Ο ξαφνικός θάνατος του σημαντικού συμπολίτη Βασίλη Γιαννακόπουλου μας πλήγωσε βαθύτατα. Για όλους εμάς ήταν ο «σημαντικός άλλος».
Για την οικογένειά του υπήρξε ο σύζυγος, ο πατέρας, ο αδερφός, ο θείος, ο ανιψιός και η βαρύτατη απώλεια θα σημαδεύει την καθημερινότητά τους. Ήδη ο θάνατος αφαιρεί το δικαίωμα του οδηγητικού λόγου του γονιού, χωρίζει την αυθεντική παρουσία του συντρόφου. Το στήριγμα θ’ απουσιάζει από τη ζωή τους, ωστόσο το πνεύμα θα τους οδηγεί μη οδηγώντας και παραμένοντας «παρών» μέσα στο σπίτι του.
Ο Βασίλης «κατοίκησε εντός της ψυχής» του Δημήτρη και του Γιώργου των παιδιών του, η Μαρία και κάθε συγγενικό πρόσωπο ακούμπησε «πάνω του» με εμπιστοσύνη, χωρίς επιφυλάξεις.
Έγινε αντιληπτός ως κοντινός και πιστός «φίλος», αισθητός ως υποστηρικτικός σύντροφος στις δύσκολες ώρες των πρόσφατων απωλειών ζωής και χωρίς να έχει πάντα φυσική παρουσία υπήρξε εκεί, «παρών».
Ο «εφημερίδας» υπήρξε μαχητής από μικρός, μαχητικός στις δύσκολες στιγμές, τίποτα δεν του χαρίστηκε και γι αυτό ήταν άπλετα διευκολυντικός και γενναιόδωρος. Ως πρόσωπο δεν επιδίωξε να λειτουργήσει ως «πρότυπο» καίτοι χρόνια στον έντυπο τύπο. Αν κάποιοι τον αντιλήφθηκαν ως πρότυπο ίσως εμπνεύστηκαν, ίσως βοηθήθηκαν οι ίδιοι, αφού η στωική επίγεια ζωή του και η ασκητική συμπεριφορά του απογείωσε τον όρο άνθρωπος. Η πίστη του συνεπής στα ιδανικά του γι αυτό θα μείνει στην συνείδησή μας, ως ενάρετος.
Ο Βασίλης είχε συστολή. Αρνήθηκε κάθε εξουσία και ανωτερότητα ρόλου προκειμένου να διευκολύνει την ανάπτυξη του ομαδικού πνεύματος: στην οικογένειά του, στον αγαπημένο του Πέλοπα Πύργου, στην υποψηφιότητά του στα τοπικά πολιτικά δρώμενα, στα λατρεμένα Χαλκιάτικα των παιδικών του χρόνων και αναμνήσεων.
Ήταν προσεκτικός ακόμη και την ώρα του καφέ ώστε να μην τραυματίσει με το λόγο και τη συμπεριφορά του κάθε φιλική ψυχή. Πρόσεχε να μην ενοχλεί ακόμη και ο ίσκιος του, η ανάσα του.
Με το εύγλωττο της μη λεκτικής περισσότερο παρουσίας του δήλωσε την αναχώρησή του στο ταξίδι των ψυχών. Ταξιδεύει χωρίς κρυφο- δάκρυα, χωρίς λύπες και στενοχώριες έχοντας δώσει θάρρος και ασφάλεια για το καινούργιο, το αέναο, το παντοτινό.
Ο «Κόρτε» πράγματι υπήρξε μια αυλή συναισθημάτων. Τον ανακαλούν οι στίχοι του Γκάτσου στην «Αθανασία». Με την πεποίθηση πώς η «Αθανασία» είναι η μεγαλύτερη δύναμη, υπέρτερη ακόμη και του θανάτου, γεννιέται η ελπίδα πως όλοι είμαστε «αθάνατοι» στην ψυχή και όχι σ’ αυτή των διψασμένων κροίσων, αλλά στην «Αθανασία του Χριστού» των ταπεινών προσκυνητών.
Ο Βασίλης απ’ τον κόσμο της ανατολής και της δύσης αυτή την “Αιωνιότητα” την παίρνει προίκα μαζί του απ’ τους αγώνες, τις θυσίες, την προσωπική του στάση και το βηματισμό του. Θ’ ακολουθήσει την μονίμως φωτισμένη κοιλάδα έως να φτάσει στον Προορισμό.
Ο Κύριος δεν υποσχέθηκε δίκαιη ζωή στους καλούς ανθρώπους, ωστόσο την απώλεια ζωής δεν χρειάζεται να την αντιμετωπίσουν οι δικοί του μόνοι τους. Εκείνος θα είναι μαζί τους και μείς ας προσευχηθούμε ώστε η οικογένειά του να ενισχυθεί με δύναμη για να κατακτήσουν την ανηφορική σκάλα των δακρύων περνώντας απ’ το λατομείο των θρήνων.
Ας προσευχηθούμε για να διαχειριστούν με κουράγιο και αντοχή την ατυχία που ήρθε πρώιμα στο μπαλκόνι τους. Μαζί τους θα ’ναι οι τιμημένοι απόστολοι Πέτρος και Παύλος καρτερώντας τον Βασίλη στην αιώνια ζωή του.
«Άσπρο περιστέρι, μαύρο μου φτερό, Βασίλη μου, κάθε καλοκαίρι θα σε καρτερώ…»
Θέμης Μαντάς