Η 2α Οκτωβρίου είναι η 275η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο και 276η σε δίσεκτα έτη. Στις 2 Οκτωβρίου 1990, ο Αγαμέμνων -Μένιος- Κουτσόγιωργας, έως τότε πανίσχυρος υπουργός της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, οδηγείται στη φυλακή για το Σκάνδαλο Κοσκωτά.
Η αποκάλυψη και η κορύφωση του σκανδάλου που αφορούσε το Γιώργο Κοσκωτά, έγινε με εντυπωσιακή ταχύτητα.
Κυριολεκτικά τη μια μέρα ο Κοσκωτάς ήταν το απόλυτο success story και την επόμενη μεγαλοαπατεώνας.
Ένα ερώτημα που παραμένει αναπάντητο, ή τουλάχιστον δεν έχει απαντηθεί επαρκώς, είναι πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να ξυπνάει ένα πρωί και από απλός υπάλληλος να γίνεται τραπεζίτης και να κάνει αγορές δισεκατομμυρίων χωρίς ποτέ κανείς να αναρωτηθεί που βρήκε τα χρήματα.
Μια πολύ απλή έρευνα θα το είχε αποκαλύψει εγκαίρως. Μόνο που αυτή δεν έγινε ποτέ. Ή μάλλον έγινε, αλλά εκ των υστέρων και πολύ αργά.
Γεννημένος το 1954 στον Ασπρόπυργο, ο Γιώργος Κοσκωτάς μετοίκισε με την οικογένειά του στις ΗΠΑ το 1969. Εκεί, και πιο συγκεκριμένα στη Νέα Υόρκη, ο πατέρας του άνοιξε μια επιχείρηση που έβαφε κτίρια. Παράλληλα ο Γιωργος πήγε στο Πανεπιστήμιο και πήρε πτυχίο οικονομικών.
Στην Ελλάδα ό,τι δηλώσεις είσαι
Ο Κοσκωτάς ήταν η απόλυτη προσωποποίηση της περίφημης φράσης.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα δήλωνε διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών, κάτι που δεν ίσχυε, όμως κανείς δεν το τσεκάρισε.
Όπως κανείς δεν τσεκάρισε και το ποινικό του μητρώο, το οποίο αναμφίβολα ήταν πολύ πιο πλούσιο από τις σπουδές του: Όπως αποδείχθηκε αργότερα, ο Κοσκωτάς είχε διαπράξει ήδη στις ΗΠΑ 64 αξιόποινα αδικήματα· απάτες, πλαστογραφίες, πλαστοπροσωπίες και υπεξαιρέσεις ήταν η ειδικότητά του.
Το 1979, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, συνέχισε να κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα: Να λέει ψέματα.
Αντίθετα με όσα πιστεύουν οι περισσότεροι, ο Κοσκωτάς δεν χρησιμοποίησε κανένα πολιτικό μέσο για να ξεκινήσει την εντυπωσιακή του ανέλιξη. Τον Κοσκωτά δεν τον δημιούργησε το ΠΑΣΟΚ, τον βρήκε έτοιμο και απλώς συνέπλευσε μαζί του και τον εκμεταλλεύτηκε. Όπως κι εκείνος το ΠΑΣΟΚ εξάλλου.
Τον Σεπτέμβριο του 1979 προσλαμβάνεται στην Τράπεζα Κρήτης «με το σπαθί του», καθώς εντυπωσιάζει τον τότε ιδιοκτήτη της τράπεζας, τον εφοπλιστή Γιάννη Καρρά και τον διευθύνοντα σύμβουλο Γιώργο Καλαμωτουσάκη. Είχε καταφέρει να τραβήξει την προσοχή τους με το εντυπωσιακό του βιογραφικό, το οποίο περιλάμβανε το ανύπαρκτο διδακτορικό στα Οικονομικά.
Στις συναντήσεις τους, ξεδίπλωσε τις οικονομικές του γνώσεις και τον προσέλαβαν ως προϊστάμενο του Τμήματος Εσωτερικού Ελέγχου και Συναλλάγματος της Διεύθυνσης Λογιστικού, με δικαίωμα πρώτης υπογραφής.
