Αλέκος Φασιανός, Δημήτρης Μυταράς, Γιάννης Γαΐτης, Όπυ Ζούνη, Γιάννης Ψυχοπαίδης… Μερικά από τα πιο σπουδαία ονόματα της ελληνικής εικαστικής σκηνής και συνάμα κάποιες από τις υπογραφές που φέρουν τα δεκάδες έργα τέχνης -αριστουργήματα- που κοσμούν τους καταλόγους της Δημοτικής Πινακοθήκης Καλαμάτας Α. Τάσσος αλλά και της Πινακοθήκης που ανήκει στη Λαϊκή Βιβλιοθήκη της πόλης, χωρίς ωστόσο… να εκτίθενται.
Όποιος έχει τύχει να επισκεφτεί την αναμφισβήτητα όμορφη μεσσηνιακή πρωτεύουσα, αναζητώντας τους προαναφερθέντες χώρους, πιθανότατα γνωρίζει τι συμβαίνει. Οι δύο Πινακοθήκες που υπάρχουν στην πόλη διαθέτουν ιστορικές συλλογές που σίγουρα μπορούν να χαρακτηριστούν εθνικός θησαυρός, αλλά υπολειτουργούν και δεν διαθέτουν τα μέσα για να παρουσιάσουν τις δημιουργίες, όπως τους αρμόζει. Κι αυτό γιατί, όπως τονίζουν οι άνθρωποι που βρίσκονται πίσω από αυτές, δεν έχουν στα χέρια τους τα κατάλληλα αγαθά για να τις «αναστήσουν», να τις δουν και πάλι πλήρως λειτουργικές, έτοιμες να υποδεχτούν το φιλότεχνο κοινό.
Ασταθές ωράριο και υποστελέχωση
Μάλιστα, όπως λένε στο ethnos.gr, βασικό τους μέλημα είναι, οι χώροι τέχνης να στελεχωθούν, να στεγαστούν σε κατάλληλα και ασφαλή κτίρια και η πολιτεία να δει σοβαρά το θέμα με τις περιφερειακές Πινακοθήκες, οι οποίες έχουν ανάγκη από στήριξη και χρηματοδότηση. Στην προκειμένη δε περίπτωση, πρόκειται για μια πόλη που σταθερά στον χρόνο προσελκύει πλήθος τουριστών -από την Ελλάδα και το εξωτερικό- οι οποίοι, μεταξύ άλλων, δείχνουν ενδιαφέρον για την παρακολουθήση πολιτιστικών γεγονότων, κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες.
Η Καλαμάτα, παράλληλα σήμερα, θεωρείται η γενέτειρα αναγνωρισμένων καλλιτεχνών με διεθνή καριέρα, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν ο Γιάννης Μπουτέας -έργα του οποίου εκτίθενται στην Εθνική Πινακοθήκη και το ΕΜΣΤ- ο Δημήτρης Τζαμουράνης και ο Παύλος Διονυσόπουλος. Υπάρχει ένας πόλος έλξης για την πόλη, άνθρωποι που αναζητούν, ρωτούν, ασχολούνται, αλλά πολλές φορές… δεν βρίσκουν ανταπόκριση. Το ethnos.gr συγκέντρωσε διάφορες μαρτυρίες ανθρώπων που έχουν επισκεφτεί τις Πινακοθήκες στην ιστορική πόλη, ενώ συνομίλησε και με τον πρόεδρο του Δ.Σ της Λαϊκής Βιβλιοθήκης -στην οποία υπάγεται και η μία Πινακοθήκη- κύριο Παναγιώτη Φουρναράκη, ο οποίος δέχτηκε με χαρά να μας περιγράψει την κατάσταση.
Αρχικά, αξίζει να αναφερθεί πως η Πινακοθήκη Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης στην Καλαμάτα ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 1962 από τη Λαϊκή Βιβλιοθήκη σε συνεργασία με τον διακεκριμένο ζωγράφο, Κώστα Γιαννουκόπουλο. Σήμερα, στεγάζεται στον τέταρτο όροφο του Πνευματικού Κέντρου της πόλης, ενώ διαθέτει περίπου 450 έργα σημαντικών Ελλήνων καλλιτεχνών, που έχουν, κατά συντριπτική πλειοψηφία, δωρηθεί από τους ίδιους δημιουργούς ή τους φιλότεχνους συλλέκτες.
