Συνέντευξη παραχώρησε στην Καθημερινή η πνευμονολόγος Θεώνη Γεωργοπούλου από την Αμαλιάδα. Στο φύλλο της περασμένης Κυριακής, η γνωστή γιατρός μίλησε για την εμπειρία του κορωνοϊού, τα περιστατικά που κλήθηκε να αντιμετωπίσει στην έναρξη της πανδημίας στην Ελλάδα πριν από ένα χρόνο περίπου...
Εχει περάσει ένας χρόνος, αλλά όταν η πνευμονολόγος Θεώνη Γεωργοπούλου ανακαλεί όλα όσα συνέβησαν τότε, μέσα σε έξι ημέρες στο ιδιωτικό ιατρείο της στην Αμαλιάδα, νιώθει σαν να τα ζει ξανά. Τόσο έντονα ήταν. Δέχτηκε τον πρώτο ασθενή το μεσημέρι της Παρασκευής 28 Φεβρουαρίου 2020. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ήρθε δεύτερη ασθενής, την Κυριακή ακολούθησε ακόμη μία. Τους εξέτασε προσεκτικά, έλαβε το ιστορικό τους. Δεν είχαν ίδια κλινική εικόνα. Ενας άρρωστος είχε πυρετό και γαστρεντερικές διαταραχές, τη σύζυγό του ταλαιπωρούσε έντονος ξηρός βήχας, άλλη ασθενής ήταν πλέον ασυμπτωματική και ήθελε να βεβαιωθεί ότι είχε αναρρώσει πλήρως. Ολοι όμως μοιράζονταν κάτι κοινό: μόλις είχαν επιστρέψει από ομαδική εκδρομή στους Αγίους Τόπους.
Η κ. Γεωργοπούλου θορυβήθηκε. Εκείνη την περίοδο η COVID-19 ήταν –κυρίως– η «νόσος των ταξιδιωτών». Ενημέρωσε τον ΕΟΔΥ, αλλά δεν ήχησε συναγερμός. Οι αρμόδιοι ακολουθούσαν τότε τα ισχύοντα πρωτόκολλα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, βάσει των οποίων το Ισραήλ και η Αίγυπτος δεν συγκαταλέγονταν ακόμη στις χώρες υψηλού κινδύνου.
Η 53χρονη πνευμονολόγος δεν ήταν η μόνη που ανησύχησε. Παρόμοιες υποψίες είχαν και άλλοι συνάδελφοί της. Στις 23.15 της 27ης Φεβρουαρίου ένας από τους εκδρομείς είχε τηλεφωνήσει στον Παναγιώτη Κυριαζή, πνευμονολόγο στη γειτονική Γαστούνη Ηλείας. Μόλις είχε γυρίσει από τα Ιεροσόλυμα και το όρος Σινά. Παραπονέθηκε για βήχα, πυρετό και ρινική συμφόρηση. Ακουγόταν μπουκωμένος. Είπε ότι και άλλοι συνταξιδιώτες του στο ίδιο λεωφορείο είχαν αρρωστήσει. Και ο κ. Κυριαζής, όπως είχε πει στην «Κ», επικοινώνησε τότε με τον ΕΟΔΥ.
Ωσπου στις 4 Μαρτίου 2020 έγινε γνωστό ότι ο πρώτος ασθενής που είχε επισκεφθεί την κ. Γεωργοπούλου βρέθηκε θετικός στον νέο κορωνοϊό. Οταν τα νέα έφτασαν στο ιατρείο της εκείνη εξέταζε άλλη ασθενή από την ίδια εκδρομή, την τέταρτη κατά σειρά. Θυμάται ότι βγήκε αμέσως στο μπαλκόνι και κάλεσε στο κινητό τον πρόεδρο του Ιατρικού Συλλόγου Αμαλιάδας. Ποιες θα ήταν οι επόμενες κινήσεις; Πώς θα μεταφερόταν με ασφάλεια η ασθενής στο νοσοκομείο; Βρήκε στο γραφείο της μια ολόσωμη προστατευτική στολή, μεγέθους extra large, και έντυσε τη γυναίκα. Πριν από χρόνια την είχε προμηθεύσει με αυτή το τοπικό υποκατάστημα του ΙΚΑ για να τη χρησιμοποιήσει σε πιθανή εμφάνιση της γρίπης των πτηνών. Κινητοποιήθηκαν άμεσα οι συνάδελφοί της και ο διευθυντής παθολογίας του τοπικού νοσοκομείου. Συνέδραμε και ο λοιμωξιολόγος Σωτήρης Τσιόδρας, ο οποίος επικοινώνησε μαζί της. Επρεπε να απομονωθούν όλες οι οικογένειες που σχετίζονταν με εκείνη την εκδρομή. Αντιμετώπιζαν πλέον την πρώτη συρροή κρουσμάτων της πανδημίας στην Ελλάδα.
