Επίκαιρα

28η Οκτωβρίου 1940: Μνήμες και ιστορίες του Κατοχικού Πύργου μέσα από τα βιβλία του αείμνηστου Βάσου Μικελόπουλου - 84 τέσσερα χρόνια πριν…

28η Οκτωβρίου 1940: Μνήμες και ιστορίες του Κατοχικού Πύργου μέσα από τα βιβλία του αείμνηστου Βάσου Μικελόπουλου - 84 τέσσερα χρόνια πριν…

«Ο πόλεμος του ’40 ανέτρεψε τα σχέδια και διέλυσε τα όνειρα όλων μας…»

Γράφει ο Χάρης Β. Μικελόπουλος*

Ο αείμνηστος Βάσος Μικελόπουλος,μας άφησε μια παρακαταθήκη με τα βιβλία του.Με γλαφυρό τρόπο,αφηγείται ιστορίες του Πύργου, τις προσωπικές του αναμνήσεις, γεγονότα και περιστατικά που μας μεταφέρουν πίσω στον χρόνο. Δεν θα μπορούσαν να λείπουν φυσικά μέσα από τις αφηγήσεις του,τα χρόνια εκείνα που σημάδεψαν όλη την Ελλάδα. Η κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, η Κατοχή κι ο Εμφύλιος. Όπως τα έζησε κι όπως τα είδε ο ίδιος. Ήταν δέκα ετών παιδί το 1940. Και μέχρι να τελειώσουν όλα είχε φτάσει τα δεκαεννιά.Πως να μην τα θυμόταν, πως να μην τα αναφέρει. Παρακάτω,ενδεικτικά αποσπάσματα από τα βιβλία του,μας μεταφέρουν σε εκείνα τα πολύ δύσκολα χρόνια και την ζωή στην πόλη.

Vasos 2

«Ο πόλεμος του ’40 ανέτρεψε τα σχέδια και διέλυσε τα όνειρα όλων μας. Δεν υπήρχε περιθώριο για «λιποταξία».Γιατί ένας πόλεμος φέρνει τα πάνω-κάτω. Τα χρόνια που ακολούθησαν,ήταν χρόνια ανασυγκροτήσεως. Χρόνια δύσκολα.Σαν να άρχιζαν όλα από την αρχή.»

28 Οκτωβρίου 1940

«Πήγαινα τότε στο δημοτικό.Ήταν ένα πρωινό σαν όλα τ’άλλα.Έτσι τουλάχιστον νόμιζα. Μόνο που αντί να με ξυπνήσει η ήρεμη γλυκειά φωνή της μητέρας μου και το χέρι της να μου χαϊδέψει ελαφρά το μέτωπο όπως συνήθιζε, με ξύπνησε ο θόρυβος του δρόμου. Μια ασυνήθιστη κίνηση, φασαρία κι έντονες φωνές έφταναν στα αυτιά μου. Ήταν εκείνη η σημαδιακή μέρα του Οκτωβρίου του ’40. Από τα χαράματα είχε κυκλοφορήσει το φοβερό μαντάτο: «ΠΟΛΕΜΟΣ».Οι άντρες σε επιστράτευση ετοιμάζονταν για τον σιδηροδρομικό σταθμό. Τα τρένα θα έφευγαν γεμάτα για το μέτωπο. Πίσω γυναίκες και παιδιά, ηλικιωμένοι γονείς αποχαιρετούσαν τους νέους δίχως να ξέρουν αν και πότε θα τους ξαναδούν.»

