Οι βασικές αλλαγές που θα συναντήσουν μαθητές και εκπαιδευτικοί από τη νέα σχολική χρονιά είναι η εφαρμογή της Τράπεζας Θεμάτων και στη Γ’ τάξη του Λυκείου, η εισαγωγή των εξετάσεων διαγνωστικού χαρακτήρα («ελληνική Pisa») σε όλα τα σχολεία και η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
Ως γνωστόν, τη χρονιά που πέρασε εφαρμόστηκε η Τράπεζα Θεμάτων στις προαγωγικές εξετάσεις της Α’ και Β’ τάξης όλων των τύπων Λυκείου. Η εφαρμογή της, την τελευταία στιγμή, έγινε στο περίπου, με λειασμένες γωνίες, προκειμένου να αποσπάσει τη συναίνεση εκπαιδευτικών και μαθητών που είχαν εκφράσει τις αντιδράσεις τους.
Τη νέα σχολική χρονιά θα προστεθεί και στη Γ’ Λυκείου για τις απολυτήριες εξετάσεις, με όλες τις γωνίες της σε πλήρη ανάπτυξη.
Παράλληλα τη νέα σχολική χρονιά θα έχουμε την ολοκληρωμένη εφαρμογή των εξετάσεων της «ελληνικής Pisa». Στις εν λόγω εξετάσεις πέρσι συμμετείχαν 6.000 μαθητές και μαθήτριες της Στ’ τάξης του Δημοτικού και της Γ’ τάξης Γυμνασίου.
Φέτος η εφαρμογή θα είναι καθολική, πάντα στην τελευταία τάξη του Δημοτικού και του Γυμνασίου, σύμφωνα με το υπουργείο Παιδείας, «με στόχο να αξιολογήσουμε το εκπαιδευτικό μας σύστημα και να διαμορφώσουμε συνθήκες βελτίωσής του», όπως τονίζουν, με επιτηδευμένη αφέλεια και με κάθε ευκαιρία, οι επιτελείς του ΥΠΑΙΘ.
Τέλος, στη νέα σχολική χρονιά το υπουργείο Παιδείας προχωρά στη λεγόμενη αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Το υπουργείο Παιδείας σημειώνει ότι η εφαρμογή της θα αποτελέσει «μία ανατροφοδοτική διαδικασία που σκοπό έχει να συμβάλει στη βελτίωση του παραγόμενου έργου χωρίς καμία μα καμία επίπτωση στους εκπαιδευτικούς». Στην αξιολογική διαδικασία των εκπαιδευτικών συμμετέχουν οι διευθυντές σχολείων (οι κρίσεις-επιλογές των οποίων θα γίνουν την επόμενη χρονική περίοδο), οι σύμβουλοι Εκπαίδευσης (των οποίων οι κρίσεις-επιλογές βρίσκονται σε εξέλιξη) και οι διευθυντές Εκπαίδευσης (οι οποίοι ήδη έχουν επιλεγεί και είναι στη θέση τους).
Και οι τρεις αυτές παρεμβάσεις του υπουργείου συνδέονται με ένα νήμα μεταξύ τους και έχουν έναν και μοναδικό στόχο: το ζωντανό στοιχείο της σχολικής εκπαίδευσης, τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Η εφαρμογή της Τράπεζας Θεμάτων, που προβάλλεται με φωτοστέφανο αθωότητας από την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, αποτελεί το πιο δηλητηριώδες τμήμα της οικοδόμησης του λεγόμενου «νέου σχολείου».
Η Τράπεζα Θεμάτων επί της ουσίας μετατρέπει τις ενδοσχολικές εξετάσεις του Λυκείου (προαγωγικές και από φέτος και απολυτήριες) σε άτυπες «πανελλήνιες», ενισχύοντας τον ανταγωνιστικό και εξετασιοκεντρικό χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος.
Δεν χρειάζεται να καταναλώσουμε πολλή… στατιστική για να αποδείξουμε ότι στήνεται και πάλι ένας ολοκληρωμένος και «θωρακισμένος μηχανισμός αναχαίτισης» όσων ετοιμάζονται στο μέλλον να χτυπήσουν τις πόρτες του νέου Λυκείου.
Μα θέλει η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας ένα τέτοιο αποτέλεσμα; Πρωτίστως! Επείγεται να ξεσκαρτάρει το Λύκειο, να το «ελαφρώσει», σαν μια επιχείρηση που θέλει να απαλλαγεί από το προσωπικό της.
Παράλληλα με την Τράπεζα Θεμάτων το υπουργείο Παιδείας θα επιχειρήσει σταδιακά να αξιολογήσει τους εκπαιδευτικούς και τις σχολικές μονάδες με βάση τις επιδόσεις των μαθητών.
