Τι εξετάζουν οι ειδικοί για τα χαρακτηριστικά του ιού που καθιστούν πιθανότερο νέα άτομα να νοσήσουν και μάλιστα σοβαρά - Πώς λειτουργεί ο επιφανειοδραστικός παράγοντας των πνευμόνων
«Είναι ένας ιός που δεν έχουμε ανοσία. Άρα μπορεί να νοσήσουμε όλοι. Και νέοι νοσούν», υπενθύμισε κατά τη χθεσινή τακτική ενημέρωση ο εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας για τον νέο κορωνοϊό, καθηγητής Λοιμωξιολογίας, Σωτήρης Τσιόδρας.
Καθώς η επέλαση του SARS-CoV-2 συνεχίζεται με το επίκεντρο πια να έχει μεταφερθεί στις ΗΠΑ και την Ευρώπη να προσπαθεί να περιορίσει τις ανθρώπινες απώλειες και τη διασπορά του ιού στην κοινότητα, η εικόνα γίνεται πιο ξεκάθαρη: ο κορωνοϊός, όπως έχει κατ’ επανάληψη πει ο κ. Τσιόδρας, δεν γνωρίζει σύνορα και δεν κάνει διακρίσεις. Κανείς δεν έχει ανοσία. Μικρά παιδιά και νέοι συνάνθρωποί μας συγκαταλέγονται μεταξύ των θυμάτων.
«Στην Ελλάδα στο σύνολο των κρουσμάτων στα οποία έχουμε πληροφορία, το 45% της νόσου έχει καταγραφεί μεταξύ των ηλικιών 40 και 64 ετών, ένα 31% της νόσου έχει καταγραφεί σε ηλικίες 18 έως 39 ετών, ενώ στις μικρές ηλικίες, στα παιδιά, μόλις το 2,8% της νόσου, 47 κρούσματα έχουν καταγραφεί», είπε ο κ. Τσιόδρας προσθέτοντας ότι είναι «πιο δύσκολο να εξηγηθεί είναι οι σπάνιοι θάνατοι σε αυτές τις νέες ηλικίες».
Η παθογένεια της νόσου COVID-19
Αν και ο κορωνοϊός είναι ένας νέος ιός και η επιστημονική κοινότητα δεν έχει ακόμα καταλήξει σε σαφή συμπεράσματα, τα έως τώρα διαθέσιμα δεδομένα επιτρέπουν να αναδειχθούν κάποια στοιχεία για την παθογένεια της COVID-19.
Όπως ανέφερε χθες και ο κ. Τσιόδρας, από πολύ πρόσφατες επιστημονικές δημοσιεύσεις, πέραν της ηλικίας, πέραν των υποκείμενων νοσημάτων, υπάρχουν και κάποια άλλα χαρακτηριστικά που καθιστούν πιθανότερο νέα άτομα να νοσήσουν και μάλιστα σοβαρά.
Οι ερευνητές εξετάζουν το ενδεχόμενο κάποια συγκεκριμένα γονίδια, να παίζουν ρόλο στην έκβαση της νόσου. Δηλαδή, όπως είπε ο καθηγητής Λοιμωξιολογίας «που καθορίζουν ποιος θα πάει ή δεν θα πάει καλά, όπως το γονίδιο του υποδοχέα που χρησιμοποιεί ο ιός για να μας επιτεθεί. Της ‘πόρτας’, δηλαδή, για να μπει στον οργανισμό μας».
Σε άρθρο που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο περιοδικό Science, ο καθηγητής Ανοσολογία από το Εθνικό Ινστιτούτο Αλλεργιολογίας και Μολυσματικών Νόσων των ΗΠΑ, Δρ. Philip Murphy εξηγεί ότι υπάρχει πιθανότητα μια γενετική μετάλλαξη στο γονίδιο του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης 2 (ACE2) να παίζει ρόλο στην παθογένεια της νόσου.
Το ACE2 είναι ένα ένζυμο που προσκολλάται στην εξωτερική επιφάνεια των κυττάρων των πνευμόνων αλλά και της καρδιάς. Και σύμφωνα με τον Δρ. Murphy «οι μεταλλάξεις στο γονίδιο ACE2 μπορεί να τροποποιούν τον υποδοχέα και έτσι να είναι πιο εύκολο ή πιο δύσκολο για να εισέλθει στα κύτταρα των πνευμόνων».
Επίσης, υπάρχει μια ουσία που παράγει ο ανθρώπινος οργανισμός και βοηθάει τον πνεύμονα να εκπτύσσεται και να συσπάται. Πρόκειται για τον «επιφανειοδραστικό παράγοντα» και που ίσως σε ορισμένους ασθενείς να εξαντλείται γρήγορα με αποτέλεσμα να επιδεινώνεται η πνευμονική λειτουργία τους ακόμα και όταν βρίσκονται υπό μηχανική υποστήριξη της αναπνοής.
Ο επιφανειοδραστικός παράγοντας των πνευμόνων είναι ένα μίγμα ουσιών, κυρίως φωσφολιπιδίων και ειδικών πρωτεϊνών, που επικαλύπτουν την εσωτερική επιφάνεια των κυψελίδων και είναι σε θέση να μειώσουν την επιφανειακή τάση των πνευμόνων.
Στο «στόχαστρο» των επιστημόνων βρίσκεται και ο τρόπος λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος όταν έρχεται αντιμέτωπο με βακτήρια και ιούς. Όπως έχει παρατηρηθεί, σε ορισμένους νέους και υγιείς ανθρώπους ένας υπερ-δραστήριο ανοσοποιητικό σύστημα μπορεί να οδηγήσει σε μια εκτεταμένη φλεγμονώδη «καταιγίδα» που κατακλύζει τους πνεύμονες αλλά και άλλα όργανα του ανθρώπινου σώματος. «Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι ένα ηλικιωμένο ή εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα που είναι το πρόβλημα, είναι αυτό που λειτουργεί πολύ καλά», εξήγησε ο κ. Σωτήρης Τσιόδρας.
Μάλιστα, υπάρχουν κλινικά δεδομένα που επιβεβαιώνουν τον παραπάνω ισχυρισμό καθώς έχει διαπιστωθεί ότι η χορήγηση στεροειδών, που καταστέλλουν το ανοσοποιητικό σύστημα, φαίνεται να είναι ωφέλιμη για κάποιους ασθενείς.
Αλλά ο κ. Τσιόδρας προσέθεσε και μια άλλη εξήγηση στο γιατί η νόσος COVID-19 μας αφορά όλους, ακόμα και τους νέους και τα παιδιά. «Κάτι άλλο που μπορεί να γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι νέοι άνθρωποι, επειδή φοβούνται λιγότερο, δεν παίρνουν τα μέτρα προφύλαξης και εκτίθενται σε υψηλότερες ποσότητες του ιού στο περιβάλλον τους», είπε και υπενθύμισε ότι «η οδηγία παραμένει η ίδια. Αν ελαττώσουμε την πιθανή έκθεση στον ιό στο ελάχιστο αυτή την περίοδο, αν μείνουμε σπίτι, αν τηρήσουμε καλή υγιεινή των χεριών, είναι πολύ πιθανότερο να πάμε καλά».