Μια παλάμη τόπος

Μια παλάμη τόπος
Με την ΕΛΕΝΗ ΣΚΑΒΔΗ - Αναδημοσίευση από την Κυριακάτικη ΕλευθεροτυπίαΤεθλασμένη διαδρομή, παρακάμψεις, στροφές, κι ένα ραδιόφωνο συντονισμένο
σε τοπικό σταθμό. Το λεωφορείο της γραμμής διασχίζει τον κάμπο, σεντόνι απλωμένο λες, «βαμμένος» αποχρώσεις χειμώνα.

Επικλινής, αλλού θερμοκηπιοστρωμένος, αλλού άσπαρτος, αλλού λασπωμένος. Συχνές επαναλαμβανόμενες στάσεις, άνθρωποι ανεβαίνουν, κατεβαίνουν. «Εχετε πράγματα;» ρωτά κάθε τόσο ο οδηγός, καθώς επιβάτες φτάνουν στον προορισμό τους. Αν έχουν, κατεβαίνει, ανοίγει τις πόρτες των αποσκευών. Βαλίτσες, σακβουαγιάζ, κιβώτια, μπόγοι. Ο,τι έχει κουβαλά ο καθείς, ό,τι έχει ξεδιπλώνει μέσα στον κάμπο, κατά μήκος της Εθνικής Οδού, στο ενδιάμεσο των προορισμών της. Στις μικρές πόλεις, στα χωριά που συνδέονται ακόμα με τον παλιό επαρχιακό δρόμο απολαμβάνω μιαν άλλη Ελλάδα. Ξέρω απ' έξω τη διαδρομή, την εκφωνώ στο ρυθμό του κινητήρα.

Μια παλάμη τόπος!!! Μέσα του σπαρμένες εικονικές αναπαραστάσεις. Χωριά, οικισμοί, κώμες, ρέματα, χείμαρροι, το ποτάμι... Σταθμοί και πασάγια τρένου -έργο του Τρικούπη- εγκαταλελειμμένα πια καθώς ο σιδηρόδρομος από το 2010 σταματά στην Πάτρα. Ποικίλη πολεοδομία, απλωμένη με στραβές αλφαδιές, παρ' όλα αυτά αρμονικές και αθώες. Κι εκεί, ανάμεσα, το πηγαινέλα της τοπικής οικονομίας, γύρω από τράπεζες, ΙΚΑ, δημαρχεία, καφενεία, σχολεία. Και νταλίκες και αγροτικά, και φαρμακεία και Κέντρα Υγείας και ναοί, εκκλησάκια, και σούπερ μάρκετ και πλατείες. Ολα όσα χρειάζονται για να παραστήσεις μια πόλη, διόλου μαγική, μια πόλη της ενδοχώρας που δεν βλέπει εύκολα ανθρώπου μάτι αν δεν ξεφύγει από την πεπατημένη. Αν δεν παρακάμψει άξονες, αν δεν τολμήσει να μεγεθύνει τα απόκρυφά της, αν δεν μιλήσει τη γλώσσα της, αν δεν βυθιστεί εντός της.

Μια παλάμη τόπος που έτσι νωχελικά καθώς τον διασχίζει το λεωφορείο της γραμμής τον «βλέπω» μικρό και αθώο, γιατί έτσι θέλω να βλέπω, εκεί μέσα μονάχα ψάχνω φορείς αθωότητας, ντόπιους, φερτούς, ευτυχείς, απελπισμένους.

Τόπος «ακυβέρνητη πολιτεία» που ξεχειμάζει στριμωγμένη, παραμένοντας, ευτυχώς, πεισμωμένη, έαρ υποσχόμενη. Μια ακυβέρνητη πολιτεία, στ' αλήθεια, που διαρκώς αναζητά τρόπους αυτόνομους, καθαρούς και διέξοδους. Τρόπους που αφήνουν πίσω τους κάθε θεολογία ενοχών, κάθε πρόκληση-διαταγή υπέρ «απεταξάμην», «συντάσσομαι» ή «συνεταξάμην»!!!

