Δικαίωσε απολυθέντα, επιδικάζοντάς του 41.556 ευρώ
Τον Απρίλιο του 2008 εργαζόμενος προσλήφθηκε αρχικά σε αναψυκτήριο-εστιατόριο με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου και 14 μήνες μετά καταρτίστηκε νέα σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πλήρους απασχόλησης και πενθήμερης εργασίας.
Τέσσερεις μήνες αργότερα, υπό την απειλή της απόλυσης, ο εργαζόμενος αναγκάστηκε να υπογράψει νέα σύμβαση εκ περιτροπής εργασίας 16 ήμερων τον μήνα, ενώ στην πραγματικότητα εργαζόταν με καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Υπό το καθεστώς της κυκλικής απασχόλησης θεωρητικά και της πλήρους απασχόλησης στην πράξη, ο εργαζόμενος τον Σεπτέμβριο του 2011 απολύθηκε χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης. Ο εργαζόμενος αρνήθηκε να υπογράψει την καταγγελία της σύμβασης, γιατί είχε ανακριβή στοιχεία, αφού τον ανέφερε ως άγαμο, δεν ανέγραφε το ύψος των αποδοχών του, ενώ η αποζημίωση ήταν πολύ μικρότερη του νομίμου προβλεπομένου ποσού, αλλά και ουδέποτε του καταβλήθηκε.
Δύο μέρες μετά, η επιχείρηση αναγνώρισε την ακυρότητα της καταγγελίας αυτής και κατήγγειλε εκ νέου, εγγράφως αυτή τη φορά, την σύμβαση, καταβάλλοντας αποζημίωση 2.216 ευρώ.
Κατόπιν αυτού, προσέφυγε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας διεκδικώντας όλες τις εργασιακές του αξιώσεις, καταγγέλλοντας παράλληλα την απαίτηση της τέως εργοδότριας εταιρείας για εικονική απόλυση και συνέχιση της εργασίας του χωρίς ασφάλιση.
Όμως, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην αρεοπαγιτική απόφαση, όλο το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος στην εν λόγω επιχείρηση (από την αρχική πρόσληψη έως την απόλυση), δεν του καταβλήθηκαν τα επιδόματα γάμου, προϋπηρεσίας και τουριστικής εκπαίδευσης.
Ο Άρειος Πάγος επικυρώνοντας την απόφαση του Εφετείου που είχε δικαιώσει και πάλι τον εν λόγω εργαζόμενο, επισημαίνει ότι «η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ήταν άκυρη, καθόσον ασκήθηκε κατά κατάχρηση του σχετικού δικαιώματος της εναγομένης εταιρείας, και ειδικότερα από εμπάθεια προς το πρόσωπο του εργαζόμενου, επειδή αρνήθηκε να αποδεχθεί την μη σύννομη αξίωσή της για εικονική απόλυσή του χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απολύσεως και συνέχιση της εργασίας του χωρίς ασφάλιση και δεν συναίνεσε έτσι στη μη νόμιμη εργασιακή αυτή πρακτική της και επιπροσθέτως γιατί δεν του καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση απολύσεως».
Ακόμη, υπογραμμίζουν οι αρεοπαγίτες, ότι «η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας είναι άκυρη, καθόσον ασκήθηκε κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του σχετικού δικαιώματος της εταιρείας ως εργοδότριας».
Ειδικότερα, συνεχίζουν οι δικαστές, η καταγγελία της σύμβασης «ασκήθηκε καταχρηστικά από πλευράς τής εταιρείας από εμπάθεια και εκδικητικότητα προς το πρόσωπο του ενάγοντος ως εργαζόμενου, επειδή αυτός αρνήθηκε, να αποδεχθεί την μη σύννομη αξίωσή της και εργασιακή της πρακτική περί εικονικής απόλυσής του και συνέχιση της εργασίας του χωρίς ασφάλιση και επιπροσθέτως επειδή ο απασχολούμενος είχε προσφύγει στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας, διεκδικώντας όλες τις έως τότε εργασιακές του αξιώσεις εναντίον της και επιπλέον καταγγέλλοντας τη μη νόμιμη απαίτηση της τελευταίας για εικονική απόλυση και συνέχιση της εργασίας του ως ανασφάλιστος, ενέργειες οι οποίες ήταν απολύτως σύννομες από πλευράς του ενάγοντος, αλλά ουδόλως αρεστές στην εναγομένη-εργοδότριά του, η οποία για το λόγο αυτό προέβη στην απόλυσή του, προκειμένου να απαλλαγεί οριστικά από αυτόν, ο οποίος ως εργαζόμενος απέκρουσε την αντισυμβατική και μη σύννομη συμπεριφορά της».
Το Ανώτατο Πολιτικό Δικαστήριο απέρριψε παράλληλα τον εργοδοτικό ισχυρισμό ότι η απόλυση έγινε για οικονομικοτεχνικούς λόγους (δηλαδή λόγω αναδιοργάνωσης της επιχείρησης κάτι που καθιστά αναγκαία τη μείωση του προσωπικού) και αυτό αποδεχόταν να συνεχίσει να εργάζεται χωρίς ασφάλιση, δεν μείωσε τον αριθμό του προσωπικού που απασχολούσε και ήταν κερδοφόρα επιχείρηση, αφού το έτος εκείνο (2011) είχε κέρδη ύψους 59,460 ευρώ. Μάλιστα, οι αρεοπαγίτες χαρακτηρίζουν «προσχηματικό» τον ισχυρισμό ότι η απόλυση έγινε για οικονομικοτεχνικούς λόγους καθώς «υποκρύπτει την πραγματική της βούληση, που ήταν να απαλλαγεί από τον εργαζόμενό της αυτό, που διεκδικούσε τα εργασιακά και ασφαλιστικά του δικαιώματα».
Τέλος, οι αρεοπαγίτες απέρριψαν ως αβάσιμους και αόριστους όλους τους ισχυρισμούς της εργοδότριας εταιρείας, επικύρωσαν την εφετειακή απόφαση που είχε και πάλι δικαιώσει τον εργαζόμενο και επιδίκασαν το ποσό των 41.556 ευρώ.