Η καραντίνα
«Φοβήθηκα το άγνωστο, όχι τους ασθενείς μου», λέει η κ. Γεωργοπούλου σε τηλεφωνική της επικοινωνία με την «Κ» ένα χρόνο μετά. Εξηγεί ότι λόγω της ειδικότητάς της έπαιρνε μέτρα προστασίας και προ πανδημίας. Φορούσε μάσκα, το γραφείο της και το εξεταστήριο είναι σε διαφορετικά δωμάτια τα οποία φρόντιζε να αερίζει επαρκώς πριν και μετά την κάθε επίσκεψη. Εδινε μάσκες και στους ασθενείς που περίμεναν τη σειρά τους εάν υπήρχε συνωστισμός. Παρακολουθούσε την εξέλιξη της νόσου από τις πρώτες κιόλας ημέρες στην Κίνα, βρισκόταν σε εγρήγορση.
«Οταν άρχισαν να αυξάνονται τα κρούσματα στην Ιταλία, επειδή έχουμε το λιμάνι της Πάτρας δίπλα, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα έρθει και σε εμάς. Το περιμέναμε από την Ιταλία, μας ήρθε από το Ισραήλ», λέει.
Η ίδια δεν νόσησε, ως στενή επαφή, όμως, έπρεπε να μπει σε υποχρεωτική, προληπτική καραντίνα δύο εβδομάδων. Κλείστηκε στο υπνοδωμάτιό της. «Εκείνες οι πρώτες ημέρες ήταν δύσκολες», θυμάται. Μιλούσε με άλλους ασθενείς, εκτός των εκδρομέων, που είχαν περάσει από το γραφείο της και ανησυχούσαν μήπως είχαν αρπάξει τον ιό. Μόλις τελείωνε μια κλήση άρχιζε η επόμενη. Σε 15 ημέρες λογαριασμός τηλεφώνου 750 ευρώ. Δεν είχε γίνει πάντως διασπορά του ιού από το ιατρείο της.
Οσο παρέμενε στην απομόνωση του σπιτιού της κυκλοφόρησαν φήμες ότι η ίδια είχε αρρωστήσει βαριά και είχε εισαχθεί σε ΜΕΘ. «Φοβήθηκα περισσότερο από τον θόρυβο που είχε γίνει και έφερε σε δύσκολη θέση την οικογένειά μου», λέει. «Το χειρότερο ήταν ότι ο πατέρας μου με κάλεσε και ρώτησε “παιδί μου ζεις;”. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήμουν καλά, στο απέναντι σπίτι και όχι στο κρεβάτι της εντατικής».
Με την ολοκλήρωση της καραντίνας επέστρεψε στη δουλειά της. «Οποιος μαθαίνει ότι είναι θετικός στον κορωνοϊό ξαφνιάζεται, χρειάζεται τον χρόνο του. Είναι πολύ δύσκολο να περιμένεις στο τηλέφωνο μια απάντηση. Υπάρχουν άνθρωποι που αρνούνται να το πιστέψουν. Η διαχείριση αυτών των ασθενών γίνεται από το φιλότιμο ανθρώπων στην πρωτοβάθμια περίθαλψη. Αυτό που σκέφτεται ο ασθενής είναι ότι θα πεθάνει. Δεν σκέφτεται ότι πρέπει να διαχειριστεί ένα πρόβλημα το οποίο πλέον το γνωρίζουμε, δεν είναι όπως πέρυσι που δεν ξέραμε τι θα γίνει την επόμενη ημέρα», λέει.
Πρώτη γραμμή άμυνας
Μιλάει για το στίγμα που παρά τη συμπλήρωση ενός έτους πανδημίας ακόμη συνοδεύει σε μικρές κοινωνίες ορισμένους ασθενείς και τις οικογένειές τους. Εξηγεί ότι βάσει οδηγιών του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου και της Πνευμονολογικής Εταιρείας σε πρώτη φάση χειρίζονται τηλεφωνικά τα περιστατικά με εμπύρετες λοιμώξεις ή ύποπτα συμπτώματα. Και μετά τη θετική διάγνωση ακολουθούν το ίδιο μοτίβο. Δίνουν τηλεφωνικά συμβουλές για τακτική θερμομέτρηση, παρακολούθηση του κορεσμού οξυγόνου με οξύμετρο, ξεκούραση, καλή διατροφή και χρήση μάσκας μέσα στο σπίτι. «Δημιουργείται μια ανθρώπινη σχέση γιατρού και ασθενούς. Μιλάμε πρωί, μεσημέρι, βράδυ και εάν κάποιοι κινδυνεύσουν οδηγούνται στα νοσοκομεία αναφοράς», λέει.
