Η Επίδραση της Κλιματικής Αλλαγής στους Υδατικούς Πόρους
Το φαινόμενο της υπερθέρμανσης του πλανήτη απασχολεί την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα και έχει μελετηθεί εκτενώς τις τελευταίες δεκαετίες.
Η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της Γης επιφέρει αλλαγές στις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις, μεταβολές στο ρυθμό και στην ένταση των βροχοπτώσεων σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο, επηρεάζοντας τις καλλιεργητικές περιόδους, την παραγωγή τροφίμων και την υγεία και ευζωία του πληθυσμού.
Σε παγκόσμια κλίμακα η χρήση νερού έχει αυξηθεί έξι φορές σε σχέση με την χρήση του πριν από 100 χρόνια και συνεχίζει να αυξάνεται με ρυθμό 1% κατ' έτος. Με αυτούς τους ρυθμούς κατανάλωσης θα παρουσιασθεί έλλειμμα νερού 40% παγκοσμίως μέχρι το 2030.
Τα μοντέλα πρόβλεψης μεταβολής του κλίματος για τις χώρες της Μεσογείου δείχνουν πως θα υπάρξει μία μέση αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2,5 βαθμούς Κελσίου μέχρι το 2065 σε σχέση με το διάστημα 1850-1900.
Για την Ελλάδα εκτιμάται αύξηση της θερμοκρασίας που μπορεί να φτάσει και τους 2,8 βαθμούς Κελσίου, ενώ θα είναι μεγαλύτερη στη Βόρεια Ελλάδα και μικρότερη στη νότια Πελοπόννησο, στα νησιά του νότιου Αιγαίου και την Κρήτη.
Οι βροχοπτώσεις εκτιμάται πως θα μειωθούν κατά 20-30% τους θερινούς μήνες, κυρίως στα νότια, και κατά 10% τους χειμερινούς. Το αποτέλεσμα θα είναι η ενίσχυση της τάσης ξηρασίας των εδαφών στο 60% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων.
Η κατάσταση αυτή θα επηρεάσει πρωτίστως την γεωργία και τον τουρισμό, ενώ αρνητικές συνέπειες θα υπάρξουν σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της χώρας. Το κόστος των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, σε περίπτωση μη προσαρμογής, αναμένεται να φθάσει τα 700 δισεκατομμύρια μέχρι το 2100, ποσό διπλάσιο από το εθνικό μας χρέος με βάση τη σχετική έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος.
Σύμφωνα με το World Resources Institute είναι πολύ πιθανό μέχρι το 2040 η χώρα μας να βρεθεί αντιμέτωπη με εντονότατο πρόβλημα έλλειψης νερού, εξαιτίας του συνδυασμού των καιρικών συνθηκών, των αλλαγών στο κλίμα και της κακής διαχείρισης.
Στην Ελλάδα, περίπου το 87% της κατανάλωσης νερού προορίζεται για άρδευση. Από αυτή την ποσότητα ένα μεγάλο ποσοστό μέχρι και 50% χάνεται λόγω της κακής κατάστασης των αρδευτικών δικτύων ή των ακατάλληλων τεχνικών που χρησιμοποιούνται στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις, ενώ η ζήτηση νερού άρδευσης θα παρουσιάσει αύξηση μέχρι και 19% έως το 2050.
Για τους πιο πάνω λόγους είναι επιτακτική η ανάγκη να επεξεργαστούμε καινοτόμες τεχνικά προτάσεις για την ορθολογική διαχείριση των υδάτινων αποθεμάτων τόσο σε Εθνικό όσο και σε Περιφερειακό επίπεδο και να εφαρμόσουμε σύγχρονες πολιτικές εξοικονόμησης νερού για υδρευτική και αρδευτική χρήση.
Διονύσιος Παναγιωτάρας
Επίκουρος Καθηγητής
Αναπληρωτής Πρόεδρος
Τμήματος Περιβάλλοντος Ιονίου Πανεπιστημίου