Ετσι όπως κοιτάζω πίσω απ' τα θολά τζάμια την αγορά, μου 'ρχεται να ζητήσω στάση, να πάρω κι εγώ στον ώμο τα μπαγκάζια μου και να μπω στην πόλη. Να γυρίσω τα καφενεία να δηλώσω «καλημέρα», να πιω ελληνικό, να αγοράσω ασπιρίνες ή μπρόκολα, να ξεφυλλίσω τοπικές εφήμερες, να ανάψω τσιγάρο με σπίρτα ή σπαρματσέτο, να κουβεντιάσω για την τιμή της πατάτας κι ύστερα να μπω στο δημαρχείο να πω ένα «γεια» στο δήμαρχο, στο ληξίαρχο.

Να βυθιστώ στην αλήθεια της μικρής πόλης, στην ανέμελη οργάνωσή της, να συνευρεθώ εκεί... όπου «αφίενται» όλες οι αμαρτίες. Να ακολουθήσω τον τρόπο της μαμάς, που μπαινόβγαινε σε όλα τα σπίτια της γειτονιάς, που πηγαινοέρχονταν στον μπακάλη πέντε-έξι φορές τα πρωινά για να αγοράσει σάλτσα, φακές, κουκιά. Και για να κάνει κουβεντούλα με κάθε αγορά, κι ας έγραφε το τεφτέρι.

Οι πιστώσεις του παρόντος, όμως, είναι απαγορευτικές σε τέτοιες απελευθερωτικές αυτονομίες. Γράφονται σε τράπεζες κι όχι στο μπακαλοτέφτερο. Κι αυτές έχουν Τειρεσία και πλειστηριασμούς. Ο μπακάλης είχε απλά μια αθώα έκκληση στο τέλος του μήνα: «Θα δώκεις κάτι αυτή τη φορά;» ρωτούσε με απόγνωση. Η απάντηση του οφειλέτη ήταν πάντα μια αφορμή για την έγερση του άλλου τρόπου, που επιθυμώ σαν αιθεροβάμων νοσταλγός να επαναφέρω στο βίο μου, εν έτει 2013. Με ονειρώξεις όμως δεν βρίσκονται λύσεις στην απόλυτη αθλιότητα που μας τυραννά. Γι' αυτό κι εγώ βρίσκω αφορμές για φευγιό κάθε φορά που ταξιδεύω τα μικρά μου ταξιδάκια. Ταξίδια-τρόπους για λύσεις ή διεξόδους που βοηθούν να αντιδράσω στον κόλαφο των ημερών. Ταξίδια μικρές σωρευμένες στιγμές ακρίβειας, που γίνονται αφορμές να εναντιώνομαι, να πετώ τα περιττά για να βρω ουσία.

Τόπος και τρόπος κατατρέχουν τα τελευταία χρόνια τον επαρχιακό μου βίο. Καταπιάνομαι με τον τόπο και βυθίζομαι στη μαλακή προκομμένη γη, στο ρευστό του δειλινού, στην υγρασία της αυγής, στις αγορές , στα μαγαζιά... Εκεί νομίζω πως βλέπω τα πάντα να καρποφορούν με ακρίβεια. Στα ενδιάμεσα, συσκέπτομαι με τόπο και τρόπους και ας καταλήγω σε Καιάδες, σαν ανάπηρη που προορίζεται για το πυρ το εξώτερον. Πώς γίνεται να μην μπορώ πια να ταιριάξω τόπο και τρόπους; Πώς γίνεται να μην μπορώ να βρω το κλειδάκι της συνεύρεσης; Κι αν δεν το βρω πώς θα φύγω έτσι στερημένη, πώς θα αντέξω την ευτέλεια που επιμένει να με κρατά αδύναμη και θυμωμένη, κατακρεουργώντας τις όμορφες εκδοχές μου για τη συνέχεια;

Ακολουθήστε το ilialive.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις Ειδήσεις