Βαθιά τα σημάδια της αποχής από το σχολείο, μεγάλο το πισωγύρισμα για τα παιδιά που αντιμετώπιζαν ήδη προβλήματα λένε οι ειδικοί
Αντιμέτωποι με τη μεγάλη πρόκληση της αντιμετώπισης των προβλημάτων που έχει αφήσει στις ψυχές των μαθητών η πανδημία, αλλά και η 6μηνη αποχή από το σχολείο βρίσκονται από σήμερα δάσκαλοι και καθηγητές. Το κουδούνι χτύπησε σήμερα ξανά ύστερα από μήνες τηλεκπαίδευσης με τους μαθητές να περνούν για πρώτη φορά ύστερα από πάρα πολύ καιρό το κατώφλι των σχολείων τους με εξαίρεση όσους φοιτούν στο Λύκειο, οι οποίοι είχαν ξεκινήσει τη δια ζώσης εκπαίδευση δύο εβδομάδες πριν τις διακοπές του Πάσχα.
Απομόνωση, φοβίες, προσκόλληση στους γονείς είναι ορισμένα από τα προβλήματα που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν οι ψυχολόγοι, στους οποίους απευθύνθηκαν οι γονείς των πιο μικρών παιδιών την περίοδο των κλειστών σχολείων. Οι έφηβοι αν και λιγότερο φοβισμένοι, θα πρέπει να ανακτήσουν το κίνητρό τους ξεπερνώντας την αναβλητικότητα που τους άφησε ως «κουσούρι» η πολύμηνη αποχή από το σχολείο. Η απώλεια της ρουτίνας ήταν ένας από τους βασικούς λόγους, εξαιτίας των οποίων η ανασφάλεια των παιδιών μεγάλωσε καθώς στις ηλικίες αυτές είναι πολύ δύσκολη η διαχείριση του απρόβλεπτου.
Μεγαλύτερη είναι όμως η πρόκληση για τα παιδιά, τα οποία αντιμετώπιζαν ήδη προβλήματα και ενώ σε πολλές περιπτώσεις η κατάστασή τους είχε βελτιωθεί θεαματικά, υπήρξε μία σοβαρότατη παλινδρόμηση.
«Στα μικρότερα παιδιά που παρακολουθούμε έχουν συμβεί δύο πράγματα. Αφενός εμφανίζουν μεγαλύτερη προσκόλληση στους γονείς και έντονες φοβίες. Ακόμα και παιδιά που κοιμούνταν κανονικά στα δωμάτιά τους, θέλουν πλέον να κοιμούνται με τους γονείς τους. Επιπλέον έχουν μία υπέρμετρη ανησυχία για την υγεία τους αλλά και για την υγεία της οικογένειάς τους», εξηγεί στο ethnos.gr, η παιδοψυχολόγος, Κυριακή Πασλίδου.
Ο φόβος για την ασθένεια μάλιστα έχει οδηγήσει κάποια παιδιά στο να επιδιώκουν την απομόνωση, να τα τρομάζει η επαφή: «Ειδαμε περιπτώσεις οικογενειών που αποφάσισαν κάνοντας ένα self test να βρεθούν με ακόμα μία φιλική τους οικογένεια με παιδιά, αλλά ήρθαν αντιμέτωπες με τη σθεναρή αντίδραση των παιδιών τους να ακολουθήσουν και έναν έντονο πανικό. Τα συμπτώματα μάλιστα ήταν τόσο έντονα που ορισμένα απ΄αυτά τα παιδιά χρειάστηκε να εξεταστούν από παιδοψυχίατρο ή ακόμα και να πάρουν φαρμακευτική αγωγή, γεγονός ιδιαίτερα ασυνήθιστο σε αυτές τις ηλικίες υπό κανονικές συνθήκες».
Πιο εύκολα διαχειρίσιμη ήταν η ανησυχία για την υγειονομική κατάσταση από τους εφήβους, καθώς, όπως σημειώνει η κυρία Πασλίδου «τα μεγαλύτερα παιδιά εκδήλωσαν λιγότερη προσκόλληση και φόβο. Τα παιδιά μετά τα 14 φάνηκαν πιο έτοιμα να ξαναβρεθούν με τους φίλους τους, να μη χάσουν την καθημερινότητά τους. Ηρθαν όμως αντιμέτωπα με άλλα ζητήματα. Παρατηρούμε μια τάση εγκατάλειψης των στόχων τους, μία έλλειψη κινητρου, μία παραίτηση και μειωμένη διάθεση. Συμπτώματα που καμιά φορά μεταφράζονται από τους γονείς ως τεμπελιά, αλλά στην πραγματικότητα είναι μια αναβλητικότητα λόγω της κατάστασης. Πλέον φοβούνται περισσότερο την αποτυχία και τείνουν να δεσμεύονται λιγότερο».
