Ο Σπύρος Μπεβούδας ο άριστος σύζυγος και πατέρας, ο καταπληκτικός επικοινωνιακός εστιάτορας, ο γνωστός για τον εύθυμο χαρακτήρα του και μέγιστος «σκηνοθέτης» εύθυμων σεναρίων, πέθανε το Σάββατο, αφήνοντας όμως στην πόλη τη ζωντανή ιστορία του.
Στην ταβέρνα του στην οδό Έλληνος Στρατιώτη, ακριβώς απέναντι από το εργοστάσιο του Δημάρχου Ξυστρή, - που διατήρησε επί δεκαετίες με την αγαπημένη του σύζυγο κα Σία, διαδραματίστηκαν μοναδικές ιστορίες οι οποίες ταξίδεψαν στη χώρα και στο εξωτερικό. Τις μετέφεραν ποδοσφαιριστές, προπονητές, παράγοντες, εμπορικοί αντιπρόσωποι, βουλευτές, υπουργοί, αλλά και απλοί άνθρωποι, κάνοντας την ταβέρνα «Χίλτον» και Α’ Εθνικής.
Ο αείμνηστος Σπύρος υπήρξε σχεσιοδυναμικός άνθρωπος. Δύσκολα θα άκουγε κανείς άδικο λόγο απ’ το στόμα του. Με την χαρακτηριστική του φωνή μάγευε τον συνομιλητή του, γεννημένος για επικοινωνία. Ως επαγγελματίας θαυμάσιος, γνώστης της δουλειάς του. Ο Σπύρος Μπεβούδας υπήρξε φανατικός φίλαθλος του Πανηλειακού από την ίδρυσή του. Σταθερός στη θέση του στο γήπεδο και στις «θέσεις» του για την ομάδα, τις περισσότερες φορές παρακολουθούσε όρθιος τα παιχνίδια.
Αφιερώνουμε 11 κεφάλαια όσοι και οι παίκτες μιας ομάδας ποδοσφαίρου, απ’ τη χρυσή εποχή του Πανηλειακού «επί εποχής Σταυρόπουλου». Υπήρξε λάτρης της χαράς, του γέλιου, των αστείων «Αυτά θα μείνουν κύριε, όλοι θα πεθάνουμε, αλλά η χαρά και η καλοσύνη θα μείνει» έλεγε πρόσφατα κατηφορίζοντας την οδό Καστόρχη.
Για τη μνήμη του ανασύρουμε απ’ το παρελθόν ιστορίες που μας έχει διηγηθεί και τις παραθέτουμε για να τις θυμηθούν οι παλιότεροι και να πλάσουν με το μυαλό τους οι νεότεροι τον εύθυμο χαρακτήρα του Πυργιώτη ταβερνιάρη, όπως επιθυμούσε να τον αποκαλούμε στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις.
Ιδού τι είχε πει:
1ο Κεφάλαιο: Αντώνης Γεωργιάδης
«Έτρεμα που τον είδα. Τιμή μου, που ήρθε στην ταβερνίτσα μου, μαζί με το βοηθό του τον κ. Αργυρούλη. Τους έβαλα μέσα στη ψυχή μου ήταν γνήσιος ο Γεωργιάδης, εξαιρετικός τεχνικός που αγάπησε ιδιαίτερα τους Πυργιώτες. Είναι η δεύτερη πατρίδα μου, ο Πύργος, έλεγε.
-Παίζει ο Πανηλειακός στην Καλαμάτα, στη Β’ Εθνική, τότε που ήταν στα χάι του αλλά κάπως γίνεται και χάνει… Ο Γεωργιάδης είχε για σημάδι νίκης, την ψαρόσουπα της Τετάρτης. Μαζί με το κυρίως πιάτο ήθελε και τα έξτρα, δηλαδή γιαούρτι σακούλας και χαλβά φτιαγμένο από την κυρα-Σία. Εγώ δεν τον έβλεπα ως πορτοφόλι… Μου άρεσε που ερχόταν στην ταβέρνα. Ήθελε όμως να κάνει και περικοπές για να γίνονται τα αστεία. Έρχεται λοιπόν η Τετάρτη, να σου ο κυρ-Αντώνης.
