Επαναδημοσίευση άρθρου του ilialive.gr από το 2018
Το ilialive.gr φέρνει στο φως την άγνωστη ιστορία του τραγουδιού "Ο Γιάννης ο Φονιάς" που έγραψαν οι μεγάλοι Μάνος Χατζηδάκις και Νίκος Γκάτσος και ερμήνευσε με τη μοναδική του φωνή ο Μανώλης Μητσιάς.
Την αποκάλυψη έκανε ο Ηλείος γνωστός παραγωγός της ΕΡΑ και του ΜεταΔεύτερο Γιώργος Μητρόπουλος από το χωριό Πόθος του δήμου Αρχαίας Ολυμπίας δίπλα στο Δούκα. Άλλωστε ο ίδιος ενέπνευσε το Μάνο Χατζηδάκι να γράψει το υπέροχο "Χωρίον ο Πόθος" στον "Μεγάλο Ερωτικό".
Επιστήθιος φίλος και συνεργάτης του Μάνου Χατζηδάκι, στο Ζαχαροπλαστείο Φλόκα που εργαζόταν όντας φοιτητής, ο Γιώργος Μητρόπουλος είχε την ευκαιρία να γνωρίσει πέρα από τον μεγάλο συνθέτη και πολλούς άλλους της πνευματικής και καλλιτεχνικής ελίτ της Ελλάδας της δεκαετίας του 1970. Ανάμεσα τους ο Νίκος Γκάτσος, με τον οποίο ανέπτυξε μια φιλική σχέση στην πορεία.
Ο Γιώργος Μητρόπουλος με τον Μάνο Χατζηδάκι
Όπως περιγράφει ο Γιώργος Μητρόπουλος . . . “Έχω κατά νου δυο-τρία σενάρια που κατά καιρούς κυκλοφορούν στο διαδίκτυο σχετικά με το τραγούδι “Ο Γιάννης ο Φονιάς” (1976) από τον κύκλο “Αθανασία” του Νίκου Γκάτσου και του Μάνου Χατζιδάκι. Θα παραθέσω μια ιστορία που διηγήθηκα στον Νίκο Γκάτσο το φθινόπωρο του 1974, στο Φλόκα της Παναπιστημίου - στέκι για πολλά χρόνια του ποιητή - όπου εργάσθηκα για ένα διάστημα (βοηθός σερβιτόρου) κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στη Νομική.
Ο μετρ του Φλόκα, ο κύριος Λεόντιος, επειδή ήμουν “γραμματιζούμενος”, μου ανέθεσε αποκλειστικά τη φροντίδα του τραπεζιού των ποιητών, μιας μεγάλης ροτόντας στα δεξιά της μαρμάρινης σκάλας που οδηγούσε στην κουζίνα. Γρήγορα κατάλαβα ότι αυτό ήταν το τραπέζι του Γκάτσου, ο ίδιος ερχόταν πάντα πρώτος και έφευγε τελευταίος, στο μεταξύ καθημερινά περνούσαν από το τραπέζι του έστω για έναν καφέ όλοι σχεδόν οι πνευματικοί άνθρωποι της γενιάς του και της γενιάς των επιγόνων του.
Μεσολαβούσε πάντα ένα μικρό ή μεγαλύτερο διάστημα που ο Γκάτσος ήταν μόνος στο τραπέζι - η Αγαθή ήρθε δύο χρόνια αργότερα. Καθώς σερβίριζα τον καφέ του, και αφού είχε πια αρκετές πληροφορίες για το πρόσωπό μου, συχνά με ρωτούσε για τον τόπο μου, τους θρύλους και τις ιδιαίτερες παραδόσεις του, κι εγώ του αράδιαζα ιστορίες θρυλούμενες αλλά και πραγματικές.
Μια μέρα, λοιπόν, του αφηγήθηκα μια σύγχρονη τραγωδία, ένα έγκλημα τιμής που συνέβη το 1960 στο χωριό μου και ήμουν αυτήκοος και αυτόπτης μάρτυρας για λίγα δευτερόλεπτα μέχρι η μητέρα μου να μου κλείσει με το χέρι της τα μάτια μου και να με κλειδώσει μέσα στο σπίτι. Δεν τον έλεγαν Γιάννη αλλά θα ακολουθήσω για πολλούς λόγους την ονοματοδοσία του ποιητή στους πρωταγωνιστές του Δράματος. Ο Γιάννης, λοιπόν, και το Φροσί.
