Επιβεβλημένη μια νέα πολιτική στον πρωτογενή τομέα
Από τη στήριξη των αγορών, στην ουσιαστική στήριξη του αγρότη - παραγωγού.
Το ζήτημα της περιφερειακής ανάπτυξης αλλά και γενικότερα της ανάπτυξης της χώρας δεν μπορεί να μην εστιάζεται ιδιαίτερα στον πρωτογενή τομέα. Είναι σαφές ότι η παραδοσιακή αγροτική οικογένεια ανέκαθεν αποτελούσε τον στυλοβάτη της ελληνικής οικονομίας, αν και ελάχιστα αναγνωρίζεται ο ρόλος αυτός από την πολιτεία.
Συγκυριακές αντιδράσεις των κυβερνήσεων υπήρξαν. Απουσίαζε όμως μια εθνική στρατηγική πολιτικών, που θα επένδυε με ουσιαστικές δράσεις σε αυτόν τον πυλώνα της οικονομίας. Δεν αναγνωρίστηκε ουσιαστικά η εθνική ανάγκη για μια πολιτική προοπτικής και βιωσιμότητας, των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, παρόλο που αποτελούν μια από τις ελάχιστες εναπομείνασες και καταπονημένες σταθερές της οικονομίας.
Όταν η απελπισία έβγαζε τους αγρότες στους δρόμους, το σύνηθες, επιστρατεύονταν. Η συκοφαντία, η επίκληση δικαιωμάτων άλλων κοινωνικών τάξεων, η καταστολή ως λύση μιας «παραβατικότητας» που ήταν μονόδρομος και η επικοινωνιακού χαρακτήρα ανακοινώσεις για τον περίφημο «κοινωνικό αυτοματισμό» που θα οδηγούσε σε ήττα και «αποχώρηση» την πολύπαθη αγροτιά της χώρας.
Αν ανασύρουμε από την μνήμη μας τα γεγονότα, σε σχέση με τους αγώνες των αγροτών, θα επιβεβαιώσουμε εύκολα τα παραπάνω.
Τον Μάιο του 2020 έγραφα, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο των δημόσιων παρεμβάσεών μου: «Υπάρχει τεράστιο κενό και άμεσες ανάγκες ρευστότητας σε όλους τους τομείς του αγροτικού κόσμου, που εξαρτάται από την κάλυψή του η βιωσιμότητα των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και του αγροτοδιατροφικού τομέα.
Η συζήτηση για παραγωγικό μοντέλο που θα μας κάνει λιγότερο ευάλωτους σε κρίσεις, δεν μπορεί παρά να θέτει στο επίκεντρο τον Έλληνα αγρότη – παραγωγό».
Τι έχει γίνει μέχρι σήμερα;
Ποιες είναι οι επιπτώσεις του σοκ της πανδημίας στην αγροτική οικονομία;
Ποιες αποφάσεις στράφηκαν στην ενίσχυση και θωράκιση του αγρότη;
Ποιες πολιτικές εφαρμόζονται για τον μετριασμό της εκρηκτικής αύξησης του κόστους παραγωγής;
Πολλά επιπλέον ερωτήματα μπορούν να τεθούν. Απαντήσεις υπάρχουν, αλλά δε δίνονται.
Σήμερα, που έντονα επανέρχεται στην επικαιρότητα το πρόβλημα, με αποσπασματικό και συγκυριακά αντανακλαστική αντίδραση, έχουμε την κυβέρνηση να ανακοινώνει επτά μέτρα, κενού περιεχομένου, για διέξοδο από τα προβλήματα.
