Η νέα ΚΑΠ δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της Ελληνικής Γεωργίας και στις προσδοκίες του Έλληνα αγρότη

Η νέα ΚΑΠ δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της Ελληνικής Γεωργίας και στις προσδοκίες του Έλληνα αγρότη

Του Νίκου Μιχαλόπουλου - Γεωπόνου

• Με τη κατάθεση του Εθνικού φακέλου στα πλαίσια της αναθεώρησης της ΚΑΠ για το 2014-2020
• Με τις παλινωδίες της Αγροτικής Πολιτικής Ηγεσίας της Χώρας, σχετικά με την κατανομή των ενισχύσεων του πρώτου πυλώνα, δηλαδή των άμεσων ενισχύσεων σε ένα δύο ή τρία διαφορετικά επίπεδα δικαιωμάτων (Αροτριαίες καλλιέργειες – βοσκότοποι – δενδρώδεις καλλιέργειες)
• Με το χάσιμο πολύτιμου χρόνου λόγω της αλλαγής της ηγεσίας του ΥΠΑΑΤ και την επανεξέταση του φακέλου
• Με την έλλειψη σοβαρής ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους ενδιαφερόμενους (Αγροτικές οργανώσεις, αγρότες, φορείς κ.λ.π),
αναμφίβολα προκύπτει ότι η εφαρμογή της Νέας ΚΑΠ αποτελεί απόφαση της τελευταίας στιγμής (αφού όσα δεν έγιναν σε 13 μήνες έπρεπε να γίνουν σε 10 μέρες) και οδηγεί τον αγροτικό κόσμο της χώρας για μια ακόμη φορά σε νέες περιπέτειες και φέρνει τους παραγωγούς προ τετελεσμένων γεγονότων. Και βέβαια οι αγρότες δεν αντιδρούν γιατί δεν έχουν ενημερωθεί και δεν γνωρίζουν τι πρόκειται να τους συμβεί τη περίοδο 2015-2020.
Θεωρώ ότι δεν έχει νόημα να αναφερθώ στον επιμερισμό των κονδυλίων σε κάθε ζώνη ή Περιφέρεια ούτε αν θα πάρουν περισσότερα ή λιγότερα κάποιοι φορείς ή διάφορες παραγωγικές τάξεις. Εξάλλου τίποτα δεν είναι ακόμη δεδομένο, υπάρχουν πολλά κρίσιμα θέματα προς διευκρίνιση, ένα όμως θεωρείται βέβαιο ότι οι πόροι θα είναι μειωμένοι όπως σίγουρη θα είναι και η μείωση της αξίας των δικαιωμάτων (λόγω σύγκλισης κλπ).
Εκείνο όμως που πρέπει να τονιστεί είναι ότι όπως και με τη προηγούμενη έτσι και με τη νέα αναθεώρηση της ΚΑΠ η χώρα μας βρέθηκε απροετοίμαστη και ανέτοιμη να διαμορφώσει τον εθνικό φάκελο στη βάση μια Εθνικής Αγροτικής Πολιτικής:
 Που θα λειτουργεί συμπληρωματικά της ΚΑΠ και θα προσπαθεί να μεγιστοποιήσει τα οποιαδήποτε οφέλη της .
 Που θα μπορεί να αντιμετωπίσει τα κύρια και σοβαρά προβλήματα της Ελληνικής Γεωργίας (π.χ εγγειοδιαρθρωτικό - αναδιαρθρώσεις της γεωργικής παραγωγής),
 Που θα ξεκαθαρίζει τι είδους ανάπτυξη επιθυμούμε για την ελληνική ύπαιθρο,
 Που θα επικεντρώνει την προσοχή τους σε καλλιέργειες που θα έχουν προοπτική και θα στοχεύει αποκλειστικά στη ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων
 Που θα βοηθάει στη δημιουργία βιώσιμων γεωργιών εκμεταλλεύσεων κ.λ.π
 Που θα δίνει έμφαση στην εφαρμοσμένη έρευνα για την αγροτική οικονομία.
 Που θα έχει συγκεκριμένο σχέδιο στήριξης της κτηνοτροφίας
 Που θα σχεδιάζει κατάλληλα μέτρα για τη σύνδεση της πρωτογενούς παραγωγής με τον δευτερογενή τομέα ( μεταποίηση κλπ) και τον τριτογενή τομέα (τουρισμός κλπ).
Δυστυχώς, οι Βορειοελλαδίτες υπουργοί δεν τόλμησαν να ξεπεράσουν τις μικροπολιτικές αγκυλώσεις και τους συμβιβασμούς και δεν έκαναν το μεγάλο βήμα τουλάχιστον για την αναδιανομή της ενιαίας ενίσχυσης και τις διορθώσεις των αδικιών, ώστε το σύνολο των πόρων να το καρπώνονται όσοι παραμένουν και επιμένουν να παράγουν και προτίμησαν κατά μεγάλο μέρος την διατήρηση του παλιού μοντέλου των ιστορικών δικαιωμάτων και γενικά δεν έλαβαν όλα εκείνα τα απαραίτητα μέτρα για την απρόσκοπτη συνέχιση της παραγωγικής δραστηριότητας.
Και βέβαια αυτό έχει την εξήγησή του γατί οι εκάστοτε υπουργοί Αγροτικής Ανάπτυξης αποφεύγουν επιμελώς να ασχοληθούν με τα μεγάλα και σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα της Ελληνικής Γεωργίας, αφού ο πολιτικός τους ορίζοντας είναι βραχυπρόθεσμος, ενώ ο απαιτούμενος χρονικός ορίζοντας για την επίλυση των διαρθρωτικών προβλημάτων εκ της φύσεως τους είναι μακροπρόθεσμος.