Ακόμα μεγαλύτερη προσπάθεια επανόδου στην κανονικότητα θα χρειαστεί να καταβάλουν όσα παιδιά αντιμετώπιζαν ήδη προβλήματα. Κι αυτό γιατί τα σημάδια της πανδημίας και του εγκλεισμού ήταν ιδιαίτερα έντονα στα παιδιά που είχαν ήδη δυσκολίες στην κοινωνικοποίηση, που βρίσκονταν στο φάσμα του αυτισμού ή είχαν άλλου τύπου αναπτυξιακές διαταραχές, φοβίες ή άγχος και η κατάσταση τα «γύρισε πίσω»: «Εχουμε περιπτώσεις αυτιστικών παιδιών με υψηλή νοημοσύνη, τα οποία όμως έκοψαν κάθε επαφή. Αποσύρθηκαν εντελώς. Παιδιά με τα οποία είχαμε ολοκληρώσει τη συνεργασία αλλά αναγκάστηκαν να επιστρέψουν σε μας», λέει η κυρία Πασλίδου.
Σύμφωνα με την ίδια, χαρακτηριστικό της εποχής δεν είναι τόσο η αύξηση των παιδιών που αναζητούν βοήθεια από ειδικό, όσο η έντονη συμπτωματολογία.
Σημαντικός ήταν και ο ρόλος της οικογένειας, όπως επισημαίνουν οι ψυχολόγοι τονίζοντας πως όσο πιο φοβικοί και αγχώδεις ήταν οι γονείς για την πανδημία τόσο περισσότερο επηρεάζονταν τα παιδιά τους.
«Οσο πιο κατατοπιστικοί, ενημερωτικοί και λιγότερο φοβικοί ήταν οι γονείς, τόσο καλύτερα διαχειρίζονταν την κατάσταση και τα παιδιά. Η υπερβολή πάντα τρομάζει αυτες τις ηλικίες. Τα μέτρα προστασίας, οι μάσκες, τα αντισηπτικά έβαλαν τα παιδιά σε μια άγνωστη διαδικασία. Είδαμε περιπτώσεις παιδιών που ήταν τόσο φοβισμένα που αρνούνταν να βγάλουν τη μάσκα τους», σημειώνει η ψυχολόγος, Νέλλη Θεοδοσίου.
Αλλά ακόμα και η τηλεκπαίδευση ήταν ένα μεγάλο στοίχημα για τους μαθητές: «Τα παιδιά ήταν άμαθα. Το ίδιο και οι γονείς. Επρεπε να συνηθίσουν να περιορίζονται αντίθετα σε ό,τι προστάζει η ηλικία τους που θέλει τους μαθητες να πηγαίνουν στο σχολείο, να τρέχουν, να παίζουν, να μιλάνε, να τσακώνονται και να γελάνε με τους φίλους τους. Γι΄αυτό και τώρα που περίμεναν να επιστρέψουν στο σχολείο, το μόνο που έλεγαν είναι ότι θέλουν να πάνε για να δουν τους φίλους τους» τονίζει προσθέτοντας πως σε αρκετές περιπτώσεις υπήρξε και κατάχρηση των ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Κι αυτό ακόμα και στις μεγάλες τάξεις του Λυκείου: «Μαθητές ακόμα και της Γ΄ Λυκείου παρόλο που βρίσκονται στην τελική ευθεία για τις εξετάσεις έβγαζαν άρνηση στο να διαβάσουν, αισθάνονταν κουρασμένοι, είχαν έντονα σημάδια παραίτησης».
Σύμφωνα με την κυρία Θεοδοσίου, πάντως, υπάρχει και μία μερίδα μαθητών που δε θέλουν να επιστρέψουν στο σχολείο: «Πρόκειται για τα παιδιά που δεν έχουν καλή σχέση με τους συμμαθητές τους, που είναι πιο δειλά, αποσυρμένα».
Πηγή: Εthnos.gr