Το 1982 γίνεται προϊστάμενος στη Διεύθυνση Λογιστικού και σε δύο χρόνια πηγαίνει στον Καρρά και του ζητάει να αγοράσει την τράπεζα. Ο εφοπλιστής δεν είχε ιδέα ότι τα χρήματα που του έδωσε ο Κοσκωτάς για το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών, ήταν χρήματα της ίδιας της τράπεζας που ο ευφυής υπάλληλός του είχε υπεξαιρέσει με διάφορα λογιστικά τεχνάσματα όσο εργαζόταν εκεί. Πολλά χρήματα. Πάρα πολλά χρήματα, 33 δισεκατομμύρια δραχμές για την ακρίβεια.
Πώς κλέβεις και κρύβεις 33 δισεκατομμύρια δραχμές από μια τράπεζα, αν δεν μιλάμε για ταινία και δεν είσαι ο Δημήτρης Χορν;
Κανείς -του ιδίου του Καρρά συμπεριλαμβανομένου- δεν αναρωτιέται που βρήκε ο υπάλληλος τα χρήματα για να αγοράσει όχι ένα μπακάλικο αλλά μια τράπεζα. Με το που ανακοινώνεται η αγοραπωλησία, άλλωστε, ο μύθος του Κοσκωτά γιγαντώνεται ανάλογα με την περιουσία του: Έγινε στη συνείδηση του κόσμου εν μια νυκτί ένας «σπουδαίος Ελληνοαμερικανός επιχειρηματίας, με διασυνδέσεις στις ΗΠΑ, απ' όπου και αντλεί τα κεφάλαια».
Οι μόνες «διασυνδέσεις» που είχε στις ΗΠΑ, στο μεταξύ, ήταν με την αστυνομία, την οποία ουδής μπήκε στον κόπο να ρωτήσει, έστω και τυπικά.
Έτοιμοι πάντα να εντυπωσιαστούμε, οι Έλληνες σαν ιθαγενείς που βλέπουν για πρώτη φορά αυτοκίνητο, ανεβαίνουμε στη φανταχτερή «λιμουζίνα» του Γιώργου Κοσκωτά και την αφήνουμε να οδηγήσει το πολιτικό και το τραπεζικό σύστημα αλλά και τον Τύπο στο γκρεμό...
Τράπεζες - ΜΜΕ - Ποδόσφαιρο
Από το '84 ως το '89 ο Κοσκωτάς επιδίδεται σε ένα όργιο «επενδύσεων» και αγορών και κανείς δεν του αντιστέκεται. Ούτε τον αμφισβητεί.
Η Τράπεζα Κρήτης τριπλασιάζει τα υποκαταστήματά της και επεκτείνεται στο εξωτερικό, ενώ αγοράζει και το ξενοδοχείο «King George» στην Πλατεία Συντάγματος.
Ήδη από το 1982, όσο ήταν υπάλληλος στην Τράπεζα, έχει δημιουργήσει με τον Παύλο Μπακογιάννη την εκδοτική επιχείρηση «Γραμμή ΑΕ» με αρχικό κεφάλαιο 60 εκατομμύρια δραχμές, που έβαλε ο Κοσκωτάς.
Η «Γραμμή» απογειώνεται κι αυτή μετά την εξαγορά της Τράπεζας Κρήτης, εκδίδει εφημερίδες, περιοδικά, φτιάχνει το ραδιόφωνο του ΣΚΑΙ, αγοράζει την «Καθημερινή» και τη «Βραδυνή», φτιάχνει τα φαραωνικά γραφεία στην Παλλήνη (σε ιδιόκτητη έκταση που αγόρασε ο Κοσκωτάς), εξοπλίζεται με ό,τι καλύτερο και ακριβότερο σε μηχανήματα προσφέρει η διεθνής αγορά και οι δημοσιογράφοι κάνουν ουρά απ' έξω για να εργαστουν εκεί.
Κανείς τους δεν αναρωτιέται για τα δημοσιογραφικώς αυτονόητα: Πώς βρέθηκε με τα λεφτά με τα οποία τους πλήρωνε γενναιόδωρα ο Κοσκωτάς;
Ουρά κάνουν και όλοι οι παράγοντες του τόπου -πολιτικοί και οικονομικοί- για να συναντηθούν με τον Κοσκωτά στο γραφείο του, στη Βουκουρεστίου.
