Το μεγαλύτερο μονότοξο Γεφύρι των Βαλκανίων
Το Γεφύρι της Πλάκας στα Τζουμέρκα της Ηπείρου ήταν το μεγαλύτερο μονότοξο των Βαλκανίων και το 2015 καταρρέει. Και αυτή δεν ήταν η πρώτη, αλλά η τρίτη φορά που κατέρρεε. Είχε πέσει το 1860 και το 1863. Για την κατασκευή του το 1866 χρησιμοποιήθηκαν μεταξύ των άλλων ασπράδια από 20.000 αυγά!
Σήμερα το Γεφύρι στέκει ξανά όρθιο. Δεν έχει ολοκληρωθεί πλήρως και παραμένει καλουπωμένο. Το ξεκαλούπωμα του έργου υπολογίζεται να γίνει κατά τη διάρκεια των Αλκυονίδων του Γενάρη καθώς χρειάζονται ημέρες καλοκαιρίας.
Ο εκπρόσωπος της Νήρικος Τεχνική, επικεφαλής και εργοταξιάρχης, κ. Αλέκος Παπακωστόπουλος, μίλησε στο LIFO.gr από τα Τζουμέρκα, όπου εξακολουθεί να βρίσκεται, μέχρι να τοποθετηθεί στο γεφύρι και η τελευταία πέτρα. «Το έργο έχει ολοκληρωθεί κατά 98-99%, απομένει μόνο το μισό καλντερίμι και τα μισά στηθαία» μας λέει. Στην ερώτηση γιατί εξακολουθεί να βρίσκεται εκεί, εξηγεί ότι σε τόσο δύσκολα έργα χρειάζεται κεντρική κατεύθυνση και συντονισμός, αλλιώς υπάρχουν οξύνσεις. «Όταν πρόκειται για μνημεία, κάθε λάθος είναι μη αναστρέψιμο» τονίζει.
«Το έργο ήταν δύσκολο εξαιτίας του νερού, καθώς ο Άραχθος είναι ορμητικός. Ψηλότερα υπάρχει υδροηλεκτρικό φράγμα αυτοματοποιημένο, που ανοίγει ανάλογα με τις ανάγκες για ρεύμα. Το μόνο που μπορούσε να γίνει είναι να ενημερώνεται 8 ώρες πριν το συνεργείο ότι το φράγμα πρόκειται να ανοίξει. Οι ποσότητες νερού ποικίλλουν. Ξαφνικά, μπορεί να ανέβει η στάθμη μισό μέτρο ή 80 εκατοστά μέσα σε δέκα λεπτά, σαν παλίρροια» εξηγεί ο κ. Παπακωστόπουλος. Εκ των πραγμάτων, το συνεργείο βρισκόταν εκεί 24 ώρες το εικοσιτετράωρο. Η σύμβαση, αν και έπρεπε να υπογραφεί τον Μάιο του 2018, ώστε να εκμεταλλευτεί το συνεργείο όλο το καλοκαίρι, καθυστέρησε λόγω γραφειοκρατίας. «Η αναστήλωση του γεφυριού, τελικά, υπήρξε άθλος λόγω της γραφειοκρατίας. Το γεφύρι υπάγεται στο υπουργείο Πολιτισμού, το οποίο έχει την υψηλή εποπτεία, επειδή πρόκειται για διατηρητέο μνημείο από το 1972. Εμπλέκεται, επίσης, το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών και την επίβλεψη έχει αναλάβει η ΕΥΔΕ Πάτρας. Στο έργο συνέβαλε ουσιαστικά η επιστημονική ομάδα του ΕΜΠ, ενώ συμμετείχαν η Διεύθυνση Νεότερων Μνημείων Ιωαννίνων, το Τεχνικό Επιμελητήριο και ο Δήμος Τζουμέρκων».