Ο Γιάννης είχε κλέψει από έρωτα τη γυναίκα του και είχαν ήδη εφτά παιδιά, έξι αγόρια και μία κόρη, το Φροσί, υπηρέτρια στην Αθήνα από τα 16 της. Ο Γιάννης ήταν μουσικός, έπαιζε κιθάρα και τραγούδαγε όμορφα τα δημοτικά, και παρέα με έναν συγχωριανό που έπαιζε βιολί κάναν πολλά πανηγύρια, γάμους βαφτίσια και γλέντια σε ορεινή Ηλεία και Γορτυνία. Τα καλοκαίρια δεν ήταν λίγα τα βράδια που έφερναν τα όργανα στο καφενείο του χωριού και το αυτοσχέδιο γλέντι κράταγε ως το πρωί - ονειρεμένα βράδια, φεγγάρια ολόγιομα.
Μετά από ενα τέτοιο γλέντι και μέσω μιας άτυχης στιγμής ο Γιάννης ανακαλύπτει πως ο κολλητός του βιολιστής διατηρεί σχέση με τη γυναίκα του. Το κακό δεν άργησε να συμβεί, ο Γιάννης πάνω στη ροδαυγή σκότωσε τη γυναίκα του και πήγε φυλακή. Ήταν Αύγουστος, η δίκη έγινε στην Πάτρα τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου.
Ο Γιάννης αθωώθηκε με το “εν βρασμώ ψυχής” και όταν η είδηση έφτασε στο χωριό το χωριό πανηγύρισε. Ήταν ο ήρωας που καθάρισε την προσβολή. Οι ίδιοι άνθρωποι που στην αντίθετη περίπτωση θα τον καθιστούσαν αποσυνάγωγο, αυτή η κοινωνία της σκυθικής επαρχίας τού όπλισε το χέρι, αυτό επέβαλε η κοινωνική νόρμα.
Ο Γιάννης ήταν ο μικρός αδελφός του παππού μου και μετά την αθώωση τον υποδέχτηκαν στη σάλα του πατρικού μου μαζί με τα παιδιά του όλοι οι συγγενείς, ήρθε και το Φροσί από την Αθήνα και την ίδια μέρα έφυγε ξανά για την Αθήνα όπου εργαζόταν. Λίγους μήνες μετά το κακό δίπλωσε, το Φροσί, μην αντέχοντας το χαμό της μάνας της αυτοκτόνησε στα 18 της,
Για τους Αρκάδες και τους Πελοποννήσιους γενικά η σάλα του σπιτιού δεν είναι ένα απλό δωμάτιο, η σάλα ως χρήση αλλά και συμβολισμός είναι ο ανοιχτός χώρος κάθε οικογένειας, εκεί υποδέχονται και φιλοξενούν τον ξένο, εκεί η κοινότητα μοιράζεται τις χαρές και τις λύπες της οικογένειας, κι ο Γκάτσος γνωρίζει αυτή τη διάσταση της σάλας από τα γενοφάσκια του. Στην αποστροφή του λόγου του “Μονάχα το Φροσί, με δάκρυ θαλασσί στα μάτια τα μεγάλα του φίλησε βουβά τα χέρια τ’ ακριβά και βγήκε από τη σάλα” δεν υπάρχει άλλη ερμηνεία, όποιος “βγαίνει” από τη σάλα αφήνει δια παντός πίσω του τον κόσμο - και η λογική συνέπεια “Κι ο Γιάννης ο φονιάς στην άκρη της γωνιάς με του καημού τ’ αγκάθι, θυμήθηκε ξανά φεγγάρια μακρινά και τ’ όνειρο που εχάθη” - Έκτοτε ο παππούς Γιάννης καθόταν σε μια γωνιά της αυλής με το βλέμμα απλανές προς τα Δάση του Πόθου.
Λίγους μήνες μετά την αφήγησή μου στο τραπέζι του Γκάτσου εμφανίστηκε ο Μάνος Χατζιδάκις (έλειπε στην Αμερική) και άρχισαν να δουλεύουν την Αθανασία.
Η κατά Γκάτσον ιστορία του Γιάννη του Φονιά δεν είναι άλλη από αυτή τη σύγχρονη τραγωδία που οι λεπτομέρειές της, από όσο θυμάμαι, είχαν εξάψει το ενδιαφέρον του ποιητή. Εκείνη τη μέρα ήταν η πρώτη φορά που παρά το πρωτόκολλο του χώρου ο ίδιος είπε στον κύριο Λεόντιο πως επιθυμεί να μου επιτραπεί να μοιραστώ για λίγη ώρα το τραπέζι του.” αναφέρει χαρακτηριστικά στην περιγραφή του ο Γιώργος Μητρόπουλος.