Επισημαίνει όμως το πρόβλημα της μη κατοχύρωσης της τηλεϊατρικής. «Τι θα γίνει εάν δώσω συμβουλές από το τηλέφωνο και κάτι πάει άσχημα;» τονίζει. Οικογενειακοί γιατροί, όπως η ίδια, αποτελούν την πρώτη γραμμή άμυνας του εθνικού συστήματος υγείας. Αυτοί θα παραπέμψουν κάποιον για νοσηλεία, ή θα ενημερώσουν τους τοπικούς φορείς και τις αρμόδιες αρχές εάν παρατηρήσουν σημάδια έξαρσης κάποιας μεταδοτικής ασθένειας. «Η πολιτεία πρέπει να στηρίξει την πρωτοβάθμια περίθαλψη, ιδιωτική και δημόσια, στην επαρχία για να κάνουμε τη δουλειά μας πιο σωστά. Εάν λειτουργήσουμε ως σωστή κρησάρα δεν θα μπλοκάρουν με ασθενείς τα νοσοκομεία».
Η κ. Γεωργοπούλου λειτουργεί το ιατρείο της στην Αμαλιάδα εδώ και δύο δεκαετίες. Μιλάει για το πόσο τη στήριξε η οικογένειά της, ειδικά στον τελευταίο αγωνιώδη χρόνο. Η ίδια έχει εμβολιαστεί για την COVID-19 και προτρέπει τους ασθενείς της να το πράξουν όταν έρθει η σειρά τους, δίχως δισταγμό. Επισημαίνει ακόμη την ανάγκη να δοθεί προτεραιότητα σε ογκολογικούς ασθενείς και άλλες ευπαθείς για λόγους υγείας ομάδες, ανεξαρτήτως ηλικίας.
Μετά τα ομαδικά κρούσματα στους εκδρομείς των Αγίων Τόπων λέει ότι δεν υπήρξε άλλη εκτεταμένη διασπορά στην κοινότητα. «Ο φόβος ήταν διάχυτος τον περασμένο Μάρτιο. Είχαμε ασθενείς, συνήθως μετακινούμενο πληθυσμό, είτε ταξιδιώτες από την Αχαΐα, είτε από τα νησιά το καλοκαίρι, αλλά τον Νοέμβριο που “κάηκε” η Μακεδονία είχαμε ελάχιστα περιστατικά», αναφέρει.
Εδώ και δέκα ημέρες, όμως, παρατηρεί μια αυξανόμενη τάση νέων θετικών δειγμάτων. Επισημαίνει ότι πρόκειται κυρίως για ενδοοικογενειακές μολύνσεις. «Εχουμε καλές καιρικές συνθήκες, δεν έχουμε κτίρια με ασανσέρ ή εσωτερικούς κλιματισμούς, δεν υπάρχουν τόσο πολλές βιομηχανίες, είμαστε αγροτική κοινωνία. Αλλά όταν η γιαγιά θα πάρει τα εγγονάκια να τα κρατήσει στο σπίτι, θα μεταφερθεί ο ιός. Και τότε δεν θα μιλάμε για ένα κρούσμα, αλλά για μία οικογένεια. Ελπίζω το κακό να σταματήσει εδώ».
Ηταν καλός άνθρωπος
Ο πρώτος ασθενής από την εκδρομή στους Αγίους Τόπους που την επισκέφθηκε στο ιατρείο της ήταν ο 66χρονος συνταξιούχος μαθηματικός και περιφερειακός σύμβουλος Δυτικής Ελλάδας, Μανώλης Αγιομυργιαννάκης. Η κ. Γεωργοπούλου τον είχε καθηγητή στο σχολείο. «Δεν ήταν μια απλή σχέση γιατρού – ασθενούς», λέει. Στις 2 Μαρτίου 2020 η υγεία του επιδεινώθηκε, δεν ανταποκρινόταν στη συνήθη αγωγή. Η πνευμονολόγος επικοινώνησε με το τοπικό νοσοκομείο και ο ασθενής μεταφέρθηκε αρχικά εκεί και μετά στο Ρίο. Ηταν το ένατο επιβεβαιωμένο κρούσμα στη χώρα, τα προηγούμενα είχαν εντοπιστεί σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα. Η υγεία του χειροτέρεψε και λίγες ημέρες αργότερα πέθανε. Ηταν ο πρώτος νεκρός της COVID-19 στην Ελλάδα. «Θα τον θυμόμαστε», λέει η κ. Γεωργοπούλου. «Ηταν καλός άνθρωπος, καλός δάσκαλος».
Πηγή: Kathimerini.gr