Και στην περίπτωση των προβαλλόμενων ως αθώων εξεταστικών δοκιμασιών της λεγόμενης «ελληνικής Pisa» όλη η υπόθεση μπορεί να εξελιχθεί σε έναν μηχανισμό «παρακυβέρνησης» της εκπαιδευτικής διαδικασίας, καθώς τα δοκίμια αξιολόγησης θα προωθούν μια συγκεκριμένη αντίληψη για τη σχολική γνώση, τη διδασκαλία, τη μάθηση, τη σχολική επιτυχία, τον μαθητή κ.ά., που προβάλλει (και ώς έναν βαθμό επιβάλλει) αντίστοιχες αρχές στην οργάνωση της ίδιας της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Κοντολογίς, η «ελληνική Pisa» επιχειρεί με όχημα τα πορίσματά της (μέσα από τον έλεγχο των γλωσσικών και μαθηματικών ικανοτήτων των μαθητών) να προσανατολίσει τη σχολική εκπαίδευση σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Eύκολα μπορεί να κατανοήσει κανείς ότι τα αποτελέσματα αυτών των τεστ θα αξιοποιηθούν ως εργαλείο για την κατηγοριοποίηση των σχολείων και θα χρησιμοποιηθούν και ως «κριτήρια» για την αξιολόγηση των ίδιων των εκπαιδευτικών.
Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση είναι το στρατηγικό εργαλείο αφενός για την κατηγοριοποίηση των σχολείων και αφετέρου για την ένταση του καθεστώτος χειραγώγησης και ομηρίας των εκπαιδευτικών και δραστικής ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων. Είναι φανερό ότι η αυτοαξιολόγηση- αξιολόγηση θα συνδέει την αξιολόγηση των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών με τις κοινωνικά προσδιορισμένες επιδόσεις των μαθητών τους, με στοιχεία μάλιστα που θα έχουν αναγωγή σε επίπεδο χώρας, ώστε να συγκρίνονται σε νεοφιλελεύθερα και αμφιλεγόμενα διεθνή projects αξιολόγησης των εκπαιδευτικών συστημάτων τύπου PISA.
Το μοντέλο της αξιολόγησης είναι δεμένο με ένα νήμα με τη λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας και την αποκέντρωση και οδηγεί με μεγάλη ένταση στα σχολεία πολλών ταχυτήτων, στην ταξική διαφοροποίηση στο ίδιο το περιεχόμενο του σχολείου όπου εργαλειοποιείται ό,τι είναι μετρήσιμο, στην ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, στην ενίσχυση του ρόλου της γονεϊκής επιλογής, η χημεία των οποίων αποδομεί τον δημόσιο χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος.
Είναι προφανές ότι η πολιτική ηγεσία και οι τεχνοκράτες του ΥΠAIΘ γνωρίζουν πολύ καλά τις κοινωνικές παραμέτρους της σχολικής επίδοσης. Η στόχευση είναι αλλού και «φωτογραφίζει» κατευθείαν και τον εκπαιδευτικό.
Το ΥΠΑΙΘ θεωρεί κατάλληλο τον χρόνο να προβάλει συστηματικά μια, έτσι κι αλλιώς, διαδεδομένη αντίληψη σύμφωνα με την οποία για ό,τι «καλό» ή «κακό» γίνεται στα σχολεία την ευθύνη την έχει ο εκπαιδευτικός. «Το παν εξαρτάται από τον δάσκαλο» θα αναφωνήσει σε λίγο με βικτοριανή υποκρισία.
Μια τέτοια αντίληψη, όπως γίνεται φανερό, εναποθέτει μεγάλο φορτίο ευθύνης στους ώμους του δασκάλου και συνήθως, όταν τίθεται θέμα σχολικής αποτυχίας ή εκπαιδευτικής κρίσης, ο δάσκαλος είναι ο «αποδιοπομπαίος τράγος». Με αυτόν τον τρόπο γίνεται ευκολότερη υπόθεση η επιβολή αυταρχικών μέτρων αξιολόγησης, εντατικοποίησης και διοικητικού ελέγχου.
Δεν αμφισβητούμε, βεβαίως, σε καμία περίπτωση ότι η παρέμβαση του εκπαιδευτικού μπορεί να έχει θετικές ή αρνητικές συνέπειες, που μερικές φορές μάλιστα ξεπερνούν την παιδική και εφηβική ηλικία του μαθητικού πληθυσμού και προεκτείνονται σε ολόκληρη τη ζωή του.
Ομως, τα «συμβαλλόμενα υποκείμενα» της σχολικής επίδοσης δεν εξαντλούνται σε καμία περίπτωση στη «θέληση» του μαθητή ή στο «ταλέντο» και την «αποδοτικότητα» του δασκάλου. Το «μαύρο κουτί» της αίθουσας διδασκαλίας περιλαμβάνει αρκετούς «καταλύτες» που πριμοδοτούνται και ελέγχονται από την κυρίαρχη κοινωνικο-οικονομική και εκπαιδευτική πολιτική.
Πηγή: alfavita.gr