Η Αναγκαιότητα των Περιβαλλοντικών Επιστημών στη Σύγχρονη Κοινωνία
Η πρόσφατη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων εισαγωγής στα ΑΕΙ, με την εφαρμογή του συστήματος της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ), έχει οδηγήσει σε μια σειρά μακρών συζητήσεων και προβληματισμών, οι οποίοι μεταξύ άλλων σχετίζονται με την «ελκυστικότητα» των σπουδών στα Πανεπιστήμια.
Η συζήτηση για την «ελκυστικότητα» ή μη των Πανεπιστημιακών Τμημάτων θα πρέπει να τεθεί στη σωστή βάση και να αναζητηθούν τα πραγματικά αίτια του μικρού αριθμού εισακτέων στα περιφερειακά κυρίως Τμήματα που βρίσκονται μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Με μια πιο προσεκτική ανάγνωση των αποτελεσμάτων διαπιστώνει κανείς ότι περιφερειακά Τμήματα, ανεξαρτήτως γνωστικού αντικειμένου ή/και Πανεπιστημίου προέλευσης, δεν έτυχαν της προτίμησης φοιτητών.
Το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι η πλειοψηφία των προσφερόμενων θέσεων στα ΑΕΙ βρίσκεται σε Τμήματα που εδρεύουν σε μεγάλα αστικά κέντρα του ηπειρωτικού τμήματος της χώρας, με αποτέλεσμα να μένει μικρός αριθμός «αδιάθετων» εισακτέων για τα περιφερειακά Τμήματα.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως πρόκειται για μια νέα μορφή αστυφιλίας, αλλά αυτή τη φορά εις βάρος της έρευνας και της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης σε περιφερειακό επίπεδο. Το πρόβλημα αυτό θα μπορούσε να λυθεί με μείωση των προσφερόμενων θέσεων στα πανεπιστήμια των μεγάλων αστικών κέντρων ώστε να μπορέσουν να υπάρξουν εισακτέοι και για τα περιφερειακά πανεπιστήμια.
Επιπλέον, η πολιτεία θα πρέπει να μεριμνήσει ώστε οι απόφοιτοι των ελληνικών πανεπιστημίων να έχουν συγκεκριμένα επαγγελματικά δικαιώματα.
Σχετικά με το αντικείμενο σπουδών και τη σημασία των Τμημάτων Περιβάλλοντος θα πρέπει να επισημανθεί πως η μελέτη, η προστασία και η διαχείριση του Φυσικού Περιβάλλοντος αποτελεί προτεραιότητα και αναγκαιότητα σε Διεθνές, Ευρωπαϊκό και Εθνικό επίπεδο.
Αυτό άλλωστε αποτυπώνεται μέσα από τους 17 στόχους για την Βιώσιμη Ανάπτυξη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, τη Διάσκεψη των Παρισίων του 2015 για την Κλιματική Αλλαγή και την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 15 Ιουνίου του 2021 για την Προστασία του Πλανήτη και την Προώθηση της Πράσινης Ανάπτυξης.
Οι αποφάσεις όλων των παραπάνω σημαντικών συσκέψεων για το μέλλον του Πλανήτη μας συνομολογούν τη δέσμευση της Παγκόσμιας Κοινότητας για την Προστασία της Φύσης, των Ειδών αλλά και του Ανθρώπινου Γένους.
Στο πλαίσιο αυτό η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία περιλαμβάνει επενδύσεις 1,8 τρισεκατομμυρίων ευρώ για την Προστασία του Περιβάλλοντος και την Βιώσιμη Ανάπτυξη, ενώ η Ελληνική Κυβέρνηση έχει δεσμευτεί ότι από τα 32 δισεκατομμύρια ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχεδόν το 40% ( 12 δισ. Ευρώ) θα κατευθυνθεί στην Προστασία του Περιβάλλοντος και την Πράσινη Ανάπτυξη.
Όταν χώρες με μακρά ακαδημαϊκή και κοινωνική παράδοση σε θέματα περιβάλλοντος, όπως οι Σκανδιναβικές, δεσμεύουν δισεκατομμύρια για τα επόμενα χρόνια σε αυτό που ονομάζουν Green Transition (Πράσινη Μετάβαση) ωθώντας σχολές και τμήματα να αναδιαρθρώσουν τα προγράμματα σπουδών ώστε ξεκάθαρα να αντικατοπτρίζουν τον περιβαλλοντικό προσανατολισμό, στην Ελλάδα για ακατάληπτους εκπαιδευτικά και κοινωνικά λόγους, μιλάμε και ασκούμε πολιτική συρρίκνωσης και απαξίωσης των σπουδών περιβάλλοντος.
Όταν, χώρες που ιστορικά αποτελούν τους παγκόσμιους ρυπαντές του πλανήτη, όπως η Κίνα, στρέφονται με φρενήρεις ρυθμούς στην υιοθέτηση πολιτικών και πρακτικών για την προστασία του περιβάλλοντος που τις ενσωματώνουν σε όλη την εκπαιδευτική αλυσίδα αλλά και στις δομές παραγωγής, στην Ελλάδα αρκούμαστε να είμαστε ουραγοί στην Ευρωπαϊκή Ένωση στην προστασία του περιβάλλοντος, αλλά τώρα πια, και στην παροχή υψηλής ποιότητας περιβαλλοντικών σπουδών.
Τα όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν αποτελούν την πιο τρανή απόδειξη για την αναγκαιότητα στήριξης των Περιβαλλοντικών Επιστημών, ώστε συγκροτημένοι επιστήμονες Περιβαλλοντολόγοι να εργασθούν για τη μεταστροφή της κοινωνίας προς ένα φιλικό για το Περιβάλλον παραγωγικό μοντέλο που θα διασφαλίζει την βιωσιμότητα του Πλανήτη μας και την ίδια την ύπαρξη των αυριανών γενιών.
Από τα παραπάνω τεκμηριώνεται ότι το γνωστικό αντικείμενο των Επιστημών Περιβάλλοντος βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών και επιστημονικών απαιτήσεων σε Εθνικό και Διεθνές επίπεδο.
Συνεπώς οι Περιβαλλοντικές Επιστήμες είναι απαραίτητο συστατικό για τη μετάβαση σε μια αειφόρο οικονομία και κοινωνία, όπου η μελέτη και προστασία του Περιβάλλοντος αποτελεί αναγκαιότητα και προτεραιότητα, και όχι μόνο νομοθετική υποχρέωση.
Διονύσιος Παναγιωτάρας
Επίκουρος Καθηγητής
Αναπληρωτής Πρόεδρος
Τμήματος Περιβάλλοντος Ιονίου Πανεπιστημίου