Vasos 4

Τα καταφύγια της πλατείας

«Στην Κεντρική Πλατεία, τότε, είχαν δημιουργηθεί τρία καταφύγια. Τα δύο ήταν χωμάτινα, σκεπασμένα με αρκετό χώμα, σε σχήμα ζιγκ-ζαγκ που χωρούσαν το καθένα εκατό περίπου άτομα. Το τρίτο καταφύγιο ήταν τσιμεντένιο με δυο εισόδους πάνω στην πλατεία, σε τετράγωνο σχήμα και κατάτι μικρότερο σε φάρδος από την πρόσοψη του κτιρίου της Τράπεζας της Ελλάδος. Ήταν όμως άχρηστο γιατί από το τσιμεντένιο δάπεδο ανέβλυζε νερό. Έμπαινες στεγνός κι έβγαινες βρεγμένος. Όταν χτυπούσαν οι σειρήνες, υπήρχαν τρεις, του Αγίου Νικολάου, του παλαιού εργοστασίου «Δήμητρα» και της Δεξαμενής, ο κόσμος έτρεχε προς τα καταφύγια με τον τρόμο ζωγραφισμένο στα πρόσωπα. Τα καταστήματα κατέβαζαν τα ρολά κι όσοι δεν χωρούσαν στα καταφύγια ,κατέβαιναν στα υπόγεια των σπιτιών τους ή των μαγαζιών. Για να ακούει ο κόσμος τα νέα από το μέτωπο, είχαν τοποθετηθεί στην πλατεία μεγάφωνα. Κάθε λίγο ακουγόντουσαν εμβατήρια και ο βασιλιάς να αναγγέλει: “Nυν υπέρ πάντων ο αγών» και «Το Έθνος θα αγωνιστεί υπέρ βωμών κι εστιών» και φιλούσε ο ένας τον άλλον λέγοντας: «Θα τους φάμε τους μακαρονάδες».

Vasos 7

Οι Ιταλοί και οι Γερμανοί στον Πύργο

Aφού το μέτωπο είχε πια πέσει, οι δυνάμεις του Άξονα προέλαυναν. Ιταλοί και Γερμανοί κατέλαβαν διάφορα κτίρια για τον στρατό τους και την διοίκηση. Ένα από αυτά ήταν και το καφενείο μας, το «Ερμείον» στην Κεντρική Πλατεία, ο μετέπειτα κινηματογράφος Rex. Οι Ιταλοί επίταξαν τον χώρο, μας τον πήραν μέσα από τα χέρια μας ουσιαστικά, μας άφησαν χωρίς δουλειά, μετατρέποντάς το σε «Σπίτι του Στρατιώτη –La Casa di Soldato». Εκεί περνούσαν τις ώρες τους οι αξιωματικοί κι οι στρατιώτες, έπιναν τους καφέδες και τα ποτά τους, όσο ο κόσμος άρχιζε να δυστυχεί. Κι οι Γερμανοί... Μπήκαν στον Πύργο την Άνοιξη του ’41,πάνω σε τρίκυκλες μοτοσικλέτες. Πνιγμένοι στην σκόνη,στην κυριολεξία πατόκορφα. Ένα ατελείωτο κομβόϊ από επίλεκτους “SS”. Για τον Πύργο όπως και για ολόκληρη την Ελλάδα, από εκείνη την στιγμή άλλαζαν τα πάντα. Το νήμα της ζωής του καθενός βρισκόταν στα χέρια τους. Εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα,ο δρόμος του γνωστού στους Πυργιώτες «νυφοπάζαρου» η τότε οδός Κατακόλου,έμοιαζε εφιαλτικός. Ένα πλήθος περίεργων παρακολουθούσε τους οπλισμένους σαν αστακούς στρατιώτες .Όσοι από αυτούς βρέθηκαν δίπλα στις νεραντζιές που είχε τότε η Κεντρική Πλατεία και που ήταν γεμάτες καρπούς, κυριολεκτικά τις ρήμαξαν. Διψασμένοι από την πολύωρη διαδρομή από Αθήνα,δάγκωναν με βουλιμία τα πικρά νεράντζια νομίζοντας πως είναι πορτοκάλια. Λίγα λεπτα μεσολάβησαν,όταν τους είδαμε να ορμούν στα ζαχαροπλαστεία «Παλλάδιο» και «Αίγλη» για να μπορέσουν με ένα γλυκό να διώξουν το φαρμάκι από το στόμα τους. Παρά εκείνη την φαιδρή εικόνα της στιγμής,ο Ναζιστικός εφιάλτης μόλις άρχιζε.»

Vasos 6

Η ζωή άλλαξε.

