Ο μάρτυρας στη συνέχεια έκανε λόγο για πλήρη ανυπαρξία του κράτους
Την τραγική συνθήκη στην οποία βρέθηκε, αφού αναγκάστηκε να αφήσει την 92χρονη μητέρα του μέσα στις φλόγες προκειμένου να σώσει την οικογένειά του, περιέγραψε με λυγμούς ο κ. Θανάσης Μωραίτης, καταθέτοντας στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι.
Αναφερόμενος στο δυσκολότερο δίλημμα της ζωής του να επιλέξει ανάμεσα στη σωτηρία της οικογένειάς του ή της υπερήλικης μητέρας του ο μάρτυρας κατέθεσε χαρακτηριστικά:
«Έχουμε ζήσει πολλές φωτιές στη περιοχή. Δεν είδα πουθενά κανένα πυροσβεστικό όχημα, όπως υπήρχαν παλιά. Κάποια στιγμή ακούσαμε από περιοίκους κάποια φωτιά κοντά σε εμάς. Την είδαμε στην Καλιτεχνούπολη, ήταν αρκετά μικρή. Σκεφτήκαμε με βάση τις προηγούμενες εμπειρίες ότι η Πυροσβεστική θα κάνει κάτι. Με άλλα λόγια η κατάσταση φαίνονταν στην αρχή ότι ήταν υπό έλεγχο. Δυστυχώς στις 5:50 πήρε διαστάσεις. Μετά από λίγο πέρασε ένα πυροσβεστικό αεροσκάφος που έκανε μια δυο ρίψεις και έφυγε. Δεν είδαμε κανένα πυροσβεστικό, καμία σειρήνα να μας ειδοποιήσει ότι η φωτιά πήρε διστάσεις. Όταν πέρασε η φωτιά τη Μαραθώνος σε 1,5 λεπτό είχε φτάσει το σπίτι μας. Εμείς είχαμε φορτώσει το αμάξι να φύγουμε. Δυστυχώς μέσα στον πανικό χάθηκαν τα κλειδιά του αυτοκίνητου και είχε κοπεί το ρεύμα. … Μπήκαμε στο αμάξι. Δεν έβρισκα όμως τα κλειδιά και είπα στη γυναίκα μου και το παιδί να φύγουν και ότι εγώ θα μείνω πίσω να σώσω τη μητέρα μου, ήταν 92 ετών. Προσπαθούσα να τη βγάλω από το αμάξι και εγώ είχα αρχίσει να καίγομαι στην πλάτη. Όταν κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να την βγάλω, σκέφτηκα ότι είχα μια οικογένεια. Την άφησα τη μητέρα μου να καεί για να σώσω την οικογένεια μου. Αυτή είναι μια κατάσταση που δεν πρέπει κανείς να ζήσει… Πρόλαβα τους δικούς μου στην άκρη του δρόμου και τρέξαμε προς την παραλία. Στη Ποσειδώνος είδαμε το πρώτο πυροσβεστικό αλλά εκεί που ήταν δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Φτάσαμε στην παραλία και μπήκαμε στο νερό. Άρχισε να βρέχει φωτιά. Αυτό κράτησε ένα μισάωρο. Υπήρχε φοβερά πυκνός καπνός και προσπαθούσαμε να ξεπλένουμε στο στόμα και ρουθούνια στη θάλασσα. Μείναμε έτσι τρεις ώρες. Όταν μας παρέλαβαν τα καΐκια ήταν 9 το βράδυ. Μας φόρτωσαν τα καΐκια και ήμασταν όλοι στην αρχή υποθερμίας. Μας έβγαλαν στη Ραφήνα. Δεν υπήρχε ούτε ένα ασθενοφόρο εκεί».
Ο μάρτυρας στη συνέχεια έκανε λόγο για πλήρη ανυπαρξία του κράτους.
«Πήγα να δηλώσω τη μάνα μου στο Λιμεναρχείο στις 10 το βράδυ. Οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι δεν ήξεραν για νεκρούς είναι ψέματα. Έχω χάσει πλέον την εμπιστοσύνη μου στο θεσμό του ελληνικού κράτους. Ζούμε σε ένα κράτος που δεν νοιάζεται για μας που κοστολογεί την ανθρώπινη ζωή με 10.000 ευρώ. Τοποθετεί ανθρώπους σε θέσεις ευθύνης και οι οποίο δεν μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους. Κανείς μας δεν άξιζε να περάσει αυτό».
Καταθέτοντας τη δική του μαρτυρία ο κ. Ορέστης Τζίντζας, ο οποίος βρήκε τη μητέρα του απανθρακωμένη μέσα στο αυτοκίνητο μαζί με ένα γείτονά της, έκανε λόγο για μια τραγωδία που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί.
