Τα «καλά παιδιά» από το Πανόραμα Θεσσαλονίκης με τα γρήγορα αυτοκίνητα, τα πρώτα τραπέζια-πίστα και τις βίλες στη Μύκονο, που δάνειζαν με υπέρογκο τόκο, εκβίαζαν και απήγαγαν τα θύματά τους
Εφαρμόζοντας τις αδίστακτες μεθόδους του σκληρού οργανωμένου εγκλήματος και με σχεδόν κινηματογραφικό τρόπο, εκμεταλλεύονταν συνομηλίκους τους δανείζοντάς τους χρηματικά ποσά με υπέρογκους τόκους και εκβίαζαν για την επιστροφή τους με απειλές, βία ακόμη και απαγωγές. Οι τοκογλύφοι είναι ηλικίας από 20 έως 30 ετών, όλοι κάτοικοι Πανοράματος Θεσσαλονίκης και απαλλαγμένοι από οικονομικού τύπου άγχη - φυσικά λόγω της οικονομικής επιφάνειας των γονέων τους. Εν ολίγοις περνούσαν ζωή χαρισάμενη, επιδεικνύοντας τις πολυτέλειες και τη χλιδή της καθημερινότητάς τους μέσα από τα social media, ποζάροντας αυτάρεσκα μέσα σε πανάκριβα αυτοκίνητα, βίλες στη Μύκονο και κάνοντας «ζημιές» από τα καλύτερα τραπέζια των νυχτερινών κέντρων.
Οι νεαροί τοκογλύφοι σπούδαζαν, π.χ., Διοίκηση Επιχειρήσεων στο πανεπιστήμιο, κάποιοι ήταν απόφοιτοι ιδιωτικών κολεγίων, έκαναν χλιδάτες διακοπές σε κοσμοπολίτικα μέρη, ξόδευαν χιλιάδες ευρώ στα καλά μαγαζιά της Θεσσαλονίκης, όπου τους συμπεριφέρονταν σαν να ήταν ευυπόληπτοι μεγαλοπαράγοντες. Ενα στοιχείο που προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση στη συγκεκριμένη υπόθεση είναι ότι, σε αντίθεση με το νεαρό της ηλικίας και την κατ’ ανάγκην περιορισμένη εμπειρία τους, οι τοκογλύφοι του Πανοράματος λειτουργούσαν σαν πολύπειροι στη «δουλειά» και, βέβαια, σαν πωρωμένοι εκβιαστές. Δεν δίσταζαν, δηλαδή, να βάλουν κυριολεκτικά το μαχαίρι στον λαιμό του δανειζόμενου ή ακόμη και την κάννη του όπλου τους στο κεφάλι τού εκάστοτε θύματος. Αν δεν πληρώνονταν στην ώρα τους, οι τοκογλύφοι διπλασίαζαν και τριπλασίαζαν το χρέος, έστελναν απειλητικά μηνύματα μέσω κρυπτογραφημένων εφαρμογών ή έστηναν καρτέρι κάτω από το σπίτι του θύματος.
Διαβάστε περισσότερα στο protothema.gr