στον φιλελευθερισμό και στον καπιταλισμό. Η μια οπτική της κρίσης είναι αυτή όπου η φτωχή και ανυπεράσπιστη Ελλάδα μάχεται ενάντια στις δυνάμεις του παγκόσμιου καπιταλισμού, όπου οι κακές τράπεζες και οι άπληστες αγορές προσπαθούν να επωφεληθούν από την κατάρρευση της και όπου η ελληνική τάση για την «αντίσταση» κάνει την τρέχουσα κρίση ηθικά ισοδύναμη με την επανάσταση ή την Αντίσταση.
Πολλοί Έλληνες αισθάνονται έτσι, και άλλωστε ο Γιώργος Παπανδρέου συχνά επιτέθηκε κατά των κερδοσκόπων και των αγορών. Αλλά θα ήταν σφάλμα να δούμε την κρίση υπό αυτό το πρίσμα. Πιστεύω πως χρειαζόμαστε μια σωστή διάγνωση για το τι συνέβη και γιατί, αν αυτή η κρίση είναι να οδηγήσει σε πραγματική αλλαγή την ελληνική κοινωνία. Και είναι πολύ δύσκολο να κατηγορήσουμε τις αγορές για την κατάστασή μας.
Εν μέρει, η ελληνική κρίση είναι μια τυπική κρίση δημόσιου χρέους. Μια σπάταλη κυβέρνηση προσπαθούσε να διατηρήσει τις υπερβολικές δαπάνες με συνεχή δανεισμό▪ σε κάποιο σημείο, κλονίζεται η πίστη των αγορών πως η κυβέρνηση μπορεί να αποπληρώσει το χρέος, με αποτέλεσμα να μην έχει πια την δυνατότητα να δανειστεί σε λογικά επιτόκια.
Σε εκείνο το σημείο, ένας διεθνής συνασπισμός παρεμβαίνει για να δώσει λύση στο πρόβλημα: καταρχήν, οργανώνει ένα βραχυπρόθεσμο δάνειο, και αν αυτό δεν επαρκέσει, η χώρα είτε ζητά περισσότερα χρήματα, είτε διαπραγματεύεται μια μείωση του χρέους, είτε κηρύττει στάση πληρωμών και χρεοκοπεί. Αυτή ακριβώς είναι και η διαδρομή που ακολουθεί η Ελλάδα.
H παγκόσμια οικονομική κρίση και η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη επηρεάζουν μόνο κάποιες από τις λεπτομέρειες αυτής της πορείας αλλά όχι και το θεμελιώδη χαρακτήρα της κρίσης. Μάλιστα, κάποιες από τις συγκυρίες ευνοούν την Ελλάδα. Η εξάρτηση των ευρωπαϊκών τραπεζών στο ελληνικό χρέος είναι μια επικουρική δύναμη υπέρ μιας ομαλής επίλυσης, όπως είναι επίσης και ο φόβος ότι μια ελληνική χρεοκοπία θα μπορούσε να είναι άλλη μια «Lehman Brothers».
Επειδή η Ελλάδα είναι στην Ευρωζώνη το κόστος μιας αποτυχίας είναι σημαντικά μεγαλύτερο, και άρα οι εταίροι μας έχουν (κι έχουν ήδη επιδείξει) περισσότερη υπομονή, απ´ότι θα είχαν υπό άλλες συνθήκες. Και το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έχει ανεξάρτητο νόμισμα έχει θωρακίσει την χώρα μας από τις πιέσεις που ασκήθηκαν στις οικονομίες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής κατά τη διάρκεια των δικών τους κρίσεων.
Παράλληλα, το διεθνές οικονομικό περιβάλλον έχει δυσκολέψει αρκετά την κατάσταση για την Ελλάδα. Μετά από μια περίοδο άφθονου χρήματος, οι επενδυτές είναι πολύ πιο επιφυλακτικοί, πράγμα που σημαίνει ότι είναι πιο δύσκολο για τους περισσότερους να δανειστούν, άσχετα με τα διαπιστευτήριά τους. Επιπρόσθετα, η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, δεν της επιτρέπει να υποτιμήσει το νόμισμα της προκειμένου να δημιουργήσει ανάπτυξη όπως έχουν κάνει άλλες χώρες στην ίδια θέση κατά το παρελθόν. Ως αποτέλεσμα, η πορεία της Ελλάδα έχει καταστεί πιο περίπλοκη.
Το βασικό δημοσιονομικό πρόβλημα της Ελλάδας είναι ότι δεν μπορεί να δανειστεί χρήματα σε λογικά επιτόκια προκειμένου να χρηματοδοτήσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα και αναχρηματοδοτήσει τα ληξιπρόθεσμα χρέη της. Ο λόγος είναι ότι οι αγορές απαιτούν απαγορευτικά υψηλά επιτόκια για να δανείσουν την Ελλάδα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι αγορές μπορεί να είναι ανόητες, άστατες και ιδιότροπες▪ μπορούν επίσης να κινηθούν με βάση τα συναισθήματα και όχι τη πραγματικότητα. Αλλά στην περίπτωση αυτή, οι αγορές εκπέμπουν ένα μήνυμα που είναι πανομοιότυπο με το μήνυμα που προσπαθεί να περάσει η πλειοψηφία του ελληνικού λαού στους Έλληνες ηγέτες:
«Δεν δείχνετε ικανοί, δεν είσαστε αξιόπιστοι και σίγουρα δεν είσαστε πρόθυμοι να πραγματοποιήσετε τις αλλαγές που πρέπει να εφαρμόσετε και για τις οποίες έχετε δεσμευτεί.»