Το 1987 αγοράζει και τον Ολυμπιακό από τον Νταϊφά και η αυτοκρατορία του συμπληρώνεται.
Ο Τύπος και ο «Τύπος»
Τον Κοσκωτά τον έριξε ο Τύπος.
Όχι ο δικός του Τύπος, φυσικά, ο οποίος είχε τεθεί πλέον (έστω και μερικώς) στο πλευρό αν όχι στην υπηρεσία της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου.
Ο άλλος Τύπος, οι υπόλοιποι εκδότες, που αισθάνθηκαν απειλή από τη γιγάντωση της «Γραμμής».
Θα ήταν πολύ ωραίο, αλλά άτοπο και ρομαντικό να μπορούσαμε να πούμε ότι ο (υπόλοιπος) Τύπος έδρασε με γνώμωνα την αλήθεια, την ελευθεροτυπία και την πίστη στο λειτούργημα. Η αλήθεια είναι ότι τον Κοσκωτά πολέμησαν οι άλλοι εκδότες, επειδή έπαθαν πανικό από την αδιανόητη ρευστότητά του και τη σχεδόν μονοπωλιακή επικράτησή του.
Κοινώς με γνώμωνα το συμφέρον τους.
Ο Κοσκωτάς απάντησε με μηνύσεις στα πρώτα «σκληρά» δημοσιεύματα εναντίον του, αλλά ήταν θέμα χρόνου έως ότου το ντόμινο πάρει διαστάσεις μη ελεγχόμενες.
Το απρόσμενο δώρο έκαναν στους άλλους εκδότες οι Αμερικάνοι: Στις 8 Οκτωβρίου 1987, ο Κοσκωτάς είναι στην Ουάσινγκτον, καλεσμένος του ίδιου του τότε προέδρου των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν. Μπαίνοντας στο Λευκό Οίκο, συνελήφθη από πράκτορες της Υπηρεσίας Φορολογικής Δίωξης (IRS) για τα 64 αδικήματα τα οποία είχε διαπράξει ενώ ζούσε στις ΗΠΑ μέχρι το 1979.
Αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση ενός εκατομμυρίου δολαρίων, αλλά κρατήθηκε το διαβατήριό του, για να μην μπορεί να φύγει από τις ΗΠΑ. Ο Κοσκωτάς πήγε στην ελληνική πρεσβεία, συνοδευόμενος από τον Αλέξη Παπαχελά, ανταποκριτή τότε τηε «Γραμμής» στις ΗΠΑ, είπε ότι έχασε το διαβατήριό του και πήρε ένα προσωρινό ταξιδιωτικό έγγραφο με το οποίο επέστρεψε στην Ελλάδα.
Λίγα χρόνια αργότερα, ο Νίκος Γρυλλάκης, στενός συνεργάτης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, είπε ότι στον Κοσκωτά «την είχαν στημμένη» οι Αμερικάνοι, καθώς ήθελαν να δημιουργήσουν το σκάνδαλο και να ρίξουν τον Παπανδρέου. Ο ίδιος συμπλήρωσε ότι η CIA συνεργαζόταν γι αυτόν το σκοπό, με τη Νέα Δημοκρατία.
Το χρήμα πάει κι έρχεται
Απτόητος ο Κοσκωτάς, επιστρέφει στην Ελλάδα και όχι μόνο δεν χαμηλώνει τους τόνους, αλλά ακριβώς το αντίθετο.
Όσο οι άλλες εφημερίδες ουρλιάζουν για εισαγγελική παρέμβαση και έλεγχο των οικονομικών του, αυτός αγοράζει και αγοράζει και αγοράζει, ενώ διευρύνει κι άλλο τις δραστηριότητες της «Γραμμής».
Η σιγή της κυβέρνησης και των εισαγγελικών αρχών ήταν εκκωφαντική.
Ποιος κάλυπτε τον Κοσκωτά; Αρχικά ο Μένιος Κουτσόγιωργας, ο μόνος πολιτικός που πήγε (έστω για τρεις μήνες) φυλακή για το σκάνδαλο.