Η σύμβαση εν τέλει υπογράφηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 2018 και η ομάδα, που απαρτιζόταν από τα συνεργεία των εταιρειών και μάστορες της περιοχής, δεν γνώριζε αν θα μπορέσει να δουλέψει ή αν θα τους προλάβει ο χειμώνας. Βασικό στάδιο ήταν η κατασκευή σταθερού καλουπιού πάνω στο οποίο θα στερεωνόταν η λιθοδομή. Η δυσκολία ήταν ότι θα έπρεπε να παραμείνει και τον χειμώνα, αντιμετωπίζοντας αντίξοες καιρικές συνθήκες. Η πιο ουσιαστική δουλειά έγινε μέχρι τις 17 Δεκεμβρίου 2018. Μέσα σε τρεις μήνες τοποθετήθηκαν 70 πάσσαλοι μέσα στην κοίτη του ποταμού, σε βάθος 12 μέτρων. Για να επιτευχθεί αυτό έγινε δυο φορές εκτροπή της κοίτης με μπαζώματα. Δένοντας μεταξύ τους τους πασσάλους έφτιαξαν τρία κουτιά από μπετόν, πάνω στα οποία τοποθετήθηκε σταθερή σιδηροκατασκευή μήκους 9 μέτρων και βάρους 350 τόνων, η οποία θα άντεχε οποιαδήποτε στάθμη του νερού και πάνω της θα καθόταν το καλούπι.
Οι εργασίες ξεκίνησαν και πάλι στις 15 Μαΐου 2019, όταν έπεσαν τα νερά του ποταμού, οπότε και άρχισαν να μπαίνουν οι πρώτες πέτρες στη βάση του ανατολικού μεσόβαθρου. Στην ερώτηση αν χρησιμοποιήθηκε το αυθεντικό υλικό, ο αρχιτέκτονας απαντά πως αυτό συνέβη με ένα μικρό μέρος του, ενώ διατηρήθηκε το δυτικό βάθρο ως είχε, καθώς κι ένα μικρό κομμάτι από το ανατολικό. Μεγάλα λιθοσυντρίμματα που ανασύρθηκαν από την Περιφέρεια, υπάρχει η σκέψη να εκτεθούν στο μέλλον. Για την αναστύλωση επιλέχθηκε ψαμμίτης από τη γειτονική Δαφνούλα, μια σκληρή και βαριά πέτρα. Αυτός ήταν και ο λόγος που υπήρξαν δυσκολίες στην επεξεργασία της, αφού το πελέκημα έγινε με τον πατροπαράδοτο τρόπο και χρησιμοποιήθηκαν παραδοσιακά εργαλεία – βαριά, καλέμι, ματρακάς, τσόκια, χτένια, κόφτες κ.λπ. Εκτός από τη χρήση μηχανικών μέσων η οποία απαγορευόταν, το κονίαμα δεν περιείχε χημικά αλλά αποτελούνταν από υδραυλική άσβεστο, χαλαζιακή άμμο και πουζολάνη (τριμμένη ελαφρόπετρα σε μορφή πούδρας).
Το αποτέλεσμα είναι το νέο γεφύρι να μην έχει μόνο τη μορφή του παλιού αλλά και τα υλικά του να είναι παρόμοια με τα φυσικά υλικά που χρησιμοποίησε ο αρχιμάστορας Κώστας Μπέκας και το «μπουλούκι» του, το 1866. Κύριος χορηγός του έργου τότε ήταν ο τραπεζίτης των Ιωαννίνων Ιωάννης Ζ. Λούλης, που καταγόταν από την Αετορράχη (Κοτόρτσι) των Κατσανοχωρίων. Ο απόγονός του, επιχειρηματίας Νίκος Λούλης, ήταν εκείνος που χρηματοδότησε τις μελέτες του ΕΜΠ για την αναστήλωση του ιστορικού γεφυριού. Το ξεκαλούπωμα του έργου υπολογίζεται να γίνει κατά τη διάρκεια των Αλκυονίδων του Γενάρη, καθώς χρειάζονται δέκα μέρες καλοκαιρίας.
