Οι νεαροί μαθητές φέρονται να έβαλαν τη φωτιά στην Τερψιθέα στις 12 Αυγούστου λίγο πριν τις 8 το βράδυ - Τι συμβουλεύει η ειδικός του γονείς
Σε δύο συλλήψεις ανηλίκων προχώρησαν οι Αρχές για τη φωτιά που ξέσπασε, το απόγευμα της Δευτέρας, 12 Αυγούστου, στην Τερψιθέα Γλυφάδας.
Οι τελευταίες ημέρες ήταν πολύ δύσκολες για την Αττική, καθώς οι πυρκαγιές έπληξαν πολλές περιοχές στα βορειονατολικά του νομού. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έδιναν διαρκώς εικόνα από τις πληγείσες περιοχές, μετέδιδαν το δράμα των πολιτών, στην προσπάθειά τους να σώσουν τις ζωές και τις περιουσίες τους από τις φλόγες. Την ίδια στιγμή, σε άλλο σημείο, στην Άνω Γλυφάδα, ξέσπασε μία ακόμη εστία – που ευτυχώς, τέθηκε υπό έλεγχο από τις πυροσβεστικές δυνάμεις, έχοντας όμως προλάβει να σπείρει τον πανικό.
Στους δύο 14χρονους μαθητές Γυμνασίου, που φέρεται να έβαλαν τη φωτιά στο σημείο, επεβλήθη πρόστιμο ύψους 4.640,60 ευρώ έκαστος.
Τα κίνητρα και η ψυχολογία εφήβων που βάζουν φωτιές
Η ψυχολόγος-παιδοψυχολόγος Αλεξάνδρα Καππάτου διερευνά τα πιθανά αίτια, που οδήγησαν τα παιδιά στην πράξη του εμπρησμού. Μιλώντας στο protothema.gr δηλώνει καταρχάς πως «δεν αιφνιδιάστηκε αν και πρόκειται για μία συμπεριφορά, που δεν συναντάμε εύκολα σε παιδιά 14 χρονών».
«Το πιθανότερο είναι να το έκαναν για πλάκα. Μην σας πω ότι ήθελαν και να το βιντεοσκοπήσουν για να κάνουν τους ‘έξυπνους’…», αρχίζει να λέει και εξηγεί: «Να εξηγήσουμε, αρχικά, ότι συνήθως, η εμπρηστική δραστηριότητα των ατόμων ξεκινά από τα 16 έτη και μετά. Στην προκειμένη περίπτωση, πρόκειται για δύο 14χρονια παιδιά, βρίσκονται δηλαδή στη ‘μέση εφηβεία’. Στην ηλικία αυτή, οι έφηβοι βρίσκονται σε έναν ψυχικό αναβρασμό. Αρχίζουν να έχουν μία μεγαλύτερη ανάγκη ανεξαρτητοποίησης, αναζητούν το προσωπικό τους στίγμα, την προσωπική τους ταυτότητα. Τελούν υπό το κράτος της ορμονικής επανάστασης αλλά και ενός συναισθηματικού μπερδέματος, με αποτέλεσμα διάφορες μεταπτώσεις στη διάθεσή τους, συχνά έρχονται σε σύγκρουση με τους γονείς τους», ορίζει το γενικό πλαίσιο η ίδια, θεωρώντας ‘απίθανο’ δύο παιδιά αυτής της ηλικίας να εμφανίζουν ταυτόχρονα κάποια ‘διαταραχή’ ή να είναι ‘πυρομανείς’.
Η ανάγκη του «ανήκειν» και η εκτόνωση του θυμού
Οι εκρηκτικές σχέσεις μέσα στην οικογένεια και ο θυμός, που αυτές γεννούν στο παιδί, συγκαταλέγονται στις πιθανές αιτίες, που γεννούν τέτοιες συμπεριφορές: «Η συγκρουσιακή ατμόσφαιρα μέσα στους κόλπους της οικογένειας, όχι μόνο σε σχέση με τα παιδιά αλλά και μεταξύ των γονέων, προξενεί έντονο θυμό στα παιδιά. Τα προβλήματα στην οικογένεια, μπορεί να οδηγήσουν τα παιδιά σε αναζήτηση διεξόδων στο να εκφράσουν το θυμό τους. Φυσικά, θυμό μπορεί να έχουν και με τους φίλους ή – το κυριότερο – με τον ίδιο τους τον εαυτό», εξηγεί η ειδικός και προσθέτει: «Από την άλλη, σε αυτή την ηλικιακή φάση, είναι έντονη η αγωνία στα παιδιά να ‘ανήκουν κάπου’. Η παρέα των φίλων είναι πολύ σημαντική, όπως και η ανάγκη να νιώθουν ότι οι φίλοι τους τα θαυμάζουν. Ορισμένοι έφηβοι, αισθάνονται μεγάλη μοναξιά, επειδή μπορεί να μην είναι τόσο κοινωνικοί, να προέρχονται από οικογένειες με δυσλειτουργία, όπου οι μεταξύ τους σχέσεις είναι ελλιπείς. Στις περιπτώσεις αυτές – και εξαιτίας της μοναξιάς – νιώθουν ακόμη μεγαλύτερη την ανάγκη να βιώσουν το «ανήκειν» κάπου, να τους θαυμάσει κάποιος, είτε γιατί οι γονείς τους δεν είναι σε θέση να τους θαυμάσουν, είτε γιατί τα ίδια τα παιδιά αισθάνονται ότι δεν κάνουν πράγματα, που αξίζουν ώστε να τα θαυμάσουν οι γονείς τους».