-Για πέσε μου εσύ μεγάλε “Χίλτον”…Ήθελε να ανεβάσει την ταβερνίτσα σε μαγαζί Τσάμπιον Λιγκ.
-Πες μου πώς χάσαμε στην Καλαμάτα; Τι είδες εσύ; Κατάλαβες κάτι;
-Ναι, του απαντώ εγώ.
-Ποτέ δεν τρώνε γιαούρτι με το ψάρι Τετάρτη. Από τότε κόπηκε με μαχαίρι η γιαούρτι. Την Κυριακή παίζουμε και κερδίζει με 4-5 γκολ διαφορά. Την άλλη Κυριακή νέα νίκη με πολλά γκολ. Το γιαούρτι με το ψάρι τέρμα. Παρασκευή δεν άγγιζε ψάρι ούτε γι αστείο. Μια Παρασκευή μου έφεραν 15 κιλά ψάρια λαχταριστά για να τα φτιάξω να τα φάει η παρέα του κυρ-Αντώνη.
Λέω, «παιδιά ο Αντώνης, δεν τρώει ψάρι Παρασκευή, μην κάνετε τον κόπο, εγώ δεν πρόκειται να τα συγυρίσω». Πράγματι δεν ήρθε κανείς. Αργά τη νύχτα να ’σου ο Αργυρούλης.
-Που είναι οι άλλοι; Μου λέει.
-Του απαντώ, δεν τρώνε ψάρι σήμερα.
-Καλά βάλε μου εμένα, λέει ο Νίκος.
-Θα το πω στον Μεγάλο, του απαντάω, οπότε ο Λαρισαίος, έφυγε νηστικός.
Τα είχε αυτά ο Γεωργιάδης…
Α! και ένα μυστικό. Ο Αντώνης, πέρασε Γ’, Β’ Εθνική με την ίδια αθλητική φανέλα. Τη φορούσε σε όλα τα ματς. Δυο φορές ξέχασε να τη φορέσει και…τι σύμπτωση έχασε! Ήταν προληπτικός. Μία φορά με τη Νάουσα, που έβρεχε, καθόμουνα στη θύρα 6. Στο ημίχρονο, μου κάνει νόημα, ήξερε που καθόμουν.
Δώσε ένα τσιγάρο, μου λέει…κερδίσαμε!
2ο Κεφάλαιο: Τζόρτζεβιτς
Ο Τζόρτζεβιτς δεν είχε ακουμπήσει το ψάρι. Δεν ξέρω, δεν είχε φάει, δεν του άρεσε, τι να πω. Ένα μεσημέρι που είχε έρθει με την παρέα του, μου ζήταγε καλαμαράκια. Δεν έχω τελειώσανε του λέω, θα σου ψήσω μια τσιπούρα του είπα αλλά δεν ήθελε. Υπ’ ευθύνη μου του λέω, από τότε έγινε ο καλύτερος ψαροφαγάς… στην Ελλάδα
3ο Κεφάλαιο: Ο Ραβούσης
Ο Ραβούσης που μια μερίδα φιλάθλων τον κατηγόρησαν, λανθασμένα, για τον αγώνα της ΑΕΚ. Την Παρασκευή πριν από το ματς, ήταν με μια παρέα εδώ. Σε άλλο τραπέζι άλλη παρέα Αθηναίων. Του λένε λοιπόν, διερευνητικά…
-Την Κυριακή παίζεις με την ΑΕΚ; Τι θα κάνεις, θα χάσεις;
-Αν κερδίσω την Κυριακή , παιδιά, του χρόνου, θα είμαι 1ος προπονητής της ΑΕΚ.