Ο Κουτσόγιωργας απεδείχθη αργότερα ότι είχε χρηματιστεί με 1,2 και 2 εκατομμύρια δολάρια τα οποία μεταφέρθηκαν σε λογαριασμό του σε ελβετική τράπεζα από τον Κοσκωτά προκειμένου να εμποδίζει τους ελέγχους που θα τον εξέθεταν, αλλά και να περάσει ολόκληρο νόμο (τον γνωστό ως Κουτσονόμο) προκειμένου να δοθούν προνόμια στο Κοσκωτά σε σχέση με τον έλεγχο της Τράπεζας Κρήτης.
Είναι τα περίφημα χρήματα τα οποία γράφτηκε αργότερα ότι ο Κουτσόγιωργας έπαιρνε μέσα σε κούτες από Πάμπερς.
Ο Κουτσόγιωργας είπε στο ειδικό δικαστήριο ότι δεν είχε ιδέα ούτε για το λογαριασμό ούτε για τα λεφτά και ότι τον παγίδευσε ο Γιάννης Ματζουράνης, στενός συνεργάτης του Κοσκωτά. Ο Γρυλλάκης, πάλι, ο οποίος κατέθεσε εναντίον του Κουτσόγιωργα στη δίκη, έγραψε χρόνια αργότερα ότι είχε πάρει 20 εκατομμύρια από τη Νέα Δημοκρατία για να «θάψει» τον Κουτσόγιωργα.
Μετά, είναι η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία ήταν υπεύθυνη για τους ελέγχους, αλλά δεν είχε κάνει απολύτως τίποτα.
Και τέλος οι εισαγγελικές αρχές, όπως ο τότε προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών Δημήτριος Βλάχος και ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών Ιωάννης Γαβρίλης, τους οποίους ο ίδιος ο Κοσκωτάς παραδέχτηκε μετά τη σύλληψή του ότι «ήλεγχε απολύτως» μέσω του Κουτσόγιωργα.
Δεν είχε προβλέψει κανείς τους όμως, το πιο απλό: Ότι κάποια στιγμή και οι εισαγγελείς παίρνουν άδεια...
Η «γκέλα»
Στις 5 Ιουλίου 1988, ο Βλάχος πήρε άδεια για να πάει στο εξοχικό του στην Κέρκυρα και χρέη αναπλήρωσης ανέλαβε, βάσει νόμου, ο αρχαιότερος των εισαγγελέων που υπηρετούσαν στην Εισαγγελία Εφετών, Δημήτριος Τσεβάς, σφοδρά αντιπαπανδρεϊκός.
Στις 11 Ιουλίου ο Τσεβάς, βασισμένος στα πρωτοσέλιδα της «Ελευθεροτυπίας» διέταξε προκαταρκτική εξέταση για τις πιθανές αξιόποινες πράξεις του Κοσκωτά και ανέθεσε την εξέταση αυτή στον αντεισαγγελέα Εφετών Γεώργιο Κουβέλη.
Ο Βλάχος το μαθαίνει, διακόπτει την άδειά του, επιστρέφει στην Αθήνα και στέλνει τον Τσεβά στο πειθαρχικό, αφαιρώντας εννοείται την υπόθεση από τον Κουβέλη και αναθέτοντάς την στον αντεισαγγελέα Εφετών Γεώργιο Κλειδαρά. Ο Κλειδαράς συνέταξε ταχύτατα πόρισμα που απάλλασσε τον Κοσκωτά...
Όμως, η «Ελευθεροτυπία» έχει πάρει στα χέρια της το αρχικό πόρισμα του Κουβέλη, το οποίο ζητούσε την ποινική δίωξη του Κοσκωτά για τέσσερα κακουργήματα καθώς και άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών του. Το δημοσιεύει.
Ο Κουτσόγιωργας χάνει τον έλεγχο την ώρα που ο Παπανδρέου είναι στο Χέρφιλντ.
Στις 19 Οκτωβρίου 1988, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Δημήτριος Χαλικιάς διέταξε την τοποθέτηση επιτρόπου στην Τράπεζα Κρήτης.
