Ο πρώτος μάρτυρας που κατέθεσε στο δικαστήριο, είναι ο γιος μίας ηλικιωμένης γυναίκας με χρόνια προβλήματα υγείας
Σχετικά με τα τεστ Covid ο μάρτυρας είπε ότι γίνονταν, χωρίς να θυμάται τη συχνότητα. «Η μητέρα μου έμενε σε ένα τρίκλινο δωμάτιο το οποίο μου έλεγε ότι ήταν πολύ άνετο και με αποστάσεις, καθώς μπορούσε να κινηθεί με ευκολία με το αμαξιδιο που χρησιμοποιεί. Μου έλεγε ότι ήταν πολύ άνετο», είπε.
Στην ερώτηση για το πως έμαθε ότι η μητέρα του νόσησε από κορωνοϊό και ότι θα έπρεπε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο, όπως προέβλεπαν οι οδηγίες, ο μάρτυρας ανέφερε ότι ενημερώθηκε από τους υπεύθυνους της δομής ότι η μητέρα του είχε βγει θετική σε προληπτικό τεστ και ότι θα μεταφέρονταν στο Παπανικολάου.
«Με είχαν ενημερώσει ότι θα έκαναν τεστ μέρα παρα μέρα. Όταν της πήγαινα φάρμακα - χωρίς να έχω πρόσβαση στον εσωτερικό χώρο της δομής - τα απολύμανα πριν της τα δώσω. Από τη τζαμαρία έβλεπα ότι οι νοσηλευτές φορούσαν ολόσωμη στολή ενώ αντιλήφθηκα τη μυρωδιά της βενζίνης».
Οι κατηγορίες
Το κατηγορητήριο περιλαμβάνει περισσότερους από 70 μάρτυρες, μεταξύ αυτών συγγενείς των ηλικιωμένων, ιατριδικαστές, επιστήμονες, κλπ. Το βούλευμα με το οποίο παραπέμφθηκαν να δικαστούν στηρίζεται στα συμπεράσματα έρευνας που διενήργησαν επιθεωρητές της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, την οποία προκάλεσε εισαγγελική έρευνα.
Σύμφωνα με το βούλευμα, στον συγκεκριμένο οίκο ευγηρίας, διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, σειρά παραβιάσεων των μέτρων πρόληψης κατά της διασποράς του κορωνοϊού, όπως υπεράριθμοι περιθαλπόμενοι (156 αντί για 88), μη τήρηση των αποστάσεων στα δωμάτια φιλοξενίας των ηλικιωμένων και στους κοινόχρηστους χώρους, μη διενέργεια προληπτικών τεστ μοριακής ανίχνευσης του ιού, κ.ά.
Οι δύο κατηγορούμενοι, οι οποίοι μετά τις απολογίες τους αφέθηκαν ελεύθεροι, αρνούνται την κατηγορία που τους αποδίδεται και φαίνεται πως υποστηρίζουν ότι είχαν εφαρμόσει όλα τα απαραίτητα μέτρα αποφυγής και περιορισμού διάδοσης του ιού και ότι δεν υπήρχε αδικαιολόγητη υπέρβαση του αριθμού των περιθαλπόμενων.