Η έφοδος της Αστυνομίας στο σπίτι της, γιατί είπε ότι κυκλοφορούσε με την περούκα στην τσάντα της - Εξακολουθεί να είναι αρνητική ακόμη και με τον δικηγόρο της
Τα πρώτα λόγια και η περούκα
Την Τρίτη αναμένεται να απολογηθεί και από εκεί και πέρα η δικαιοσύνη θα αποφανθεί αν θα προφυλακιστεί. Φως στις έρευνες των Αρχών που συνεχίζουν αμείωτες, βάζει η μαρτυρία ενός γείτονα της Ιωάννας, ο οποίος σύμφωνα με την κατάθεσή του, ανέφερε ότι είχε δει κάτω από το σπίτι του μια μαυροφορεμένη γυναίκα τέσσερις φορές πριν την επίθεση με το βιτριόλι.
Πιο συγκεκριμένα, η πρώτη φορά που είδε τη γυναίκα ήταν στις 22 Ιανουαρίου. Ακολούθησαν οι... επισκέψεις της γυναίκας αυτής στη γειτονιά της Ιωάννας στις 24 και στις 27 Ιανουαρίου και στις αρχές Φεβρουαρίου.
Μάλιστα, ο μάρτυρας αναφέρει χαρακτηριστικά ότι κατά την τρίτη φορά που είδαν τη γυναίκα στη γειτονιά, η σύζυγός του, του είπε πως «κρατούσε στο χέρι μια πλαστική σακούλα, η οποία της έμοιαζε σαν νοσοκομειακός ορός».
Αναλυτικά η κατάθεση:
Ο μάρτυρας καταθέτει: «Στις 22 Ιανουαρίου στις 22:00 εκείνο το βράδυ μπήκε ο γιος μου στο σπίτι επιστρέφοντας από το φροντιστήριο ξένων γλωσσών και μου είπε τρομαγμένος ότι, μπροστά από την πολυκατοικία, κρυβόταν ένα άτομο, το οποίο φορούσε μαύρα ρούχα και μαύρο σκούφο και το πρόσωπό του ήταν καλυμμένο με κασκόλ. Επίσης μου είπε ότι το ίδιο άτομο, βρισκόταν στο ίδιο σημείο και στις 19:45 της ίδιας μέρας όταν έφευγε για το φροντιστήριο. Αμέσως βγήκα στο μπαλκόνι και είδα αυτό το άτομο να έχει περάσει μέσα από την πρασιά της εισόδου της πολυκατοικίας, κρατώντας αναμμένο φακό στο χέρι και το ρώτησα αυστηρά ‘Ψάχνετε κάτι;’. Τότε έφυγε με ταχύ βήμα προς την οδό Χρ. Σμύρνης.
Μετά από δύο ημέρες, στις 24/1/2020, πάλι ήρθε ο γιος μου και μου είπε ότι ήταν κάτω το ίδιο άτομο. Μέχρι να βγω στο μπαλκόνι είχε εξαφανιστεί.
Στις 27/1/2020, περί την 20:30, ενώ βρισκόμουν εκτός της οικίας μου, με κάλεσε η σύζυγός μου και μου είπε ότι είδε από το μπαλκόνι μας, το ίδιο άτομο να περπατά επί της οδού Πλάτωνος, από την οδό Θερμοπυλών μέχρι την οδό Κοραή κρατώντας στο χέρι μια πλαστική σακούλα, η οποία της έμοιαζε σαν νοσοκομειακός ορός. Επίσης μου είπε ότι από τη σωματοδομή, κατάλαβε ότι πρόκειται για γυναίκα. Να επισημάνω ότι ανάμεσα σε αυτή τη διαδρομή βρίσκεται η πολυκατοικία που διαμένει η παθούσα.
Μετά από μερικές ημέρες, νομίζω ήταν αρχές Φεβρουαρίου, περί ώρα 21:00, ενώ εισερχόμουν στην πολυκατοικία, συνάντησα στον διάδρομου του δεύτερου ορόφου, τη σύζυγό μου και τη γειτόνισσα, οι οποίες ήταν αναστατωμένες και μου είπαν ότι, πριν λίγη ώρα είχαν δει από τα μπαλκόνια την ίδια γυναίκα να βρίσκεται στον δρόμο μπροστά από την πολυκατοικία και έπειτα από κάποια λεπτά αποχώρησε. Μετά από περίπου 45 λεπτά βγήκα στο μπαλκόνι και είδα ξανά την ίδια γυναίκα από κάτω. Βγήκα από το διαμέρισμα και μαζί με την γειτόνισσα κατεβήκαμε μαζί κάτω. Στη συμβολή των οδών Πλάτωνος και Θερμοπυλών είδαμε τη γυναίκα αυτή και κινηθήκαμε προς το μέρος της. Έκανε την αδιάφορη αλλά της φώναξα ‘Να σας ρωτήσω κάτι’. Μόλις άκουσε την φωνή μου πέρασε στην απέναντι πλευρά, συνεχίσαμε να την ακολουθούμε και ταυτόχρονα της φώναζα ‘Πες μου τι κάνεις κάτω από το σπίτι μου κάθε μέρα. Θέλεις κάτι;’ Αυτή γύρισε και από απόσταση μου είπε ‘Δεν θα σας δώσω αναφορά’. Άρχισα να της φωνάζω και να της λέω να μην τολμήσει να ξαναέρθει κάτω από το σπίτι και τότε αυτή μου είπε αυστηρά ‘Θα πηγαίνω όπου θέλω. Δημόσιος είναι ο χώρος’. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που την είδαμε. Έπειτα ξεκίνησαν τα μέτρα του κορωνοϊου και δεν κυκλοφορούσε κανείς».