Όπως κατέθεσε ο μάρτυρας ο ίδιος ενημερώθηκε από τη σύζυγό του γείτονά τους στον Ν. Βουτζά, ότι δεν υπήρχε καμία ενημέρωση των πολιτών για εκκένωση, ότι είχαν καλέσει στη Πυροσβεστική και η απάντηση που πήραν ήταν: «Κάντε ό,τι νομίζετε».
Ο κ. Τζίντζας κατέθεσε ακόμη πως όλοι κάτοικοι της περιοχής του είπαν πως είδαν μόνο ένα ελικόπτερο να κάνει ρίψη στη περιοχή. «Φύγανε μαζί με το αμάξι, περίπου 600 μέτρα είδα το αυτοκίνητο να είναι στην άκρη του δρόμου. Μας είπαν ότι βρέθηκαν δυο πτώματα ένα στη θέση του οδηγού και ένα στη θέση του συνοδηγού. Ειδοποιήθηκα ότι η μητέρα μου και ο κ. Βασίλης ο γείτονάς μας είναι αγνοούμενοι. Μόνο ένα ελικόπτερο είδε η γειτόνισσα και αυτό έριξε μια φορά», είπε ο μάρτυρας και συνέχισε: «Γύρισα το επόμενο το πρωί θεωρώντας ότι η μητέρα μου είναι αγνοούμενη…. Έδωσα δείγμα dna και έγινε η ταυτοποίηση. Ήταν μια τραγωδία που θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί, υπήρχε χρόνος να αντιδράσουν…».
Για πλήρη ασυνεννοησία έκανε λόγο στην κατάθεσή του και ο κ. Δημήτρης Σιαπέρας, ο οποίος έχασε τη μητέρα του στις φλόγες, ενώ το σπίτι τους κάηκε ολοσχερώς. Όπως είπε ο ίδιος κατάφερε να διώξει τον πατέρα του από την περιοχή και μαζί με ένα εξάδελφό του άρχισαν να αναζητούν τη μητέρα του. «Δεν ήταν απανθρακωμένη. Τη βρήκα αλλοιωμένη. Η φωτιά είχε περάσει τόσο γρήγορα… Πήγα στους πυροσβέστες για βοήθεια. Καμία απάντηση. Ο ξάδελφος μου είχε μιλήσει live στο δελτίο του Ant1 και είπε: «βρήκαμε τη θεία μου απανθρακωμένη και αυτό είναι την ώρα που λέγανε ότι δεν υπήρχαν νεκροί, θέλω να το αναφέρω αυτό για την ιστορία«, κατέθεσε ο μάρτυρας και συνέχισε: «Το ΕΚΑΒ μου απάντησε ότι δε μπορούσε να πάρει τη μητέρα μου. Μου είπαν ότι είχαν εντολή να μαζέψουν άλλες σορούς. Τους κατάφερα τελικά. Την πήγαν στο Σισμανόγλειο».
Από την πλευρά της η κ. Κωνσταντίνα Σιαπέρα, κατέθεσε: «Κάποια στιγμή μίλησα με τον πατέρα μου και μου είπε «έχουμε καεί, έσωσα μια γυναίκα …». Ρώτησα που είναι η μητέρα μου. Μου είπε «δεν ξέρω»…. Κατάλαβα ότι κάτι είχε συμβεί. Άρχισα να τηλεφωνώ στα νοσοκομεία. Ο αδελφός μου πήγαινε ήδη προς το Ν. Βουτζά για να ψάξει. Ήξερα ότι αν η μητέρα μου ήταν στη ζωή θα μας είχε πάρει. Θυμόνταν όλα τα τηλέφωνά μας. Τη βρήκε ο αδελφός μου στο σπίτι του θείου μου ….Δε είχε καεί, είχε περάσει το θερμικό κύμα και έτσι είχε πεθάνει. Αιτία θανάτου ήταν « θερμικά εγκαύματα». Ρώτησα τον πατέρα μου γιατί δεν έφυγαν. Μου είπε ότι δεν τους ειδοποίησαν, ότι δεν υπήρχε κανείς. Ότι ζητούσε βοήθεια και δεν υπήρχε κανείς. Κανένα σχέδιο. Άδικα έφυγαν τόσοι άνθρωποι. Στη Κινέτα που ήταν η θεία μου είχαν πάρει εντολή για εκκένωση, δεν καταλαβαίνω γιατί τόσο διαφορετική ενημέρωση».
Η δίκη συνεχίζεται.
Πηγή: Cnn.gr