεταβιβάσει αρμοδιότητες, που είτε δεν δύναται, είτε δεν επιθυμεί να ασκήσει για τις τοπικές υποθέσεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμα άσκησης εποπτείας νομιμότητας έναντι όλων των αποφάσεων των ΟΤΑ.
Η τοπική αυτοδιοίκηση κατά το Σύνταγμα έχει διοικητική αυτοτέλεια και υπό προϋποθέσεις οικονομική αυτοτέλεια, δεν έχει όμως νομοθετική εξουσία.
Συνεπώς οι ΟΤΑ υποχρεούνται να ακολουθούν το νομοθετικό πλαίσιο το οποίο τίθεται από το Κράτος, μέχρι ειτε να καταργηθεί είτε να τροποποιηθεί από ένα νέο νόμο και ο Υπουργός Εσωτερικών οφείλει άμεσα να προβεί σε νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες θα δημιουργούν ασφάλεια δικαίου, πρωτίστως έναντι των πολιτών, αλλά και αιρετών, που ενδεχομένως να βρεθούν αντιμέτωποι με ποινικές και αστικές ευθύνες.
Η αναστολή λειτουργίας της Οικονομικής Επιτροπής και η ενεργοποίηση της ΕΝΠΕ για νομοθετική πρόταση προς τον Υπουργό Εσωτερικών μπορούν να στείλουν ισχυρό πολιτικό μήνυμα αλλά και να διασφαλίσουν τη χρηστή διοίκηση έναντι των πολιτών.