Από τους πίνακες όμως αυτούς, μονάχα πολύ λίγοι μπορούν να εκτίθενται κάθε φορά, λόγω του περιορισμένου χώρου, αλλά και των αντίξοων συνθηκών που λειτουργούν ως τροχοπέδη. Όπως εξηγεί ο κ. Φουρναράκης, πρόσφατα από την τεράστια αυτή συλλογή ανασύρθηκαν 35 δημιουργίες, οι οποίες εκτέθηκαν σε γειτονική ιδιωτική γκαλερί κι αυτό για να μην μένουν αναξιοποίητες. «Μόνο με τις συνεργασίες έχουμε τη δυνατότητα να βγούμε έξω από τον κλειδωμένο χώρο μας. Με τον τρόπο αυτό, έχουμε κι εμείς την ευκαιρία να αναβαθμίσουμε το κτίριο, να βάψουμε, να κάνουμε όποιες άλλες εργασίες χρειάζονται», σημειώνει χαρακτηριστικά ο πρόεδρος της Λαϊκής Βιβλιοθήκης.
Και η ανάγκη για... συντήρηση
Ο κ. Φουρναράκης αναφέρεται στην ανάγκη συντήρησης κάποιων έργων αλλά και των κτιριακών εγκαταστάσεων. «Πριν από περίπου δύο μήνες, είχε επισκεφθεί την Πινακοθήκη ομάδα από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, προκειμένου να επιλέξει ποια έργα ήταν κατάλληλα να μεταφερθούν στην ιδιωτική γκαλερί. Ο πολιτισμός θέλει χρήμα και δεν συγκινεί εύκολα. Πρόκειται για μια τεράστια πολιτιστική κληρονομιά, η Βιβλιοθήκη, εκτός όλων των άλλων, διαθέτει και περίπου 120.000 τόμους», επισημαίνει, συμπληρώνοντας όμως πως η επικοινωνία με τον δήμο της πόλης πλέον είναι καλή και πως υπάρχει δέσμευση ότι οι εργασίες θα προχωρήσουν.
Ο επικεφαλής της Βιβλιοθήκης εξηγεί πως οι κτιριακές εγκαταστάσεις που φιλοξενούν και την Πινακοθήκη χρήζουν επισκευής και πως είναι ανάγκη να προχωρήσουν άμεσα συνολικές εργασίες, ώστε και τα έργα να προφυλάσσονται. «Οι πίνακες ανήκουν στον καλαματιανό λαό», τονίζει κατά τη συζήτησή μας. «Την καλοκαιρινή περίοδο έρχονται οι
ξένοι και δεν ξέρουν πού βρίσκονται οι Πινακοθήκες, αδυνατούν να εντοπίσουν τα ωράρια λειτουργίας», προσθέτει. Τη δεδομένη στιγμή, η Πινακοθήκη της Λαϊκής Βιβλιοθήκης λειτουργεί λίγες ώρες και μόνο μερικές μέρες της εβδομάδας, ενώ ο επισκέπτης θα πρέπει να καλέσει υπάλληλο που εργάζεται ως φύλακας από άλλο όροφο, προκειμένου να ανοίξει τις πόρτες και να έχει πρόσβαση όποιος θέλει στον εικαστικό χώρο. Ο κ. Φουρναράκης σημειώνει πως για το θέμα έχει απευθυνθεί και στο Υπουργείο Πολιτισμού, τονίζοντας πως στην Καλαμάτα
υπάρχει μια ολόκληρη εθνική περιουσία που δεν πρέπει να πάει χαμένη.