Η ανάγκη να εξασφαλίσουν – έστω με αυτό τον τρόπο – το θαυμασμό των άλλων, είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει τους ανηλίκους ακόμη και σε αρνητική, παραβατική συμπεριφορά, αγνοώντας μάλιστα τις συνέπειες των πράξεών τους, τον πόνο που μπορεί να προκαλέσουν. Σύμφωνα με την κ.Καππάτου, «τα παιδιά αισθάνονται εκείνη τη στιγμή, ότι ‘υπερτερούν’ των άλλων, ότι εισπράττουν αυτοεκτίμηση και θαυμασμό. Όλο αυτό, τους δίνει την ψευδαίσθηση ότι ‘εξουσιάζουν’, ότι είναι ‘δυνατοί’. Ή ότι μπορούν να ‘εκδικηθούν’ – τους γονείς τους; Την κοινωνία; Τους φίλους τους; Τον οποιοδήποτε… Νιώθουν έτσι, έστω και για λίγο, ‘σημαντικοί’ μέσα από την καταστροφή. Αυτό νομίζω ότι είναι. Θεωρούν ότι ‘γεμίζει’, δηλαδή, η άδεια ‘δεξαμενή της αυτοεκτίμησης’ που έχουν, χωρίς να συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο στην πραγματικότητα. Όσο τραγικό κι αν ακούγεται, μπορεί πράγματι να θέλουν να προβούν σε μία τέτοια πράξη ‘για πλάκα’, προκειμένου με αυτό τον τρόπο να ‘γελάσουν’».
Σε ό,τι αφορά την ικανότητα ενός 14χρονου παιδιού να αντιληφθεί ή όχι τις συνέπειες μίας τέτοιας πράξης, η παιδοψυχολόγος σημειώνει ότι εκείνη την ώρα, «μπορεί να αισθάνεται ότι είναι σε θέση να το ελέγξει, ακριβώς επειδή νιώθει παντοδύναμο. Δεν έχει πλήρη επίγνωση των επιπτώσεων της ενέργειάς του, νομίζει ότι μπορεί να το τιθασεύσει και μετά η κατάσταση να ξεφεύγει. Ας μην παραβλέψουμε και την πιθανότητα όλο αυτό να ήταν αποτέλεσμα μιμητισμού αυτών των ‘ηρώων’ – των εγκληματιών, δηλαδή που έβαλαν τις φωτιές και κόντεψε να καεί όλη η Αττική. Σκεφτείτε τα challenges, που γίνονται κάθε τόσο δημοφιλή στα παιδιά, όπως εκείνο που τα παιδιά πεταγόντουσαν ξαφνικά στη μέση του δρόμου για να ‘γλυτώσουν’ τελευταία στιγμή από τα αυτοκίνητα ενώ ταυτόχρονα τα βιντεοσκοπούσαν…».
Η σχέση παιδιού-γονέων, το Α και το Ω
«Πάντα καταλήγουμε στη σχέση των παιδιών με τους γονείς – αυτή είναι που μετράει», συνοψίζει η κ.Καππάτου τα πιθανά αίτια.
«Για ένα παιδί, που προέρχεται από δομημένη οικογένεια με καλή επικοινωνία στους κόλπους της, είναι αδιανόητες αυτές οι ενέργειες. Τα παιδιά δεν ακολουθούν απλώς το παράδειγμα των γονιών τους αλλά τις διδαχές τους, τον τρόπο που συμπεριφέρονται γενικότερα. Αυτό, δεν σημαίνει, ότι οι γονείς βάζουν πυρκαγιές. Όταν όμως υπάρχει επιθετικότητα, φτωχή σχέση μέσα στην οικογένεια, απουσιάζει η ‘κατανόηση του εφήβου’, η διάκριση μεταξύ ‘καλού’ και ‘κακού’ ή όταν οι οικογένειες είναι υπερβολικά αυστηρές ή αυταρχικές χωρίς να αφήνουν χώρο στα παιδιά να εκφραστούν, είναι πολύ πιθανόν όλες αυτές οι καταπιεσμένες ανάγκες του άγουρου παιδιού, να το οδηγήσουν ‘για δοκιμή’ σε τέτοιες πράξεις, προκειμένου να νιώσει ‘ελεύθερο’. Να εκφράσει το θυμό και την αμφισβήτησή του απέναντι στην εξουσία του γονιού. Σαν να του λέει: ‘Εδώ, δεν με ελέγχεις. Εδώ, ενεργώ εγώ’. ‘Εδώ, είμαι εγώ δυνατός, όχι εσύ’. Κάπως έτσι λειτουργεί αυτό, σαν ένα είδος διαμαρτυρίας», καταλήγει.