Γνωρίζει η κυβέρνηση ότι έχει τριπλασιαστεί η τιμή των λιπασμάτων, καθιστώντας απαγορευτική την παραγωγή;
Γνωρίζει η κυβέρνηση ότι τα αγροεφόδια, το πετρέλαιο, το ρεύμα και τα κάθε είδους μέσα, που είναι αναγκαία για την προετοιμασία της νέας περιόδου, έχουν εκτιναχθεί τιμολογιακά με συνεπακόλουθο την πλήρη αδυναμία των αγροτών;
Γνωρίζει η κυβέρνηση ότι, πέραν των επιπτώσεων της πανδημίας, υπάρχουν και οι συνέπειες των φυσικών φαινομένων που δίνουν τη χαριστική βολή, σε μια ήδη ταλαιπωρημένη παραγωγική ομάδα;
Γνωρίζει η κυβέρνηση ότι οι αγρότες είναι οι βασικοί διαχειριστές του φυσικού περιβάλλοντος της υπαίθρου και ότι είναι αυτοί που πρώτοι αντιμετωπίζουν τις δυσμενείς συνέπειες της κλιματικής αλλαγής;
Ναι, γνωρίζει. Έχει όμως το ρόλο του «απλού παρατηρητή των εξελίξεων».
Σε μια περίοδο, όπου είναι επιτακτική ανάγκη μια νέα φυσιογνωμία του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, σε μια περίοδο όπου αμφισβητούνται δεδομένα και συνθήκες της οικονομικής ζωής και επιβάλλονται νέες αφηγήσεις μέσα από την αξιολόγηση της πραγματικότητας για στρατηγικό σχεδιασμό προσανατολισμένο στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελληνικής γης, η πολιτεία είναι απούσα.
Οι θεσμοί της κοινωνίας απόντες.
Τα πάντα αρχίζουν και τελειώνουν σε ανούσιες δηλώσεις και φωτογραφήσεις, λες και πωλούν «καθρεφτάκια και χάντρες» σε ιθαγενείς.
Εθελοτυφλεί και αδιαφορεί η κυβέρνηση για ένα σημαντικό και δυναμικό πεδίο της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς απασχολεί περίπου το 15% του εργατικού δυναμικού και συμβάλει στο ΑΕΠ γύρω στο 5% αυτοτελώς και στο 20% περίπου με βάση τους πολλαπλασιαστές της οικονομίας.
Αδιαφορεί η κυβέρνηση ενώ γνωρίζει τις ισχυρές διακλαδικές συνδέσεις του πρωτογενούς τομέα, με άλλους τομείς οικονομικής δραστηριότητας, όπως η βιοτεχνία και οικοτεχνία, η μεταποίηση και ο τουρισμός.
Ας συνειδητοποιήσει η κυβέρνηση των «μεγάλων συμφερόντων», ότι ο μοναδικός τομέας που παράγει πρωτογενή πλούτο και συνεισφέρει καταλυτικά στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας είναι ο πρωτογενής.
Είναι οι αγρότες – παραγωγοί.
Ας αναγνωρίσει ότι το επικαλούμενο μειονέκτημα του μικρού και κατακερματισμένου κλήρου, είναι το πλεονέκτημα του διαφορετικού και ας μην αντιμετωπίζει με τα ίδια εργαλεία ερμηνείας τους αγρότες όπως τους άλλους τομείς της οικονομίας.
Μην αγνοεί η κυβέρνηση το «Small is beautiful», του στοχαστή οικονομολόγου E. F. Schumacher, μιας και είμαστε μια μικρή και περιφερειακού χαρακτήρα οικονομία.
Το φαΐ και το νερό θα είναι τα μεγαλύτερα εκλογικά ζητήματα του 21ου αιώνα», έγραφε εύστοχα ο «Observer» πριν αρκετά χρόνια και ήδη αυτό συμβαίνει.
Οι ακολουθούμενες πολιτικές της κυβέρνησης έχουν χρεωκοπήσει στη συνείδηση της πλειοψηφίας.
Χρειάζεται λοιπόν άμεσα μια άλλη πολιτική. Διαφορετικά οι συνέπειες θα είναι μη αναστρέψιμες για την κοινωνική συνοχή.
Γιώργος Παναγιωτόπουλος
Αν. Καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών
Δημοτικός Σύμβουλος Ανδραβίδας Κυλλήνης
Μέλος ΔΣ ΤΟΕΒ Μυρτουντίων