Φανερά συγκινημένος αναφέρεται σε ένα έργο του Φώτη Κόντογλου, αφιερωμένο στην Παναγία της Τήνου και στη «Μητρότητα» του Γιαννούλη Χαλεπά που αφήνει άφωνους όσους συνειδητοποιούν πως ο πίνακας που συγκινεί βρίσκεται στη μεσσηνιακή πόλη. «Θεωρούμε ωστόσο πως γίνονται βήματα το τελευταίο διάστημα. Στόχος είναι να δημιουργηθεί στην πόλη μια ενιαία Πινακοθήκη αλλά και ένα τμήμα συντήρησης για το οποίο θα συνεργαστούν φορείς από το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής και το Πανεπιστήμιο της Καλαμάτας», λέει. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως η συντήρηση είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο για την «επιβίωση» των έργων τέχνης, ενώ αντίθετα, οι κακές συνθήκες στις οποίες μπορεί να υποβάλλονται, είναι ικανές για να τα… καταστρέψουν. Μπορεί ο χρόνος να ενεργεί ευεργετικά στην αξία τους, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με την «υγεία» τους. Για να
διατηρήσει και να αυξήσει την αξία του ένα έργο τέχνης θα πρέπει να βρίσκεται σε καλή κατάσταση, δηλαδή να συντηρείται σωστά.
Τα σημάδια του χρόνου μπορούν να «επουλωθούν» μόνο από το χέρι των ειδικών συντηρητών, οι οποίοι με τη χρήση σύγχρονων τεχνικών και μέσων μπορούν να «θεραπεύσουν» τις όποιες ζημιές έχουν υποστεί τα έργα και να τους ξαναδώσουν τη χαμένη τους λάμψη. Συντήρηση είναι κάτι που χρειάζονται όλες οι δημιουργίες, σε τακτά
χρονικά διαστήματα, ανεξάρτητα από την κατάσταση στην οποία βρίσκονται και ο λόγος είναι προφανής: με τη συντήρηση επιμηκύνεται ο χρόνος ζωής τους και διατηρείται όσο μεγαλύτερο διάστημα είναι δυνατόν η αρχική τους κατάσταση.
Το πάγιο αίτημα στις Αρχές
Για το θέμα επικοινωνήσαμε και με τον διευθυντή του Εικαστικού Τομέα της «Φάρις» -της δημοτικής επιχείρησης η οποία, μεταξύ άλλων, είναι υπεύθυνη και για την λειτουργία της Δημοτικής Πινακοθήκης στην Καλαμάτα- κύριο Παναγιώτη Λαμπρινίδη. Οι λεπτομέρειες που περιέγραψε δεν διαφέρουν πολύ από όσα ήδη μας είχαν γνωστοποιήσει όσοι έχουν υπόψιν το ζήτημα. Όπως ο ίδιος υπογραμμίζει, η συλλογή της Δημοτικής Πινακοθήκης Α.Τάσσος, απαρτίζεται από περίπου 500 έργα, τα οποία ήρθαν στην κατοχή της αφενός από δωρέες που πραγματοποιήθηκαν μετά τον καταστροφικό σεισμό που έπληξε την πόλη το 1986 και αφετέρου από δωρεά που έκανε το 2007 το ίδρυμα του καλλιτέχνη Τάσσου Αλεβίζου, από τον οποίο έλαβε και το όνομά της.
Η Δημοτική ωστόσο Πινακοθήκη έχει χώρους οι οποίοι μπορούν να φιλοξενήσουν περίπου 70 πίνακες και για τον λόγο αυτό, συνήθως διοργανώνονται περιοδικές εκθέσεις. Ο κ. Λαμπρινίδης εξηγεί πως υπό την επιμέλειά του έχουν πραγματοποιηθεί 13 περιοδικές εκθέσεις σε συνεργασία με την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, ενώ αναφέρεται στην πιο πρόσφατη διοργάνωση που έλαβε χώρα στην πόλη σε συνεργασία με το Μουσείο Νεοελληνικής Τέχνης Ρόδου και προσέλκυσε επισκέπτες που άγγιζαν ακόμα και τους 200 την ημέρα. «Το ενδιαφέρον που υπήρξε ήταν μεγάλο, έκανα πολλές ξεναγήσεις, περιηγήθηκαν στην έκθεση όλα τα σχολεία της Μεσσηνίας. Ωστόσο, το εικαστικό γεγονός έγινε στο Μέγαρο Χορού της πόλης, εκεί πραγματοποιούνται αντίστοιχα δρώμενα, ο χώρος της Πινακοθήκης μας δεν ενδείκνυται», δηλώνει και δίνει αφορμή για απάντηση σε ερωτήματα που είχαμε εξαρχής θέσει.