4ο Κεφάλαιο: Δανιήλ
Ο κυρ-Βασίλης, την πρώτη ημέρα που ήρθε στον Πανηλειακό, κατέφθασε με ένα Καβαλιώτη πελάτη μου. Κακή τύχη για μένα και γι αυτόν, αφού καλοθελητές που τον είδαν να περνάει το κατώφλι του μαγαζιού μου γύρευε τι του μετέφεραν. Εγώ πάντως του είπα ότι ο Πανηλειακός δεν έχει κλίκες, δεν έχει φιλάθλους να του κάνουν κακό και όλοι αγαπούν την ομάδα. Αργότερα έμαθε και το δρόμο για την Πάτρα, του άρεσε, συναντιόταν με άλλους φίλους. Καλός προπονητής…
5ο Κεφάλαιο: Παράσχος
Ο άνθρωπος αυτός από την πρώτη ημέρα που ήρθε στον Πύργο, ήταν μόνιμος στην ταβέρνα. Εξαιρετικός χαρακτήρας, σπουδαίος άνθρωπος. Την εβδομάδα που θα παίζαμε στον Εθνικό Αστέρα, μου λέει την Τρίτη.
-Σπύρο, δεν πάω εγώ στην Καισαριανή. Ε! δεν πήγε.
Κάτι …είχε συμβεί!
6ο Κεφάλαιο: Ο Τεννές
Έχει έρθει ο Τεννές στην ομάδα και διώχνει Τόγια, Τάτση, Λυγνό, τον Κυριακούλη που ήτανε λιγάκι …κυνηγός, εντάξει ήταν και ωραίο παιδί. Μαζί τους οι Νεμπεγλέρας και Σαπάνης. Αφού φάγανε, ήταν στεναχωρημένοι, βουρκώνανε, γιατί οι τρεις πρώτοι έπρεπε να φύγουν.
-Να φέρω ένα ουίσκι να πιούμε…
-Δεν κάνει, λέει ο Λυγνός. Δεν πρέπει.
-Φέρε ένα ποτό, λέει ο Τόγιας, θα πιω εγώ.
Η κατάληξη ήταν να πιούμε 3 μπουκάλια ουίσκι και κλαίγανε και τα πέντε παιδιά. Με πήραμε και μένα τα κλάματα. Τα αγάπαγα τα σκασμένα… Τον έκραξα τότε τον Τεννέ και με είδε και δεν ξανάρθε στην ταβέρνα. Σκασίλα μου μεγάλη. Εδώ πέρασε όλος ο Πανηλειακός: Νεμπεγλέρας, Τόγιας, Λάκης, Λυγνός, Σαπάνης, Μπάρνιακ, Σλίσκοβιτς, Παπαδόπουλος, Καρυοφίλλης, το 99% των παικτών της ομάδας περνούσαν από δω. Αργότερα ο Γκώνιας κ.α.
7ο Κεφάλαιο: ο Μαυρομάτης
Μόλις ήρθε από τα 3-5 πηγάδια, που είχε πάει για προετοιμασία η ομάδα, ο Μαυρομάτης ήρθε κάπως καθυστερημένα με μια μηχανή. Απέναντι από την ταβέρνα, ήταν το σπίτι της πεθεράς μου που έμενε με την αδερφή της, 85 χρονών τότε. Οι γυναίκες είχαν μονίμως την πόρτα ανοιχτή και καθόντουσαν σε καρεκλάκια χαμηλά. Ο Μαυρομάτης μπήκε μέσα στο σπίτι τους, τους είπε καλησπέρα, αεράτα, με τη μούρλια του και αντί να πάει να κάτσει σε ένα τραπέζι βλέπει τις γριές και τους λέει:
-Κορίτσια, ήρθα. Όλο το βράδυ έκατσε με τις γριές αγκαλιά. Εσένα της έλεγε της πεθεράς μου θα σε πιάσω γκόμενα. Όποτε ερχόταν πήγαινε μέσα και έτρωγε πατάτες. Τότε λοιπόν όταν έβλεπε δουλειά στο μαγαζί, έπαιρνε τα πιάτα και σέρβιρε, δεν κώλωνε, μην κοιτάς που ήρθε και ως προπονητής και τα έβλεπε αφ’ υψηλού. Για μένα ήταν ψυχούλα. Όσο για την απόλυσή του; Από ένα τηλέφωνο του ήρθε η απόλυσή του και έκλαιγε το παιδί. Μαρτυρία η Σία. «Φεύγω στιγματισμένος έλεγε…»
8ο Κεφάλαιο: Πολυχρονίου
«Ο Κυρ-Κώστας με το που πάτησε το πόδι του στον Πύργο, πέρασε από την ταβέρνα.
