Σημαντική πτώση καταγράφεται στα αιτήματα για βοήθεια που φτάνουν στις υπηρεσίες του ΚΕΘΕΑ, είτε πρόκειται για τις νόμιμες εξαρτήσεις, δηλαδή το αλκοόλ, τον τζόγο, τη χρήση ψηφιακών μέσων, είτε για παράνομες. Τα στελέχη του ωστόσο δεν είναι αισιόδοξα ως προς την ερμηνεία αυτής της μείωσης.
«Αυτή τη στιγμή μπορούμε να αξιολογήσουμε την κατάσταση μόνο από τις τηλεφωνικές γραμμές στήριξης» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Ελένη Βοτίκα, υπεύθυνη των προγραμμάτων απεξάρτησης από το αλκοόλ και τον τζόγο. «Κατ’ αρχάς, η κοινωνία γνωρίζει ότι οι υπηρεσίες λειτουργούν με περιορισμούς οπότε η απόφαση παίρνει αναβολή. Αλλά, επίσης, είναι σύνηθες οι άνθρωποι που είναι εξαρτημένοι να δημιουργούν άλλοθι για να συνεχίσουν: “αφού τα πράγματα είναι τόσο δύσκολα τώρα, δεν είναι καιρός για να κάνω κάτι”».
Μια ακόμα εξήγηση είναι ότι πολλές φορές το αίτημα για βοήθεια έρχεται υπό την πίεση ενός εξωτερικού κινήτρου, για παράδειγμα, της οικογένειας ή ενός επικείμενου δικαστηρίου. «Μέσα στην συνθήκη που ζούμε, οι προτεραιότητες έχουν αλλάξει. Έχουν αναβληθεί κάποια προβλήματα και έχουν αναδυθεί άλλα, πιο επείγοντα, που μπορεί για παράδειγμα να σχετίζονται με την εργασία» συμπληρώνει η κ. Βοτίκα.
«Η μείωση που διαπιστώνουμε δεν πρέπει να θεωρηθεί ενδεικτική. Θεωρώ σίγουρο ότι η κατάσταση που βιώνουμε εν τέλει θα προκαλέσει στον γενικό πληθυσμό αύξηση της χρήσης ουσιών οι οποίες αλλοιώνουν την συνείδηση, είτε πρόκειται για φάρμακα που με νόμιμο τρόπο βρίσκονται στο σπίτι, είτε όχι» τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Τάκης Χαλδαίος, υπεύθυνος του προγράμματος Διάβαση για την απεξάρτηση από παράνομες ουσίες.
«Η αύξηση του άγχους, η αύξηση των συγκρούσεων, της ανεργίας και τα οικονομικά προβλήματα, σε συνδυασμό με τον εγκλεισμό σε χώρους περιορισμένους -που έχει βέβαια σημασία πού ζει ο καθένας, με πόσους συγκατοικεί- είναι επιβαρυντικοί παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν στην εξάρτηση. Χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή στην ευκολία με την οποία καταφεύγουμε στις ουσίες που είναι ήδη μέσα στο σπίτι» υπογραμμίζει ο ίδιος.
Ως προς τη χρήση του διαδικτύου και άλλων ψηφιακών εφαρμογών, όπως online παιχνίδια, ο κίνδυνος είναι επίσης ορατός. «Το ζητούμενο είναι οι γονείς να μην επαναπαυτούν ότι αφού το παιδί είναι κλεισμένο μέσα στο σπίτι, όλα βαίνουν καλώς. Ιδίως στην περίπτωση παιδιών που ασχολούνταν ανέκαθεν παραπάνω με το διαδίκτυο ή με το gaming υπάρχει το ενδεχόμενο τώρα να κάνουν ένα μακροβούτι και να μπουν στα πολύ βαθιά, δεδομένου ότι πλέον υπάρχει η νομιμοποίηση ότι “δεν έχω κάτι άλλο να κάνω, άρα μπορώ να παίζω όλη μέρα”» σχολιάζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Αχιλλέας Ρούσσος, υπεύθυνος των υπηρεσιών πρόληψης και έγκαιρης παρέμβασης για έφηβους και της οικογένειες τους.
Ωστόσο, δεν χρειάζεται δαιμονοποίηση, αφού τόσο για τους ανήλικους, όσο για τους ενήλικες, απαιτείται πάντα μια συνολική αξιολόγηση της εικόνας. Σύμφωνα με τον κ. Ρούσσο «το κρίσιμο σημάδι είναι εάν μέσα από τη χρήση του υπολογιστή το παιδί διατηρεί την κοινωνικότητα του ή αν παραβλέπει αυτή τη δυνατότητα και παραμένει εγκλωβισμένο π.χ. σε ένα παιχνίδι. Αυτή τη στιγμή το διαδίκτυο είναι αναπνευστήρας.
