Το προσωπικό έχει προχωρήσει στις απαραίτητες εξετάσεις και περιμένει τα αποτελέσματα
Το προσωπικό που μετείχε στον τοκετό γυναίκας που έπασχε από σύφιλη, αλλά δεν είχε διαγνωσθεί, έχει προχωρήσει στις απαραίτητες εξετάσεις και περιμένει τα αποτελέσματα.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με πληροφορίες, η επίτοκος, που είναι ρομά, πήγε στις 24 Δεκεμβρίου στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας, στην Μαιευτική Κλινική, προκειμένου να γεννήσει το 5ο παιδί της.
Οι γιατροί στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας έκριναν ότι η γυναίκα η διαδικασία του τοκετού είχε προχωρήσει πολύ και δεν υπήρχε χρόνος για εξετάσεις πριν μπει στο χειτουργείο όπου και γέννησε με καισαρική τομή.
Μετά από μια εβδομάδα, και αφού το νεογέννητο βρισκόταν στην θερμοκοιτίδα, οι εξετάσεις του έδειξαν ότι είχε προσβληθεί από συγγενή σύφιλη και οι γιατροί αντιλήφθηκαν ότι ο ιός προερχόταν από την μητέρα.
Αμέσως σήμανε συναγερμός στην Μαιευτική του Κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου και το εμπλεκόμενο επιστημονικό προσωπικό προχωρησε σε εξετάσεις, ωστε να διαπιστωθεί εάν κάποιος άλλος έχει κολλήσει από την μητέρα ή το βρέφος το επικίνδυνο νόσημα.
Αξίζει να σημειωθεί πως η πολύτεκνη μητέρα, είχε γεννήσει στο Κρατικό Νοσοκομείο της Λάρισας τα άλλα τέσσερα παιδιά της και εκεί γνώριζαν ότι ήταν εκτεθειμένη στο νόσημα, αλλά δεν το ανέφερε στο προσωπικό του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου.
Αυτό που πρέπει να απασχολήσει περισσότερο είναι το γεγονός πως δεν τηρηθηκαν τα πρωτόκολλα ασφαλείας για την συγκεκριμένη περίπτωση της επιτόκου, αλλά και πως μετά την καισαρική οι γιατροί δεν της έκαναν πάλι εξετάσεις.
Ο πανικός, που δικαίως κατέλαβε το προσωπικό το οποίο ενεπλάκη στον τοκετό, έγινε ακόμα μεγαλύτερος από τη στιγμή που το ίδιο το νοσοκομείο αδυνατεί να παράσχει τις απαιτούμενες εξετάσεις στο προσωπικό, λόγω απουσίας αντιδραστηρίων, προκειμένου να διαπιστωθεί αν έχουν μολυνθεί.
Ο Μιχάλης Γιαννάκος, πρόεδρος της ΠΟΕΔΗΝ, τόνισε άλλη μια φορά, την επικινδυνότητα του νοσηλευτικού επαγγέλματος και του οτι δεν υπάρχει καμία μέριμνα για την αντιμετώπιση και την πρόληψη των επαγγελματικών κινδύνων, ενώ θα έπρεπε το νοσηλευτικό προσωπικό των νοσοκομείων να έχει ενταχθεί ήδη στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα.