Τότε ήταν που έφεραν τη γιαγιά απ’ το γηροκομείο να μείνει μαζί μας…
Η γιαγιά είναι πολύ καλή και πολύ πλούσια. Παίρνει 300 ευρώ σύνταξη απ’ τον ΟΓΑ και τώρα που μένει μαζί μας μας τα δίνει κι είμαστε κι εμείς πολύ πλούσιοι!
«Όχι που θα την αφήναμε στο γηροκομειό να τρώνε τη σύνταξη οι παπάδες», έλεγαν και ξαναέλεγαν οι γονείς… Δεν κατάλαβα, τι ήθελαν να πουν αλλά σημασία είχε ότι τώρα είχαμε εμείς τη σύνταξη!
Χτες φάγαμε ψάρια, που είναι καλό και ακριβό φαί απ’ ό,τι κατάλαβα.
Είμαστε όλοι χαρούμενοι και δεν καταλάβαμε γιατί η Μαμά είπε στον Μπαμπά θυμωμένη: «Μα για όνομα! Χρυσόψαρα θα φάμε, βρε Σταμάτη;».
Κι ο Μπαμπάς (που η Μαμά τον λέει πάντα Σταμάτη) είπε: «όλα τα κινέζικα είναι πιο φτηνά, ακόμα και τα ψάρια. Με τη σύνταξη της μάνας μου τι ήθελες να φάμε; αστακομακαρονάδα;»
Και μετά η Μαμά δεν είπε τίποτα και καθίσαμε όλοι στο τραπέζι να φάμε τα χρυσόψαρα.
Μετά η γιαγιά πέθανε.
Δεν ξέρω αν έφταιγε το χρυσόψαρο που έφαγε ή αν πέθανε από μόνη της. Εκείνο που ξέρω είναι πως ο Μπαμπάς και η Μαμά πολύ λυπηθήκανε και κλαίγανε και λέγανε: «τι θα κάνουμε, τώρα, χωρίς την σύνταξη, Παναγία μου;»
Φαίνεται ότι η Παναγία τους λυπήθηκε και τους είπε να βαλσαμώσουμε τη γιαγιά, όπως ο θείος Λεωνίδας είχε βαλσαμώσει εκείνο το κεφάλι από το γουρούνι το άγριο, που είχε σκοτώσει στο κυνήγι και το είχε βάλει στον τοίχο της σάλας στο σπίτι του στο χωριό και το έδειχνε με καμάρι στους φίλους του…
Εμείς όμως της γιαγιάς δεν της βαλσαμώσαμε μόνο το κεφάλι. Α, όλα κι όλα. Ολόκληρη τη βαλσαμώσαμε, γιατί, όπως είπε κι ο Μπαμπάς: «δική μας είναι η γιαγιά κι ό,τι θέλουμε την κάνουμε».
Έτσι τώρα έχουμε τη γιαγιά συνέχεια μαζί μας, δεν τρώει, δεν πίνει φάρμακα –άρα δε μας ξοδεύει- κι ούτε πρέπει να την τρέχουμε κάθε τόσο στην τουαλέτα κι από πάνω παίρνουμε και τη σύνταξη του ΟΓΑ και είμαστε πάντα πλούσιοι!
Μόνο που τα βράδια, όταν μαζευόμαστε τα παιδιά κοντά στο τζάκι, η γιαγιά δεν μας λέει παραμύθια, παρά κάθεται ακούνητη, αμίλητη κι αγέλαστη…, όπως ο Μπέρνυ στην ταινία «Τρελλό γουηκέντ στου Μπέρνυ», που είχα δει στην τηλεόραση, όταν έπαιζε…
Τώρα η τηλεόραση δεν παίζει, γιατί μας έχουνε κόψει το ρεύμα. Όμως τον Μπέρνυ δεν τον είχανε βαλσαμώσει καλά και μάζευε μύγες, ενώ εμείς τη γιαγιά τέλεια την κάναμε!
Καμιά φορά, για να την βλέπει η γειτονιά και κυρίως εκείνη η ξινή γειτόνισσα η Βάσω (έτσι λέει ο Μπαμπάς), που μένει απέναντι από την βεράντα του σαλονιού μας, την βγάζουμε έξω και την στήνουμε καμαρωτή καθιστή στην πολυθρόνα της δίπλα στην μπαλκονόπορτα. Της αλλάζουμε και ρούχα που και που…
Μοιάζει, τότε, η γιαγιά μ’ εκείνον τον ξύλινο ινδιάνο που στήνουν έξω από τα καπνοπωλεία στην Αμερική.
Και μια φορά ξεχάσαμε να τη μαζέψουμε από τη βεράντα κι έβρεξε πολύ κι έγινε μούσκεμα. Και ύστερα τη βάλαμε κοντά στο τζάκι να στεγνώσει, αλλά μάλλον τη βάλαμε πολύ κοντά κι άρπαξε φωτιά.
Ευτυχώς ο Μπαμπάς πρόλαβε και την έσβησε γρήγορα, αλλά μας μάλωσε γιατί «κοντέψαμε να αφανίσουμε το μοναδικό μας εισόδημα»....
(Πάντως εγώ δεν ξέρω αν «είναι τη» ακόμη η γιαγιά κι αν την έκαναν απογραφή και συνεχίζει η σύνταξή της, δεν ξέρω… Εμένα μου την είπαν την ιστορία. Αλήθεια σας λέω…)