Την παρουσία του Ιωάννη Μακρυγιάννη στην Πάτρα τις παραμονές της Επανάστασης , ο οποίος εμφανίστηκε ως πραματευτής, τις συναντήσεις που είχε προκειμένου να ενημερωθεί για τις επαναστατικές προετοιμασίες, την καταδίωξή του από τους Τούρκους, το επαναστατικό κλίμα που επικρατούσε στην πόλη, αλλά και όσα είδε μία ημέρα μετά την κήρυξη της Επανάστασης, περιγράφει με άρθρο του στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο δικηγόρος – συγγραφέας Χρήστος Αθαν. Μούλιας.
Ακολουθεί το άρθρο του Χρήστου Αθαν. Μούλια:
«Κατά την κήρυξη της Επανάστασης στην Πάτρα (25 Μαρτίου 1821) βρισκόντουσαν στην πόλη ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και ο Ιωάννης Μακρυγιάννης, ο οποίος εξιστορεί στα Απομνημονεύματά του ό,τι έζησε εκείνες τις ημέρες. Έφθασε στην Πάτρα εμφανιζόμενος ως πραματευτής και κατέλυσε στο χάνι του αστυνόμου Ταταράκη, που βρισκόταν στην πλατεία Αγίου Γεωργίου. Επειδή η παρουσία του κίνησε τις υποψίες των Τούρκων, έσπευσε να συναντήσει τον Πρόξενο της Ρωσίας Ιωάννη Βλασσόπουλο, με καταγωγή από την Ιθάκη, μυημένο στη Φιλική Εταιρία και γνωστό για την πατριωτική του δράση, ο οποίος όμως δεν φαίνεται να του έδωσε ιδιαίτερη σημασία, όπως και οι παρευρισκόμενοι στο προξενείο Γιαννιώτες και Αρτινοί, που πρέπει επίσης να ήσαν φιλικοί. Κανένας δεν τον πίστεψε για όσα τους διηγήθηκε σχετικά με τα παθήματα του Αλή Πασά, διότι κανένας δεν πίστευε ότι μπορούσε να ελευθερωθεί ο τόπος με τη βοήθεια του Αλή Πασά.
Για να διασκεδάσει τις εναντίον του υποψίες για την αποστολή του, πήγε σ’ ένα εμπορικό κατάστημα και έκανε διάφορες αγορές και ταυτόχρονα προσπαθούσε να μάθει τι γίνεται. Ακόμα δεν είχε κηρυχθεί η Επανάσταση στην Πάτρα, αλλά είχαν γίνει γνωστά τα γεγονότα του Αιγίου, της Χελωνοσπηλιάς και της Αγίας Λαύρας και αναμένετο να φθάσει ο Παλαιών Πατρών Γερμανός Γ΄.
Ο έμπορος στον οποίο πήγε ήταν ο Αγγελής Ρηγόπουλος, γιος του προκρίτου και δημογέροντα των Πατρών Γαλάνη Ρηγόπουλου και πατέρας του νομικού, πολιτικού και λογογράφου Ανδρέα Ρηγόπουλου. Ο Αγγελής Ρηγόπουλος ήταν πλούσιος δερματέμπορος, εμποροτραπεζίτης και χρηματοδότης του Αγώνα και κατά τη συνήθεια της εποχής, τον κάλεσε για γεύμα στο σπίτι του, όπου συζήτησαν για την Επανάσταση που προετοιμαζόταν, τις υποψίες των Τούρκων και την προσπάθεια του Ρηγόπουλου να τους παραπλανήσει, δανείζοντάς τους 15.000 γρόσια. Ο Ρηγόπουλος ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρίας και όπως αναφέρει, στα Απομνημονεύματά του ο Μακρυγιάννης, άρχισε να κάνει στο φιλοξενούμενό του τα σημεία της Εταιρίας, προφανώς για να κερδίσει την εμπιστοσύνη του, ώστε να μπορέσουν να συζητήσουν και να αλληλοενημερωθούν.
Όσα είπε ο Ρηγόπουλος στον Μακρυγιάννη, για την προετοιμασία που είχε γίνει, δηλαδή ότι ερχόταν ο Κολοκοτρώνης με 30 παλληκάρια, τον απογοήτευσαν και έχοντας διαπιστώσει την οικονομική ευρωστία του Ρηγόπουλου, πήρε το θάρρος να του πει να εξασφαλίσει τα χρήματά του, στέλνοντάς τα κάπου που δεν θα κινδύνευαν. Προφανώς εννοούσε τα Επτάνησα, όπου ήσαν κατατεθιμένα μεγάλα χρηματικά ποσά ευκατάστατων Ελλήνων, που ζούσαν σε υπόδουλες περιοχές.
Η απάντηση του Ρηγόπουλου είναι χαρακτηριστική του κλίματος που επικρατούσε και της βεβαιότητας που είχε εδραιωθεί στις ψυχές των Ελλήνων, ότι επίκειται η αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Ήταν για τους Έλληνες βέβαιο ότι πλησιάζει η ώρα της Λευτεριάς και αυτό που ήταν κοινή πεποίθηση, το εξέφρασε ο Αγγελής Ρηγόπουλος με λίγες λέξεις: «Τι στοχάζεσαι, αυτό το Ρωμαίγικο θα κάμη άργητα να γένη; Θα κοιμηθούμε με τους Τούρκους και θα ξυπνήσουμε με τους Ρωμαίγους». Η απάντηση του Ρηγόπουλου ξάφνιασε τον 24χρονο Μακρυγιάννη, ο οποίος, έχοντας ζήσει σε άλλο περιβάλλον, μακριά από το Μωρηά που έβραζε και την Αχαΐα που ήταν ήδη ξεσηκωμένη, είχε εντελώς διαφορετική άποψη για τις εξελίξεις. Αλλά ως νεαρός και άπειρος απέναντι στον έμπειρο Ρηγόπουλο, αναγκάζεται να παραδεχτεί με στωϊκότητα στα Απομνημονεύματά του, «Μεγάλοι άνθρωποι, ξέρετε μεγάλα πράγματα. Εγώ μικρός, ξέρω ολίγα, κάμετε ό,τι σας φωτίσει ο Θεός».