Και μετά;
Μετά έγινε κόλαση. Μια κόλαση γνωστή και ως «το βρώμικο '89», το οποίο από που να το πιάσεις και που να το αφήσεις...
Αποκαλύπτεται η υπεξαίρεση των 33,5 δισεκατομμυρίων, οι δωροδοκίες, η εμπλοκή του Κουτσόγιωργα, πέφτει η κυβέρνηση, συγκυβερνά η Νέα Δημοκρατία με την αριστερά, στήνεται το Ειδικό Δικαστήριο, ο Κουτσόγιωργας πέφτει νεκρός σε ζωντανή σύνδεση, ο Παπανδρέου αθωώνεται λογω ελλειπών στοιχείων, αποκαλύπτεται ότι και ο Μητσοτάκης έχει πάρει εκατομμύρια από τον Αλαφούζο, η «17 Νοέμβρη» δολοφονεί τον Παύλο Μπακογιάννη και αποπειράται να δολοφονήσει τον Γιώργο Πέτσο, και ο Καραμανλής αντιτίθεται στην ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής, λέγοντας την περίφημη φράση «οι πρωθυπουργοί δεν πηγαίνουν φυλακή, πηγαίνουν σπίτι τους».
Το γεγονός ότι ο Παπανδρέου όταν επανήλθε στην εξουσία έπαυσε τη δίωξη κατά του Μητσοτάκη για τα χρήματα που φέρεται να πήρε από τον Αλαφούζο, ήταν μια εξαιρετικά ευφυής κίνηση εκ μέρους του η οποία οδήγησε πολλούς στο συμπέρασμα ότι οι διώξεις πολιτικών του ΠΑΣΟΚ για το σκάνδαλο Κοσκωτά ήταν ξεκάθαρα πολιτικές.
Και ο Κοσκωτάς;
Ο Κοσκωτάς πούλησε εσπευσμένα την Τράπεζα Κρήτης στους εργολάβους Χρήστο Αρφάνη και Νίκο Χιώνη, την «Γραμμή Α.Ε.» στον Αλαφούζο και την ΠΑΕ Ολυμπιακός στον Σαλιαρέλη.
Εκείνος ήταν που τον βοήθησε να φύγει από την Ελλάδα, στις 5 Νοεμβρίου 1988, αρχικά για την Βραζιλία και στη συνέχεια για τις ΗΠΑ, όπου συνελήφθη. Εκδόθηκε στην Ελλάδα το 1991. Καταδικάστηκε σε 25ετή κάθειρξη και αποφυλακίστηκε στις 16 Μαρτίου 2001, έχοντας εκτίσει τα 2/5 της ποινής του.
Σήμερα ο Γιώργος Κοσκωτάς ζει στην Αμερική αλλά έρχεται συχνά στην Ελλάδα όπου μένει μόνιμα ο αδελφός του, Σταύρος, ο οποίος υπήρξε και υποψήφιος Δημοτικός Σύμβουλος Πειραιά.
Κανείς δεν ξέρει πόσα χρήματα έχει, ή πόσα και που είχε όταν φυλακίστηκε. Μεταβίβασε μεγάλο μέρος των περιουσιακών του στοιχείων στην Τράπεζα Κρήτης, έναντι όσων υπεξαίρεσε, αλλά είναι αδύνατο να γνωρίζει κανείς την πλήρη εικόνα.
Η αλήθεια είναι ότι ο Γιώργος Κοσκωτάς ήταν ένας έξυπνος και τολμηρός απατεώνας.
Ο ίδιος μάλλον δεν είχε πλήρη αντίληψη του ρόλου που θα έπαιζε σε ένα σύστημα που αποδείχθηκε διάτρητο από παντού.
Ούτε του μεγέθους των τριγμών που θα προκαλούσε στην πολιτική ζωή του τόπου αλλά και στον Τύπο.
Το πιο πιθανό είναι ότι έκανε αυτό που διδάσκουν οι Αμερικάνοι: Fake it till you make it· προσποιήσου ότι είσαι κάτι έως ότου τα καταφέρεις να γίνεις αυτό το κάτι.
Από τύχη ή ευφυία, βρήκε το εντελώς κατάλληλο μέρος για να το κάνει.
Πηγή: cnn.gr