Η σιδηροκατασκευή θα βγει τον Ιούνιο, όταν θα πέσει η στάθμη του ποταμού, ενώ τα συνεργεία έχουν τοποθετήσει αισθητήρες κάτω από το καλντερίμι που για 5-10 χρόνια θα δείχνουν οποιαδήποτε μικρομετακίνηση υπάρχει. Αξίζει να σημειωθεί ότι η κατάρρευση του γεφυριού θα είχε αποφευχθεί αν είχαν γίνει εγκαίρως οι απαραίτητες επεμβάσεις, καθώς ο όγκος του νερού δεν ήταν η μόνη αιτία που έπεσε. Το ανατολικό βάθρο ήταν σαθρό, μια και δεν προστατευόταν από πτερυγότοιχο όπως το δυτικό. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι με τα χρόνια άλλαξε η πορεία του νερού λόγω μικροκατολισθήσεων και το ανατολικό βάθρο άρχισε να δέχεται μεγαλύτερα φορτία νερού απ΄ό,τι όταν σχεδιάστηκε. Επιπλέον, στη βάση του δυτικού βάθρου είχε φυτρώσει ένας πλάτανος.
Η ιστορία του Γεφυριού
Το ηπειρώτικο τοξωτό Γεφύρι της Πλάκας, ήταν το μεγαλύτερο των Βαλκανίων και ανακηρυγμένο διατηρητέο μνημείο από το 1972. Επίσης θεωρείτο το τρίτο μεγαλύτερο στην Ευρώπη.Το γεφύρι έχει καταρρεύσει συνολικά τρεις φορές! Το 1860, το 1863 και το 2015, την τελευταία φορά, έπειτα από βροχόπτωση. Για την κατασκευή του το 1866 χρησιμοποιήθηκαν μεταξύ των άλλων ασπράδια από 20.000 αυγά. Κόστισε 180.000 γρόσια και χρειάστηκαν μόλις τρεις μήνες για να γίνει
Στο σημείο όπου χτίστηκε το γεφύρι της Πλάκας υπήρχε μια παλαιά γέφυρα η οποία καταστράφηκε το 1860. Το 1863 ξαναχτίστηκε από την αρχή από το μάστορα Γιωργή από την Κόνιτσα με χορηγία του επιχειρηματία Γιάννη Λούλη.
Η γέφυρα αυτή γκρεμίστηκε σχεδόν την ημέρα των εγκαινίων της. Το 1866 ξαναχτίστηκε με κτίστη τον Κωνσταντίνο Μπέκα από τα Πράμαντα, έπειτα από εντολή του Οθωμανού Σουλτάνου Αμπντούλ Αζίζ. Το κόστος του χτισίματος έφτασε τα 180.000 οθωμανικά γρόσια. Το ποσό καλύφθηκε και πάλι από το Λούλη και από συνδρομές κατοίκων από τις γύρω κοινότητες.
Για το χτίσιμο του γεφυριού υπάρχει η παράδοση ότι στέριωσαν άνθρωπο στα θεμέλιά του. Άλλοι ισχυρίζονταν ότι έβαλαν έναν Τούρκο κι άλλοι μια επιληπτική κοπέλα από το χωριό Μονολίθι.
Στις 3 Φεβρουαρίου 1878, κατά τη διάρκεια της εξέγερσης ενάντια στους Οθωμανούς, Ελληνικά στρατεύματα, υπό των εντολών του Κωνσταντίνου Κοττίκα, επικράτησαν της Τουρκικής Φρουράς της γέφυρας, και τους εξανάγκασαν σε συνθηκολόγηση.
Τη δεκαετία του 1880 ο ποταμός Άραχθος ήταν το σύνορο της Ελλάδας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη συγκεκριμένη περίοδο σταμάτησε να χρησιμοποιείται. Μετά το 1928 πραγματοποιήθηκαν διάφορες απόπειρες συντήρησης και παράλληλα δημιουργήθηκε νέος δρόμος που συνέδεε τις κοινότητες.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η γέφυρα βομβαρδίστηκε από τις Γερμανικές δυνάμες. Παρ' αυτά η γέφυρα άντεξε με μόνο ελαφριές ζημιές. Οι ντόπιοι την επισκεύασαν με τσιμέντο το 1943.
Στις 4 Φλεβάρη 1944, στο τελωνείο δίπλα στο γεφύρι, υπογράφεται η περίφημη συνθήκη ανακωχής ανάμεσα στις αντιπροσωπείες του ΕΔΕΣ και του ΕΑΜ
Τα τελευταία χρόνια η γέφυρα λειτουργούσε ως αξιοθέατο της περιοχής.
Πηγές: Lifo.gr - Wikipedia - Petrinagefiria.com - TheBest.gr