Η κοινωνία της πόλης ήταν μικρή και η άφιξη ενός ξένου από τη Ρούμελη, δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη, ανεξάρτητα αν ο Μακρυγιάννης προσπάθησε με κάθε τρόπο να εμφανισθεί ως πραματευτής και να αποκρύψει την αποστολή του, που ήταν να ενημερωθεί για τις επαναστατικές προετοιμασίες και να προσπαθήσει να επικοινωνήσει με φιλικούς για το συντονισμό του Αγώνα. Προφανώς είχε γίνει γνωστή η επίσκεψή του στο Ρωσικό Προξενείο, όπως ήταν γνωστή και η δραστηριότητα του Ρώσου πρόξενου Βλασσόπουλου να ενισχύσει τον Αλή Πασά στον Αγώνα του για ανεξαρτητοποίηση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και όλα αυτά τον καθιστούσαν ύποπτο.
Ο ζαπίτης (αστυνόμος) που είχε πληροφορηθεί τη μυστική αποστολή του στην Πάτρα, τον αναζητούσε παντού. Αντ’ αυτού συνελήφθη κατά λάθος ο Γεωργ. Βαρνακιώτης, οπλαρχηγός από την Αιτωλοακαρνανία, με αμφιλεγόμενες σχέσεις με τους Τούρκους, ο οποίος όμως σύντομα αφέθηκε ελεύθερος. Μετά την απόλυσή του πήγε στο χάνι του Ταταράκη, που συνήθως σύχναζαν Ρουμελιώτες και Ηπειρώτες και διηγήθηκε το πάθημά του. Κάποιοι φίλοι του Μακρυγιάννη, που τον άκουσαν, έσπευσαν να τον ενημερώσουν και αυτός κατέφυγε στο Ρωσικό Προξενείο, ζητώντας προστασία. Παρά τις αντιρρήσεις του Προξένου, που κι αυτόν τον παρακολουθούσαν, κατόρθωσε να τον αφήσουν να περάσει τη νύχτα στο Προξενείο, απομονωμένος σ’ ένα δωμάτιο. Τελικά, ένας απεσταλμένος του φιλικού Νικολάου Γερακάρη, με τον οποίο είχε συναντηθεί την πρώτη μέρα της άφιξής του στην Πάτρα, ο Νικόλαος Γιαγτζής από την Άμφισσα, τον φυγάδευσε από το φράχτη του περιβόλου του Προξενείου και τον οδήγησε κατά τη θάλασσα, προς τα σταφιδάλωνα, δηλαδή δεξιά της οδού Αγίου Νικολάου. Προσπάθησαν να επιβιβαστούν σε μία βάρκα, αλλά τους αντελήφθησαν οι Τούρκοι και άρχισαν να τους καταδιώκουν. Ο Μακρυγιάννης ήθελε να συναντηθεί με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, που κρυβόταν σ’ ένα πλοίο. Τελικά ξέφυγαν από τα τουρκικά πυρά και πρέπει να συναντήθηκε με τον Ανδρούτσο, ο οποίος ήταν στην Πάτρα από τις 15 Μαρτίου και καταζητείτο κι αυτός από τις τουρκικές Αρχές, ως έμπιστος του Αλή Πασά. Κεντρικό πρόσωπο στις επαφές του Ανδρούτσου και του Μακρυγιάννη ήταν, εκτός από τον Πρόξενο της Ρωσίας Βλασσόπουλο, ο φαρμακοποιός Νικόλαος Γερακάρης, μέλος της Φιλικής Εταιρίας, ο οποίος έκρυψε στο σπίτι του τον Ανδρούτσο και βοήθησε το Μακρυγιάννη να βγει από το Ρωσικό Προξενείο, όπου κρυβόταν, στέλνοντας το Γιαγτζή να τον βοηθήσει.
Ο Ανδρούτσος έφυγε από την Πάτρα τις παραμονές της κήρυξης της Επανάστασης και πήγε στο Γαλαξείδι (19 Μαρτίου), ενώ ο Μακρυγιάννης έφυγε στις 26 Μαρτίου για το Μεσολόγγι, αφού προηγουμένως, μόλις «χτύπησε ντουφέκι στην Πάτρα», βγήκε από το πλοίο που κρυβόταν και όπως αναφέρει στα Απομνημονεύματά του, είδε πολύ κόσμο να είναι στην παραλία, κοντά στο Τελωνείο και να προσπαθούν να φύγουν, για να γλιτώσουν από τη μανία των Τούρκων. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Αγγελής Ρηγόπουλος με την οικογένειά του, που έσπευδαν να επιβιβαστούν στο πλοίο του κεφαλλονίτη Ανδρ. Ιγγλέση, για να πάνε στην Ιθάκη.»
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