Ο σπουδαίος μουσικοσυνθέτης γράφει για τη μουσική, την ποίηση αλλά και τον αυστηρό δάσκαλο του Ωδείου που αναγκάστηκε να αλλάξει...
Ακολουθεί απόσπασμα: «Στην αρχή εγκαταστάθηκε εντός μου η κλασσική μουσική. Ο Μπαχ, ο Μπετόβεν, ο Μότσαρτ. Παίζοντας τους στο πιάνο 10-12 ετών ταξίδευα στους δρόμους της πόλης μου, της Πάτρας, στις στοές της, στα νεοκλασικά της, αλλά έφευγα και πέραν αυτής. Σε πόλεις και εποχές παλιές που δεν ήξερα. Αυτοσχεδίαζα στο πιάνο με τις ώρες. Ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, το τραγούδι δηλαδή. Δεύτερο αγκωνάρι εντός μου. Χρωστάω και σε αυτούς ταξίδια αλλά και πόνους αφόρητους.
Ο αυστηρός δάσκαλος του Ωδείου εξασκείτο με τον χάρακα στα δάχτυλα μου για να πάψω να τους παίζω στο πιάνο. Δεν σταμάτησα να τους παίζω. Άλλαξα δάσκαλο. Τέλος, στο Πανεπιστήμιο ανακάλυψα νέους μουσικούς κόσμους. Η μεταπολιτική Avant garde μουσική, νέοι ήχοι, νέες θεωρίες, έγινε η καθημερινότητα μου. Καινούργια ταξίδια, νέα όνειρα, άγνωστοι τόποι. Από την αρχή, όμως, που συνέβαιναν όλα αυτά, μπήκαν στη ζωή μου και οι ποιητές. Ηθικός αυτουργός ο πατέρας μου, που κρατώντας με στην αγκαλιά του, από τα 5 μου χρόνια, μου διάβαζε ποιήματα σχεδόν κάθε βράδυ.
Από τότε θυμάμαι απ’ έξω όλα τα ποιήματα του Καρυωτάκη, Αλλά και Καβάφη και Ρίτσο και όλους σχεδόν τους ελάσσονες ποιητές που δεν είναι όσο ελάσσονες τους είπαν. Κάποιες φορές θυμάμαι έπιανα τον εαυτό μου να μιλάει με στίχους. Αλλά μην σας παρασύρω σε κάποια εξιδανίκευση του εαυτού μου. Φυσιολογικό παιδί ήμουνα. Με τα παιχνίδια μου μικρός, με τον αθλητισμό και τους έρωτες μου έφηβος, με τις διαδηλώσεις στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου και στο Πανεπιστήμιο. Διάβαζα με πάθος Ιστορία και συναντήθηκα με τη διαχρονική και οριστική αγάπη μου, τον Κάρολο Μαρξ».