Βρισκόμαστε στην «καρδιά» της εποχής της συνύπαρξης της γρίπης και του κορονοϊού: Ο κίνδυνος και για τις δύο νόσους είναι ή/και παραμένει αρκετά υψηλός.
«Επιπλέον, επικρατεί μια σύγχυση όσον τις αφορά, καθώς οι δύο νόσοι έχουν ομοιότητες στον τρόπο μετάδοσης: μέσω των σταγονιδίων του βήχα, του φτερνίσματος και της ομιλίας και μέσω της επαφής με μολυσμένες επιφάνειες, αλλά και στα συμπτώματα: πυρετός, -συνήθως με ρίγη-, βήχας, πονόλαιμος, πονοκέφαλος, ρινική συμφόρηση και καταρροή, φαρυγγαλγία, μυαλγίες, αρθραλγίες», επισημαίνει ο κ. Σπυρίδων Γκάτζιας Aναπληρωτής Διευθυντής της Πνευμονολογικής Κλινικής «ΠΝΟΗ» του Metropolitan Hospital.
«Όμως, διαφοροποιούνται σε κάποια χαρακτηριστικά όπως η απώλεια γεύσης και όσφρησης που πιθανότατα υποδηλώνει COVID-19 και ο τρόπος έναρξης των συμπτωμάτων, καθώς μια αιφνίδια έναρξη συμπτωμάτων συνοδευόμενη από υψηλό πυρετό πιθανότατα υποδηλώνει γρίπη. Μια άλλη διαφορά, όχι μεταξύ των δύο νόσων αλλά μεταξύ των προηγούμενων και των τωρινών μορφών τους, είναι ότι η λοίμωξη COVID-19 είναι πιο ήπια, ενώ η γρίπη εμφανίζεται στην τωρινή της μορφή πιο επιθετική και λίαν μεταδοτική» προσθέτει.
Ποια συμπτώματα προκαλούν ανησυχία
Γενικά, καλό θα είναι, σε κάθε περίπτωση, να αποταθούμε σε ειδικό ιατρό ο οποίος θα θέσει και τη σωστή διάγνωση και να μην προσπαθήσουμε να κάνουμε διάγνωση μόνοι μας. Αυτή η ανάγκη είναι πιο επιτακτική όταν υπάρχει υψηλός πυρετός που επιμένει για πάνω από 2-3 ημέρες, δύσπνοια, συρίττουσα αναπνοή (ήχος σαν «σφύριγμα» που μπορεί και να σημαίνει λοίμωξη από τον ιό RSV, αναπνευστικός συγκυτιακός ιός, που προσβάλλει κυρίως βρέφη και μικρά παιδιά).
Παράγοντες κινδύνου
Παράγοντες κινδύνου για σοβαρή νόσηση, που αφορούν και τις δύο λοιμώξεις, είναι το κάπνισμα, το αυξημένο σωματικό βάρος, η μεγάλη ηλικία, η ύπαρξη χρόνιας πνευμονοπάθειας, καρδιαγγειακού προβλήματος, σακχαρώδους διαβήτη, ή ανοσοκαταστολή λόγω κάποιας θεραπείας.
Πρόληψη και θεραπεία
Η καλύτερη θεραπεία και για τις δύο λοιμώξεις είναι η πρόληψη. Αυτή περιλαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα αλλά και τη συμμόρφωσή μας με αυτά. Κάποια από τα μέτρα που λειτούργησαν στην αρχή της πανδημίας COVID-19 (και παράλληλα λειτούργησαν και για την εποχική γρίπη) μπορούν και τώρα να μας βοηθήσουν και για τις δύο λοιμώξεις. Αυτά είναι η χρήση μάσκας όπου αυτή ζητείται αλλά και όταν αυτή επαφίεται στην ευχέρειά μας, το τακτικό και καλό πλύσιμο των χεριών, η τήρηση γενικά των συνθηκών υγιεινής, η χρήση αντισηπτικών διαλυμάτων κ.ά. Όμως το πιο σημαντικό προληπτικό μέτρο, αυτό που πραγματικά κάνει τη διαφορά είναι ο εμβολιασμός.
«Ο εμβολιασμός είναι το ισχυρότερο όπλο που έχουμε και εναντίον της γρίπης και εναντίον της COVID-19 (αλλά και των υπόλοιπων ιώσεων). Για τη γρίπη πρέπει να γίνεται ο ετήσιος εμβολιασμός, ενώ για τον νέο κορονοϊό με βάση τις οδηγίες των αρμόδιων αρχών. Ειδικά για τις ομάδες υψηλού κινδύνου, καλό είναι να γίνεται και επαναληπτικός εμβολιασμός για τη γρίπη, γιατί η μεταδοτικότητά της μπορεί να παραμείνει σε υψηλό επίπεδο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από εκείνο για το οποίο μας προστατεύει το αρχικό αντιγριπικό εμβόλιο.
Όσον αφορά στη θεραπεία της γρίπης, όταν τα συμπτώματά της είναι ήπια, η θεραπευτική αγωγή είναι συμπτωματική, όταν όμως εμφανίσει βαρύτερα, τότε χορηγούνται αντιιϊκά φάρμακα και κατά προτίμηση στα πρώτα στάδια της νόσου. Όσον αφορά στην COVID-19, η θεραπευτική προσέγγιση δεν είναι ενιαία αλλά εξαρτάται από τη βαρύτητα της νόσου και την ανοσολογική επάρκεια της/του ασθενούς» καταλήγει ο κ. Γκάτζιας.
Πηγή: Ethnos.gr