Σχετικά με τις ενδεδειγμένες συνέπειες
Καλώς ετέθη το οικονομικό πρόστιμο προς τους γονείς των παιδιών, όμως αυτό δεν αλλάζει το πως έχουν λειτουργήσει ως τώρα απέναντι στα παιδιά τους – είναι δεδομένο, ότι χρειάζονται βοήθεια. Σε αυτό το πνεύμα κινείται η ειδικός, σχετικά με την αντιμετώπιση, που θα έπρεπε να έχει μία τέτοια πράξη.
«Οι γονείς θεωρώ ότι χρειάζονται βοήθεια από ειδικό, προκειμένου να εξεταστεί συνολικά το πλαίσιο της οικογένειας – πράγμα βασικό. Θα πρέπει να προβληματιστούν, να αναρωτηθούν σχετικά με το πως επικοινωνούν με τα παιδιά τους. Ποιες ‘ανάγκες’ κάλυψαν τα παιδιά τους με αυτή τη ‘δοκιμή’, το ‘παιχνίδι’, το ‘πείραμα’, την ‘πλάκα’ ή το ‘θυμό’ – ο,τιδήποτε συμβολίζει η πράξη τους. Προσωπικά, πιστεύω ότι αυτό είναι το πιο σημαντικό. Κι είναι ένα ηχηρότατο καμπανάκι για να μπορέσουν οι γονείς να σταθούν περισσότερο κοντά στα παιδιά τους, επειδή στην περίπτωση αυτή, είμαι σίγουρη ότι δεν καλύπτονται οι συναισθηματικές ανάγκες των παιδιών».
Το να αξιολογηθεί απλώς η σχέση μεταξύ των μελών της οικογένειας, προφανώς δεν επαρκεί για να φέρει κάποιο θετικό αποτέλεσμα μακροπρόθεσμα. «Θα έπρεπε να υπάρχει ένα πλαίσιο υποχρεωτικής παρακολούθησης της συμπεριφοράς των παιδιών αυτών αλλά και των γονέων από ειδικό. Δεν είναι κάτι που εξαντλείται σε μία επίσκεψη. Απαιτείται αλλαγή στάσης και νοοτροπίας, αφού προηγηθεί διερεύνηση σε βάθος των αιτίων και των κινήτρων, που οδήγησαν τους εφήβους σε αυτή τη συμπεριφορά, ώστε να μπορέσουμε να τα θεραπεύσουμε».
Πόσο πιθανόν, ωστόσο, θα ήταν η ενέργεια του εμπρησμού από τους δύο 14χρονους να έγινε πράγματι ‘για πλάκα’;
Να πρόκειται, δηλαδή, για μία οικογένεια υγιή, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα και η συγκεκριμένη πράξη των νεαρών να ήταν απλώς προϊόν ‘καλοκαιρινής βαρεμάρας’; Μήπως τελικά ‘δραματοποιούμε’ τα πάντα;
Η παιδοψυχολόγος διαφωνεί κάθετα: «Ακόμη κι αν το έκαναν για πλάκα, πίσω από αυτή την ‘πλάκα’, σίγουρα κρύβονται λόγοι. Μπορεί να τους προσφέρουν τα πάντα πλουσιοπάροχα κι επειδή οι έφηβοι βαριόντουσαν να προχώρησαν στη συγκεκριμένη ενέργεια. Αποκλείεται, όμως, οι γονείς να είναι κοντά στα παιδιά τους. Παιδιά, που έχουν μία βάση, μία οικογενειακή εστία, που οι γονείς είναι κοντά τους και τα φροντίζουν ουσιαστικά, καλύπτοντας τις συναισθηματικές τους ανάγκες, δεν υπάρχει περίπτωση να κάνουν τέτοιες πράξεις. Κι αυτό, σας το λέω με βεβαιότητα, έχοντας δει τόσες χιλιάδες ανθρώπων όλα αυτά τα χρόνια».
Συμπεριφορές που δεν προκύπτουν ξαφνικά
Η πιθανότητα οι δύο έφηβοι να ξύπνησαν μία μέρα και να πήγαν να βάλουν φωτιά χωρίς να έχει προηγηθεί καμία άλλη εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς στο παρελθόν, είναι εξαιρετικά μικρή.