«Δεν προσλαμβάνουν εργαζόμενους ώστε να λειτουργήσει σωστά η Πινακοθήκη. Είχαμε μια γραμματέα, αλλά συνταξιοδοτήθηκε. Ο τομέας έπρεπε να έχει πέντε άτομα προσωπικό, δηλαδή έναν καλλιτεχνικό διευθυντή, γραμματέα και φύλακες και αυτή την ώρα υπάρχει μόνο ένας φύλακας που δεν προλαβαίνει να επιτηρεί τα πάντα. Η υποστελέχωση είναι το μεγάλο μας πρόβλημα, δίνω μάχη εδώ και πολλά χρόνια, η Πινακοθήκη ανήκει στον Δήμο και αυτός πρέπει να δράσει, το αίτημα είναι πάγιο», αναφέρει ο κ. Λαμπρινίδης.
Καμία επίσημη απάντηση από την Πολιτεία
Να αναφερθεί πως για το ζήτημα, το ethnos.gr επικοινώνησε περισσότερες από μία φορές με τον Δήμο της Καλαμάτας, χωρίς να λάβει ωστόσο κάποια απάντηση. Προώθησε παράλληλα σχετικό αίτημα σε γραφεία βουλευτών του Νομού Μεσσηνίας και του αντιπεριφερειάρχη Μεσσηνίας, χωρίς επίσης κανένα αποτέλεσμα. Το υπουργείο Πολιτισμού, μετά από ερώτημα που θέσαμε, διευκρίνισε πως την ευθύνη για τις συγκεκριμένες Πινακοθήκες έχει αποκλειστικά ο Δήμος Καλαμάτας.
Αντί επιλόγου, σημειώνεται το εξής: Πρόσφατα στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» εντάχθηκε το πρόγραμμα της Πολιτιστικής Συνταγογράφησης του ΥΠΠΟΑ. Το συγκεκριμένο έργο έχει σαν στόχο τον σχεδιασμό και την πιλοτική εφαρμογή του προγράμματος της Πολιτιστικής Συνταγογράφησης ως συμπληρωματικής θεραπευτικής αγωγής σε άτομα που αντιμετωπίζουν προβλήματα ψυχικής υγείας και ψυχολογική επιβάρυνση από χρόνιες ασθένειες, τη μελέτη σχετικά με τις επιπτώσεις της επαφής των ασθενών με την τέχνη και τον πολιτισμό, την διαδικασία και τρόπους συμμετοχής των ασθενών και των πολιτιστικών φορέων στο πρόγραμμα και την
εποπτεία και αξιολόγηση του προγράμματος με σκοπό τη βελτιστοποίησή του.
Με άλλα λόγια, αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο η επαφή με τον πολιτισμό και τα δρώμενά του, μπορεί να λειτουργήσουν σωτήρια για την ψυχική υγεία και ως εκ τούτου τη γενικότερη ευημερία ενός ατόμου. Ο πολιτισμός δεν είναι πολυτέλεια. «Γιατρεύει» την ψυχή, «επουλώνει» πληγές, ανοίγει ορίζοντες και καταπραΰνει. Η δημιουργία μιας λειτουργικής Πινακοθήκης, πέραν των πλεονεκτημάτων που μπορεί να εξασφαλίσει σε τοπικό επίπεδο, είναι απαιτούμενο για τους πολίτες και πάντα τέτοιο πρέπει να είναι. Και οι τοπικοί φορείς που αγωνίζονται για την «επιβίωση» των χώρων αυτών αξίζει να λάβουν επιτέλους μια απάντηση.
Πηγή: ethnos,gr