Του Γιώργου Παναγιωτόπουλου
Διαβάζοντας το τελευταίο διάστημα τον ημερήσιο αθηναίικό και όχι μόνο τύπο, νιώθω ότι ζούμε πάλι στο παρελθόν , ως φάρσα βέβαια, που η πλειοδοσία στον πολιτικό λόγο περισσεύει. Είναι απορίας άξιο, να προβληματιστεί ο καθένας, με πόσο μεγάλη ευκολία δανείζονται οι πολιτικοί την φρασεολογία από το χθες, ευελπιστώντας να προκαλέσουν θετικά συναισθήματα και στάσεις της κοινωνίας, επενδύοντας στην αγωνία για μια νέα εποχή που τόσο έχουμε ανάγκη. Στο ίδιο μοτίβο αναφοράς και με την προσήλωση σε παλιές δοκιμασμένες συνταγές πολιτικής επικοινωνίας, προσπαθούν να κατασκευάσουν το νέο μύθο που θα τους επιτρέψει να σύρουν προς την δική τους μεριά το αυριανό εκλογικό σώμα.
Δανειζόμενος όμως , για τη σημερινή παρέμβαση, τα λόγια του Γιώργου Οικονομίδη, αναπληρωτή καθηγητή στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, και ενός από τους συγγραφείς του βιβλίου «Χάρτης Εξόδου από την Κρίση: Ένα νέο παραγωγικό μοντέλο για την Ελληνική Οικονομία» σύμφωνα με τα οποία: «Δεν έχουμε συμφωνήσει ακόμη, ως χώρα και ως κοινωνία, στο αυτονόητο, σε ένα αξιόπιστο πρόγραμμα οικονομικών αλλαγών, του οποίου θα έχουμε οι ίδιοι την «ιδιοκτησία». Δίχως αυτό, ακόμη και ολόκληρο το χρέος να μας σβήσουν αύριο, μεθαύριο θα γεννήσουμε ένα ακόμη μεγαλύτερο χρέος. Ζούμε ακόμη μια σύγκρουση μεταξύ του ορθού λόγου και του παραλόγου, ένα αγώνα που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, και είναι αμφίρροπος» αντιλαμβάνομαι ότι, ο πειρασμός της μυθοπλασίας ξεπερνά κατά πολύ την εθνική ανάγκη για ουσιαστική στροφή και απομάκρυνση από πολιτικές και πρακτικές του παρελθόντος. Την εθνική απαίτηση για κατανόηση του αυτονόητου που επιβάλλει αναπλαισίωση και σχεδιασμό με βάση τις επικρατούσες συνθήκες αλλά και ιδιαίτερα με βάση την μελλοντική προοπτική της χώρας δεν την διακρίνουμε σχεδόν πουθενά.
Είναι πλέον προφανές ότι με μεθοδολογία δράσης του χθες και παλιά υλικά πολιτικής δεν μπορείς να γεφυρώσεις το παρόν με το μέλλον.
Όλοι μιλούν για την πολυπόθητη ανάπτυξη χωρίς ή τουλάχιστον μη εμφανώς, να καταθέτουν την αλήθεια απαλλαγμένη από μικροπολιτικές επιδιώξεις ιδιαίτερα αυτήν την περίοδο που η χώρα εισέρχεται στο προεκλογικό μονοπάτι. Την αλήθεια για μια Ελλάδα που πρέπει να παράγει, απλά την ψελλίζουν. Φαίνεται ότι το πολιτικό διαθέσιμο θάρρος είναι ελλιπές. Ίσως αυτό να συμβαίνει διότι μας αντιμετωπίζουν λες και έχουμε μνήμη χρυσόψαρου.
Το οικοδόμημα όμως, πάνω στο οποίο κρεμάστηκαν τα όνειρα των τελευταίων γενεών και σύμφωνα με το οποίο, το κράτος επιχειρηματίας, το κράτος παραγωγός , το κράτος εν τέλει λυτρωτής , αποτελούσε το όχημα για την επίτευξη των προσδοκιών του καθενός, μάλλον θα αργήσουμε πολύ να το ξανασυναντήσουμε.
Χρειάζεται ίσως μια νέα αφήγηση , ένας νέος οδικός χάρτης που θα έχει άλλον προσανατολισμό.
Χρειάζεται ξεκάθαρα η εστίαση στα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει η χώρα και η ανάδειξή τους. Μια νέα συμφωνία κράτους και κοινωνίας για το αναγκαίο παραγωγικό μοντέλο που θα αποτελέσει το εφαλτήριο προς το μέλλον. Χρειάζονται όμως να ειπωθούν αλήθειες και να τις διαδεχθούν αξιόπιστες και αναγκαίες δράσεις. Προϋποθέτει απομαχία του παλιού, ανεξάρτητα της βιολογικής του ηλικίας. Επιβάλλει νέο τρόπο σκέψης και ερμηνείας του αναγκαίου. Μα πάνω απ΄όλα όμως, προϋποθέτει γενναιότητα και πατριωτισμό.
Ίσως πρέπει να συμφωνήσουμε ότι,
Δεν υπάρχει ανάπτυξη χωρίς παραγωγή.
Δεν υπάρχει κοινωνική πολιτική - φροντίδα χωρίς ανάπτυξη.
Δεν υπάρχει ανάπτυξη χωρίς ελευθερία.
Αυτό που ζούμε αποτελεί μάλλον μια ιδιότυπη αιχμαλωσία των παραγωγικών δυνάμεων της ελληνικής κοινωνίας. Παντού και έντονα ορατά είναι τα δεσμά της φορολογίας , της γραφειοκρατίας , της απαξίωσης των μικρομεσαίων , των νέων , των καινοτόμων , των ανήσυχων , των δημιουργικών.
Είναι απορίας άξιο για την πολιτική τάξη της χώρας και τους κυβερνώντες ιδιαίτερα , που δεν συνειδητοποιούν την στένωση και σμίκρυνση του διαθέσιμου, εθνικής σημασίας, χρόνου. Δεν είναι απαισιοδοξία να ειπωθεί ότι, υπό τις παρούσες συνθήκες, ο χρόνος τελειώνει. Οι μύθοι πρέπει να αντικατασταθούν από την ερμηνεία της πραγματικότητας και τον σχεδιασμό της αλλαγής για βελτίωσή της. Την ευθύνη πλέον την έχουν οι πολίτες για να αλλάξουν την πορεία της χώρας που δεν οδηγεί πουθενά.