«Θεωρώ απίθανο δύο παιδιά να έβαλαν φωτιά εντελώς αιφνιδιαστικά, χωρίς να έχουν προηγηθεί κάποιες ενδείξεις», αρχίζει να λέει η παιδοψυχολόγος. «Ανεξάρτητα από το ποιοι είναι οι λόγοι τη δεδομένη στιγμή, όπως η πρόθεση επαναστατικότητας ή αμφισβήτησης των γονέων, δεν φτάνει ένα παιδί στην εφηβεία ξαφνικά σε πράξεις καταστροφής χωρίς κανένα ‘προηγούμενο’. Οπωσδήποτε, θα υπήρχαν κάποιες ενδείξεις, όχι απαραίτητα με φωτιές, κι αυτό είναι κάτι που χρειάζεται να συνεκτιμηθεί».
Όλα επιστρέφουν στους γονείς, για μία ακόμη φορά.
«Όχι μόνο πρέπει ως γονείς να είμαστε κοντά στα παιδιά μας αλλά οφείλουμε να έχουμε ανοιχτά τα μάτια μας. Να παρατηρούμε τις συμπεριφορές τους. Μπορεί να επιδεικνύουν έντονη επιθετικότητα, να μην υπακούν στα δεδομένα του σχολείου, να θέλουν να ξεπερνούν τα όρια με τις πράξεις τους, να μην είναι συνεργάσιμα, να δυσκολεύονται στις σχέσεις με τους συμμαθητές τους. Αυτές, αποτελούν σοβαρές ενδείξεις, οι οποίες θα πρέπει να μας προβληματίσουν για το τί συμβαίνει και να μας οδηγήσουν σε έναν ειδικό. Όσο πιο έγκαιρα τα αντιμετωπίσουμε, τόσο λιγότερο θα οδηγούμαστε σε ακραίες συμπεριφορές στην εφηβεία».
Τί συμβουλεύει η ειδικός τους γονείς
Όπως αναφέρει η κ.Αλεξάνδρα Καππάτου, «επειδή η εφηβεία είναι μία περίοδος, που τα παιδιά αρχίζουν να λειτουργούν πιο αυτόνομα, καλό είναι να συμπλέουμε – αντί απλώς να καθοδηγούμε – με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Η επικοινωνία χρειάζεται τρόπο αλλά και χρόνο ενασχόλησης μαζί τους. Η περίοδος των καλοκαιρινών διακοπών είναι μία εξαιρετική ευκαιρία για να κάνουμε συζητήσεις με τα παιδιά μας – ακόμη και μέσα από όλη αυτή την οικολογική καταστροφή που συντελείται, ας αναλογιστούμε τί μηνύματα θέλουμε να περάσουμε στα παιδιά μας για το περιβάλλον και την ευθύνη τους ως πολίτες. Οι μελλοντικοί ενήλικες διαμορφώνουν από τώρα την αντίληψή τους, γι’αυτό εντάσσουμε στην καθημερινότητά μας έννοιες όπως η αυτοεκτίμηση, η ψυχική ανθεκτικότητα, η ευαισθητοποίηση, η συμπεριληπτικότητα. Αντί η επικοινωνία με τα παιδιά μας να εξαντλείται στα μαθήματα και τις υποχρεώσεις, ας τα παροτρύνουμε να διαβάσουν ένα βιβλίο, ας συζητήσουμε αντί να είμαστε διαρκώς πάνω από το κινητό μας. Αντί να ασκούμε ασφυκτικό έλεγχο για τα ηλεκτρονικά, ας προσπαθήσουμε να τα απασχολήσουμε διαφορετικά, πηγαίνοντας σε μία θεατρική παράσταση, για παράδειγμα. Τέλος, ας μην επαναπαυόμαστε στο ότι οι συναναστροφές με τις παρέες στο χωριό είναι οπωσδήποτε ‘αθώες’, καθώς οι κίνδυνοι και οι πειρασμοί ελλοχεύουν παντού. Η δική μας δουλειά είναι να θωρακίζουμε τα παιδιά μας με τη φυσική δύναμη, ώστε να μπορούν να βάζουν όρια απέναντι σε μη αποδεκτές συμπεριφορές». Όπως δε καταλήγει η ίδια, «κανείς γονιός δεν είναι τέλειος. Αυτό που μετράει είναι οι γονείς να γίνονται περισσότερο ‘χρηστικοί’ – να ασχοληθούν ουσιαστικά με τα ‘δημιουργήματά τους’, να τα βοηθήσουν με το παράδειγμα και την ενασχόληση μαζί τους. Και τότε θα δουν να γίνονται πράγματα θαυματουργά»..
Πηγή: ygeiamou.gr