Έτσι λοιπόν για μια ακόμη φορά με την κατάθεση του εθνικού φακέλου γίνεται πολύς θόρυβος για την «μοιρασιά του πακέτου» μέχρι το 2020, εξακολουθεί η αγροτική πολιτική Ηγεσία να κάνει σκοπίμως κατά τη γνώμη μου (ελλείψη πολιτικής) το ίδιο λάθος και να ονομάζει Αγροτική Πολιτική τη διαχείριση του πακέτου και είναι λυπηρό να διαφωνούν μεταξύ τους διάφοροι φορείς – παραγωγικές τάξεις – εκπρόσωποι αγροτών - συνεταιριστικές οργανώσεις για το ποιος θα εξασφαλίσει περισσότερους πόρους αδιαφορώντας για την παραγωγή.
Πώς μπορεί κανείς να μιλάει για αγροτική πολιτική και μάλιστα κοινή όταν επιδοτεί κάποιον χωρίς την υποχρέωση να παράγει, δηλαδή να ονομάζουν αγροτική πολιτική τη μετάβαση από τον αγρότη – παραγωγό στον αγρότη – επιδοτούμενο κάτοικο της υπαίθρου και όχι μόνο. Πως μπορεί να υπάρξει αγροτική πολιτική όταν δεν γίνεται καμία αναφορά στην ανάγκη επαναδραστηριοποίησης των γεωτεχνικών στη διαδικασία της γεωργικής παραγωγής και την απεμπλοκή τους από τις δραστηριότητες που αφορούν μόνο την απορρόφηση κοινοτικών πόρων.
Η προηγούμενη μεταρρύθμιση που διαμορφώθηκε ουσιαστικά το 2003 και άρχισε να εφαρμόζεται από 1/1/2006 με τις ριζικές αλλαγές και καινοτομίες που εισήγαγε (ιστορικά δικαιώματα – αποδεσμευμένη ενιαία ενίσχυση κλπ) θεωρώ ότι ήταν η πιο σημαντική όχι από πλευράς επίτευξης στόχων αλλά από πλευράς συνεπειών και επιπτώσεων στον αγροτικό τομέα.
Υιοθετώντας κατά κύριο λόγο την πλήρη αποδέσμευση από τη παραγωγή και η χορήγηση της ενιαίας ενίσχυσης στη λογική της εξασφάλισης ενός σταθερού συστήματος (το λένε μάλιστα και ΤΣΕΚ) είχε ως αποτέλεσμα την μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων, την εγκατάλειψη καλλιεργειών που είχαν ιδιαίτερη βαρύτητα στην αγροδιατροφική αυτάρκεια της χώρας π.χ σιτηρά κλπ και τη συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού.
Και ενώ με τη νέα ΚΑΠ σχεδόν το σύνολο των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζητάει το σύστημα των συνδεδεμένων ενισχύσεων οι επιπτώσεις από τις αλλαγές της προηγούμενης ΚΑΠ πως θα αντιστραφούν;
Παρά το γεγονός ότι η Ε.Ε δίνει τη δυνατότητα για τη διεξαγωγή ανεξαρτήτων μελετών σχετικών με τις επιδόσεις διαφόρων εργαλείων της ΚΑΠ και πως μπορούν να βελτιωθούν, μέχρι τώρα η εφαρμογή της ΚΑΠ για τουλάχιστον τέσσερις δεκαετίες δεν έχει αναλυθεί επαρκώς σε ότι αφορά τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις στη χώρα μας.
Πάντως οι οικονομικές δείκτες του γεωργικού τομέα σχεδόν στο σύνολό τους δείχνουν εικόνα κατάρρευσης:
• Το ΑΓΠ (Ακαθάριστο Γεωργικό Προϊόν) από 12% του ΑΕΠ το 2010 έπεσε στο 3% δηλαδή μετατρέψαμε τον αγροδιατροφικό τομέα από κλάδο αυτάρκειας σε κλάδο ελλειμματικό και εξαρτημένο .
• Δεν κατάφερε ο αγροτικός τομέας να γίνει ανταγωνιστικός και να επενδύσει στα ποιοτικά προϊόντα του ,
• Διογκώθηκε επικίνδυνα το έλλειμμα στο ισοζύγιο των αγροτικών προϊόντων
• Μόνο το 2008 η παραγωγική αποδιάρθρωση οδήγησε σε ένα έλλειμμα της τάξης των 3 δις ευρώ.
• Στα βασικά διατροφικά είδη το έλλειμμα τη δεκαετία 2000-2010 αθροιστικά έφτασε τα 23 δις ευρώ.
• Χρόνια πληγή του αγροτικού ισοζυγίου αποτελεί το κρέας και τα γαλακτοκομικά προϊόντα το έλλειμμα των οποίων έφτασε το 2,1 δις ευρώ και βέβαια μόνο την 5ετία 2006 -2010 το αγροτικό εισόδημα μειώθηκε κατά 13,5% . η οικονομική αιμορραγία όμως δεν σταματά εδώ συνεχίζεται και στον τομέα των εισροών (εφόδια – μηχανήματα – λιπάσματα – ζωοτροφές).
Με αυτά τα δεδομένα δεν θα έπρεπε η πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΑΤ, αλλά και οι εκπρόσωποι των αγροτών να αναρωτηθούν και να διερευνήσουν, η Κοινή Αγροτική Πολιτική που εφαρμόστηκε τις τελευταίες δεκαετίες πόσο επωφελής ήταν και πόσο συνετέλεσε στην ανάπτυξη του αγροτικού τομέα;
Συνεπώς απαιτείται :
1. να σκύψουμε στα προβλήματα του αγροτικού τομέα με μεγαλύτερη σοβαρότητα

