Νυχτερινοί επισκέπτες στην πόρτα μου
Όταν πέθανε ο πατέρας μου, το 1964 (οικογένεια με δυο παιδιά- εγώ στη Β Δημοτικού και η αδελφή μου στην Α Γυμνασίου) κάποια πρωινά, βρίσκαμε έξω από την πόρτα του σπιτιού μας, σακουλάκια με τρόφιμα, που άφηναν διακριτικά οι χωριανοί μας, χωρίς να αφήσουν σημείωμα, που να φαίνεται ποιος έφερε τι...
Άλλοτε τη νύχτα ερχόταν ένα ταξί, σταματούσε στα 50 μέτρα από την αυλόπορτα, κατέβαινε ο ταρίφας κι έφερνε τσάντες με τρόφιμα… ενώ μια γυναίκα έμενε στο πίσω κάθισμα του ταξί για να τον δει ότι μας τα παρέδωσε…
Κι όταν αυτός έφευγε βιαστικός (όπως ήταν η εντολή…) η μάνα μου έμενε «άγαλμα» στην πόρτα να κοιτάζει το ταξί που ξεμάκραινε και χανόταν στο σκοτάδι…
Δε με ένοιαζαν τα δάκρυα της μάνας μου. Ήθελα να δω τα δάκρυα εκείνης της κυρίας στο σκοτάδι…
Ήμουν μαθητής του Δημοτικού τότε μα στήθηκα 2-3 νύχτες και το πέτυχα!… Μια βραδιά που ξαναήλθαν, ήμουν κρυμμένος σε μια γράνα. Κρύωνα, είχε και λάσπες αλλά δεν φοβόμουν καθόλου.
Ήθελα ΝΑ ΤΗ ΔΩ…
Όταν έφυγε ο ταξιτζής με τις τσάντες προς το σπίτι μου, βγήκα και κόλλησα τα χείλη μου στο τζάμι της!… Με είδε… Δεν τρόμαξε. Ήταν σκοτάδι κι έβλεπα μόνο τη σιλουέτα της.
Άπλωσε το χέρι της και κόλλησε τα δάχτυλά της στο τζάμι, κάπου στα χείλη μου…
Ένοιωσα ότι το φίλησα…
Πήρα τον αριθμό κυκλοφορίας του ταξί. Δεν ήσαν πολλά τότε. Όταν ήμουν 1η Λυκείου πήγα ένα απόγευμα στην πιάτσα του «ΕΛΛΑΣ»… Τον βρήκα. Τον γνώρισα. Του θύμισα…
Δεν μου έλεγε ποια ήταν… ΟΡΚΟΣ!!! Πήγα κι άλλες φορές στην πιάτσα. Χάιδευε το κεφάλι μου αλλά δεν μου έλεγε.
Πήγε 2-3 φορές να μου δώσει χαρτζιλίκι…
Δεν το πήρα κι έφυγα θυμωμένος. Εγώ δεν ήθελα λεφτά, ήθελα ΜΟΝΟ ένα όνομα…
Με συνάντησε μετά από χρόνια, τη μέρα που έκανε το τελευταίο του μεροκάματο, πριν βγει στη σύνταξη… «Άντε, να σου πω, να την ξέρεις, γιατί δεν ξέρω αν θα με ξαναβρείς», μου είπε!...
Ήταν η φιλόλογος της αδελφής μου… Από τότε αγάπησα τη μόρφωση και την αλληλεγγύη…
Αυτός ήταν ο παλιός υπέροχος κόσμος, που είχε μπέσα, σεβασμό, και φιλότιμο!... Κι εμείς, ο νέος κόσμος, ο έξυπνος, ο εγωιστικός, ο φαταούλας...
Κι επειδή το παρελθόν όπως είναι γεμάτο με όσα ζήσαμε, δεν ξεχνιέται και δεν αλλάζει, εμείς να μην εγκαταλείπουμε τώρα τον αγώνα για να φτιάξουμε το παρόν, γιατί δεν πρέπει να τιμωρούμε και το μέλλον, αφήνοντας το παρόν στο χάλι του.
Ποτέ δεν είναι αργά! …σιγά σιγά, να ανακαλύπτουμε ξανά ο ένας τον άλλον, και αυτή τη …λησμονημένη γοητεία του «εμείς», που δεν την αλλάζω με όλο το χρυσάφι του κόσμου...
…να ανακαλύπτουμε ο ένας τον άλλο και να φοράμε τη γοητεία του «εμείς» για φωτοστέφανο!!!
Για να αλλάξουμε τον κόσμο, πρέπει να πετύχουμε πρώτα αυτό.
Χρήστος Αθανάσουλας
Εκπαιδευτικός