Πράγματι, πόσοι Έλληνες διαφωνούν με αυτό το μήνυμα;
Βέβαια, όταν οι αγορές έχουν να δώσουν ένα μήνυμα, αυτό εισακούγεται. Ενώ σε γενικές γραμμές μιλάμε για «αντιδημοκρατικές αγορές», στην περίπτωση αυτή, οι αγορές έχουν επιβάλλει μια δημοκρατική πειθαρχία σε μια χώρα που της έλλειπε.
Επιτέλους ξέρουμε πόσα άτομα απασχολεί το κράτος▪ έχουμε σχεδόν ειλικρινή στατιστικά▪ πάμε να μειώσουμε τους υπερβολικούς μισθούς στο δημόσιο τομέα▪ ίσως να αξιοποιήσουμε επιτέλους τη κρατική περιούσια (ένα διαχρονικό ζητούμενο, μέχρι που το πρότεινε το ΔΝΤ και όλοι αντέδρασαν)▪ είμαστε υπό πίεση να πατάξουμε τη χρόνια φοροδιαφυγή▪ και υπάρχει μια λογική απαίτηση να ανοίξουν επιτέλους τα κλειστά επαγγέλματα.
Μακάρι οι δημοκρατικοί θεσμοί να μπορούσαν να φέρουν τόση πίεση για αλλαγή τόσο γρήγορα! Φυσικά, σε μια χώρα όπου η δημοκρατία συχνά παίρνει την μορφή της οχλοκρατίας, η πειθαρχία είναι μια ενόχληση.Παρόλα αυτά, παραμένει μια ανακούφιση από την αρτηριοσκληρωτική πολιτική που έχει παραλύσει την ελληνική κοινωνία εδώ και δεκαετίες.
Η αλήθεια είναι πως δεν φτάσαμε σ’ αυτό το χάλι λόγω του καπιταλισμού. Φτάσαμε γιατί εδώ και τρεις δεκαετίες έχουμε παραβιάσει συστηματικά κάθε κανόνα του καπιταλιστικού συστήματος. Έχουμε υιοθετήσει μια «αριστερίζουσα» φιλοσοφία που λέει ότι οι αγορές, οι εταιρείες και τα κέρδη είναι αθέμιτα. Είμαστε μια χώρα στην οποία σχεδόν κανείς δε θέλει να επενδύσει, και έχουμε απολέσει τη σύνδεση μεταξύ εργασίας και ανταμοιβής, που βρίσκεται στο επίκεντρο του φιλελευθερισμού. Έχουμε δώσει στο κράτος υπερβολική δύναμη και (φυσικά) την έχει καταχραστεί, συχνά σε συνδυασμό με διεφθαρμένα ιδιωτικά συμφέροντα.
Σε μια χώρα με τόση διαφθορά, ο φιλελευθερισμός αποτελεί μια ισχυρή αντίρροπη δύναμη. Όπως έγραψε κάποτε ο Clive Crook: «την περιορισμένη κυβέρνηση δεν αξίζει να την εξαγοράσεις. Η αγορά περιορίζει τα λάφυρα της διαφθοράς. Όταν το κράτος παρεμβαίνει αριστερά και δεξιά για να χορηγήσει άδειες ή να δημιουργήσει πλεονάσματα και ελλείμματα – τότε αυτό το κράτος αξίζει πολλά».
Η ζήτηση για τη διαφθορά προέρχεται από το γεγονός ότι η κανονική πορεία προς την επιτυχία – να παρασκευάζει κανείς καλά προϊόντα και να τα πουλά - είναι τόσο δύσκολη. Αντίθετα, απευθυνόμαστε στους πολιτικούς και τους ζητάμε χάρες γιατί έχουν τόση δύναμη. Πάρτε τους τη δύναμη και η διαφθορά θα μειωθεί.
Το να υποστηρίζεις τις αγορές, φυσικά, δεν είναι το ίδιο με την υποστήριξη για τις μεγάλες επιχειρήσεις, όσο και αν πολλοί ταυτίζουν τα δύο. Για να παραθέσω και πάλι το Economist: «ο οικονομικός φιλελευθερισμός, όπως και ο πολιτικός φιλελευθερισμός, δίνει μεγάλο βάρος στους ελέγχους και τις ισορροπίες, στα όρια της εξουσίας και στο περιορισμό της κατάχρησης της εξουσίας.
Στην οικονομία, η πιο ισχυρή δύναμη που περιορίζει τις καταχρήσεις είναι ο ανταγωνισμός. Τα αφεντικά, οι μέτοχοι και οι πολιτικοί που στηρίζουν κάποια συμφέροντα τον απεχθάνονται. Επωφελούνται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με το να συνωμοτούν και να προσπαθούν να πείσουν τον κόσμο ότι ο ανταγωνισμός αποτελεί απειλή για το κοινό καλό ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί αποτελεί για τους ίδιους.»
Η ελληνική εμπειρία είναι μια οδυνηρή υπενθύμιση πως όταν τόσες αποφάσεις περνούν από τα χέρια της κυβέρνησης, καταλήγουμε με πολλή διαφθορά, σπατάλη και αδικία. Οι αγορές είναι στην πραγματικότητα μια δύναμη αλλαγής. Μόνο επειδή το επιτάσσουν οι αγορές έχει αναγκαστεί η ελληνική κυβέρνηση να κάνει μεταρρυθμίσεις που διαδοχικές ηγεσίες εκλεγμένες από χιλιάδες ψηφοφόρων δεν μπόρεσαν να εφαρμόσουν. Οι αγορές ζητούν λιγότερη διαφθορά, μια ικανή ηγεσία και μια πιο ανταγωνιστική και αξιοκρατική οικονομία. Ποιος μπορεί να διαφωνήσει με αυτά;