Θα είναι εγκληματικό να απομονώνουμε ένα υγιές παιδί». Αντίστοιχα, για το αλκοόλ και τον τζόγο η κ. Βοτίκα εξηγεί ότι «προφανώς δε θα οδηγηθούν όλοι στην εξάρτηση. Οι άνθρωποι όμως που είναι ευάλωτοι στην εξάρτηση, που πληρούν ήδη ας πούμε τις προϋποθέσεις, βρίσκονται τώρα εγκλωβισμένοι σε μια πάρα πολύ δύσκολη συνθήκη».
Στην πρωτόγνωρη κατάσταση της καραντίνας, τα στελέχη του ΚΕΘΕΑ αναγνωρίζουν τον κίνδυνο αλλά και την ευκαιρία. «Ένας θεραπευόμενος μας μου έστειλε ένα αστείο από αυτά που κυκλοφορούν: “Λόγω των περιορισμών εχθές αναγκάστηκα να κάτσω σπίτι. Γνώρισα τους γονείς μου. Καλοί άνθρωποι που φαίνονται”. Είναι χαρακτηριστικό γιατί ουσιαστικά αποτυπώνει το πώς ξαναγνωριζόμαστε» λέει ο κ. Ρούσσος. Το ζευγάρι ή η οικογένεια θα πρέπει να επιδιώξει να αναπτύξει κοινές δραστηριότητες: βλέπουμε μια ταινία μαζί, μαγειρεύουμε, ανταλλάζουμε βιβλία και συζητάμε, παίζουμε ένα παιχνίδι, συνηγορούν τα στελέχη του ΚΕΘΕΑ.
Η ενεργοποίηση των κοινωνικών μας δικτύων είναι κλειδί για την επιβίωση μέσα στην υποχρεωτική αποξένωση της περιόδου. «Οι περισσότεροι άνθρωποι διαθέτουν ένα κοινωνικό δίκτυο γύρω τους, μια οικογένεια ας πούμε. Το πρώτο βήμα είναι να συζητήσουμε μαζί τους, υπό την σημαντική προϋπόθεση ότι οι σχέσεις είναι υποστηρικτικές. Μετά υπάρχουν τα ευρύτερα κοινωνικά δίκτυα, οι φίλοι, οι γνωστοί, η εργασία.
Εάν όλα αυτά δεν βοηθούν στο να νιώσει ένας άνθρωπος καλύτερα, προκειμένου να αποφύγει να καταφύγει σε κάποια ουσία ή στο αλκοόλ, η επόμενη κίνηση είναι οι γραμμές υποστήριξης, όπως το 10306 και φυσικά οι γραμμές του ΚΕΘΕΑ ως προς την εξάρτηση» υπογραμμίζει ο κ. Χαλδαίος. «Ο στόχος είναι να μην κουκουλώνουμε τη μοναξιά κάτω από το διαδίκτυο και την συνεχή παρακολούθηση διαφόρων θεμάτων» συμπληρώνει από τη δική του σκοπιά ο κ. Ρούσσος, «οτιδήποτε στη ζωή μας κυριαρχεί αποκλειστικά αυτό είναι επικίνδυνο. Χρειάζεται εναλλαγή, χρειάζεται σφαιρικότητα».
Τα τελευταία χρόνια, έτσι κι αλλιώς, υπάρχει μια σταθερή άνοδος στην εξάρτηση τόσο από τον τζόγο, όσο και από το αλκοόλ, όπως διαπιστώνει η κ. Βοτίκα. Αναφορικά με τις διαφημίσεις στην τηλεόραση εν μέσω καραντίνας για διαδικτυακές υπηρεσίες τζόγου η ίδια λέει: «Οι άνθρωποι που βρίσκονται ήδη σε θεραπεία, που παλεύουν, μας το λένε: τους δημιουργεί πάρα πολύ θυμό. Είναι βέβαια και ερέθισμα, αλλά εκεί πλέον υπάρχει η προσωπική ευθύνη του ατόμου, να καταφέρει να μην ενδώσει». «Από τη στιγμή που οι σημαντικοί άλλοι γύρω μας διαπιστώσουν ότι κάτι έχει αλλάξει, ότι κάτι δεν πάει καλά, πρέπει κατ’ αρχάς να αναζητήσουν βοήθεια, να συζητήσουν γι αυτό.
Δεν είναι εύκολο ούτε για την οικογένεια και τους φίλους να αποδεχτούν ότι υπάρχει πρόβλημα. Αλλά αφότου το δουν, χρειάζεται ψυχραιμία και να ζητήσουν καθοδήγηση ώστε να μπορέσουν να βοηθήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον άνθρωπό τους. Ακόμα και σε αυτή την κατάσταση της καραντίνας οι άνθρωποι μπορούν να μας βρουν. Μπορούν να βρουν βοήθεια στο ΚΕΘΕΑ» καταλήγει η κ. Βοτίκα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