2. να πούμε την αλήθεια στους αγρότες ότι αυτό που λέμε εθνικό φάκελο, δηλαδή το τσεκ δεν είναι αγροτική πολιτική, απλά είναι ακόμα μια άλλη χρηματοδοτική πηγή που χωρίς εθνική αγροτική πολιτική δεν μπορείς να κάνεις σωστά την κατανομή των πόρων

3. να πούμε ότι οι συμφωνίες της Ε.Ε με τον ΠΟΕ εμποδίζουν την χρηματοδότηση στην παραγωγή και απλά κάθε κράτος μέλος διαχειρίζεται έναν προϋπολογισμό

4. να πούμε ότι όσο η άσκηση πολιτικής για την ελληνική γεωργία περιορίζεται μόνο στην εφαρμογή της ΚΑΠ, τόσο τα υφιστάμενα προβλήματα θα οξύνονται γι’ αυτό έστω και τώρα ο αγροτικός κόσμος θα πρέπει να απαιτεί από την αγροτική πολιτική ηγεσία τον σχεδιασμό και την εφαρμογή μιας εθνικής αγροτικής πολιτικής και να μην επαναπαύεται στην ταμειακή λογική της ΚΑΠ.

Ακολουθήστε το ilialive.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις Ειδήσεις

tsoukalas popup