-Κοίτα να δεις, μου λέει, ο Πανηλειακός δεν γλυτώνει. Εγώ ήρθα γιατί πήρα μετρητά για ένα μήνα, αλλά θα το παλέψουμε…»
9ο Κεφάλαιο: Τσιώλης
«Πέρασε καλά στον Πύργο. Ήτανε καλός. Μέχρι καλός, όχι παραπάνω. Γνώρισα την οικογένειά του, τη γυναίκα του, το παιδί του. Έφαγε σπίτι μου. Έχω μία πικρία όμως. Όταν ο Χρήστος, ο γιος μου, ήταν στην Αλεξανδρούπολη, ήταν έτοιμος να υπογράψει στον Ορφέα Ξάνθης, για λογαριασμό του ΠΑΟΚ. Ο Τσιώλης ήρθε σπίτι, και είπε στον Χρήστο να μην υπογράψει και να έρθει στον Πανηλειακό. Εγώ δεν μίλησα για ήθελα το παιδί μου, όπως όλοι οι γονείς κοντά τους, τον έβλεπα για ΣΕΤΤΗΛ. Δυστυχώς χάλασε έτσι η καριέρα του. Μετά πήγε στην Έδεσσα βαρέθηκε και έφυγε…»
10ο Κεφάλαιο: Δοίκηση
«Εγώ δεν ήμουν τίποτα ιδιαίτερο. Ένα εισιτήριο φτηνιάρικο έβγαζα και αν μπορώ να μπω και τζάμπα…Δεν είμαι του διαρκείας. Αν βρισκόμουν στην τέσσερα θύρα, ήταν γιατί ερχόμουν να δω εσένα, τον Κόρδα, να μου πούνε να τους πω και να φύγω. Ο Πανηλειακός ήταν τυχερός που γνώρισε τον Σταυρόπουλο. Αλλά και μετά Σταυρόπουλου εποχή δεν υπάρχει τίποτα… Η ομάδα θα αργήσει να επανέλθει.
11ο Το κορυφαίο με Αργυρούλη
«Αυτός με πανσέληνο μουρλαινότανε μέχρι πρόσφατα καλούσε στο …τηλέφωνο για ξεμάτιασμα.
Μια εποχή είχε τρακάρει ο γιος του με την ΒΜW στη Λάρισα, λίγες ημέρες πριν από τον αγώνα με τον Ολυμπιακό:
-Θα σε φτιάξω, του λέω.
-Τι μου λέει.
-Έχω άνθρωπο, θα στα βρει όλα.
-Θέλω κάποιον να με σταυρώσει, μου απαντά.
-Ξέρω του λέω, έχω μάγισσα. Πράγματι γνώριζα μία που έριχνε τα χαρτιά πιο πάνω απ’ την ταβέρνα. Φεύγω λοιπόν, πηγαίνω και της τα λέω όλα. Ποιος θα έρθει, από πού είναι, τι δουλειά κάνει, λίγα προσωπικά του ντόπια και άλλα, για την ανάσταση που …έλειπε τον έτερο ήμισυ, για την ομάδα κ.λ.π.. Πάμε στη χαρτορίχτρα!
-Θα μπεις και συ μέσα, μου λέει ο Νίκος.
-Τι δουλειά έχω εγώ, του λέω, τα πνεύματα, λακάνε με δύο.
Ήθελα να φτιάξω ατμόσφαιρα. Πάει μέσα, μετά από μία ώρα βγαίνει. Έκλαιγε…
-Τι είναι αυτή ρε, τα ξέρει όλα, μου λέει και του απαντώ.
-Ρε σου λέω, δεν σου πέρασε από το μυαλό να τις τα έχω πει εγώ.
Όχι ρε μου λέει, αυτή ξέρει και άλλα που δεν ξέρεις εσύ. Εγώ βέβαια τα είχα μάθει από …πηγές καλές! Την έκανε Θεά. Να οι προσκλήσεις να τα ξεματιάσματα. Πολλά γέλια και πολλά κλάματα.»
Στα Άγια των Αγίων η ψυχούλα του.
Θέμης Μαντάς