«Η ήρεμη και αμέριμνη ζωή των Πυργιωτών άλλαξε από την μια στιγμή στην άλλη. Σταμάτησαν οι καντάδες και τα γλέντια, σταμάτησαν οι παρέες των ξενύχτηδων, τα ραντεβουδάκια και οι ρομαντικές βόλτες των ερωτευμένων. Βουβάθηκαν τα γραμμόφωνα και κατόπιν αυστηροτάτης διαταγής εντός 48 ωρών παραδόθηκαν όλα τα ραδιόφωνα για να μην ακούμε ειδήσει από ξένους σταθμούς. Οι κινηματογράφοι Πάνθεον και Τιτάνια και μετά από ένα χρόνο το 1943, το Rex, έπαιζαν μέχρι της 7ης ή 8ης εσπερινής, ανάλογα με την απαγόρευση κυκλοφορίας των πολιτών. Ό,τι κινιόταν μέσα στη νύχτα και δεν σταματούσε στο πρόσταγμα «αλτ» Ιταλού ή Γερμανού στρατιώτη, την έτρωγε στο ψαχνό. Από τις πρώτες μέρες της Κατοχής, στους δρόμους του Πύργου συναντούσες κοκορόφτερους «φρατέλλους» και «καμαράτς» που οι βαριές τους μπότες αντηχούσαν από μακριά. Φάτσες βλοσυρές κι αγέλαστες, με αυτόματα στους ώμους και χειροβομβίδες στην μέση έριχναν βαριά την σκιά τους πάνω στα νεοκλασικά κτίρια της ήρεμης πόλης. Φορτηγά πηγαινοερχόντουσαν με στρατιώτες, κι άλλα γεμάτα με εφόδια και προϊόντα της ελληνικής γης που με κόπο έβγαζαν οι αγρότες, για να τραφούν Ιταλοί και Γερμανοί. Οικοσκευές, καζάνια, αντίσκηνα, ασύρματοι με ραδιογωνιόμετρα για τον εντοπισμό παράνομων πομπών και ασυρμάτων, ως και κάτι μουλάρια, ήταν τα συνηθισμένα φορτία των στρατιωτικών οχημάτων που διέσχιζαν κάθε μέρα τους δρόμους του Πύργου. Και όπως ήταν φυσικό, σαν στρατός είχαν φέρει μαζί τους αρκετά άλογα και μουλάρια, εκτός από αυτά που άρχισαν να επιτάσσουν. Επειδή όμως τα χάνια της εποχής έπεφταν σε κάποια απόσταση από την Κομαντατούρ, την γερμανική διοίκηση και την Καραμπινιερία, την αντίστοιχη ιταλική, επέλεξαν ελαφρά τη καρδία για τα άλογα των αξιωματικών ως χάνι, το νεοκλασικό αριστούργημα, το θέατρο Απόλλων. Αυτό τους βόλευε. Ποιός τολμούσε να αντιδράσει; H αφόρητη δυσοσμία που απλωνόταν σε όλη την γύρω περιοχή από τις ακαθαρσίες ήταν τόσο έντονη που οι περίοικοι έπαυσαν πλέον να ανοίγουν τα παράθυρά τους, ενώ οι περαστικοί άλλαζαν δρόμο.»

Vasos 8

Η Μαύρη Αγορά κι ο φρενήρης πληθωρισμός.

Σε όλη την διάρκεια της Κατοχής το πρόχειρο υπαίθριο εμπόριο οργίαζε. Η μαύρη αγορά έδινε κι έπαιρνε,ενώ η δραχμή κατρακυλούσε συνεχώς. Η αξία και η αγοραστική ικανότητα της Κατοχικής δραχμής βασιζόταν στην τιμή της χρυσής λίρας και στην κρίση των μαυραγοριτών. Αυτοί διαμόρφωναν τις τιμές που ανέβαιναν από την μια μέρα στην άλλη κυρίως στα δυσεύρετα είδη διατροφής που αγόραζαν από τους ανθρώπους της υπαίθρου και τα πουλούσαν όσο ήθελαν. Ένας πονηρός μαυραγορίτης πουλώντας είκοσι ντενεκέδες λάδι αγόραζε ένα σπίτι! Πως; Aπλούστατα. Κάθε ντενεκές περιείχε μια οκά λάδι που επέπλεε πάνω πάνω και από κάτω δεκατέσσερις οκάδες νερό αμφιβόλου ποιότητας. «Κρύψτο στο σπίτι γρήγορα μην το αρπάξουν οι Γερμανοί» έλεγε ο μαυραγορίτης κι ο αγοραστής που να προλάβει να το ελέγξει. Για να καταλάβει ο αναγνώστης την πλήρη ασυδοσία, τις απάτες και την άγρια εκμετάλλευση που επικρατούσαν εκείνα τα χρόνια μπορώ να αραδιάσω πληθώρα περιστατικών.Θα περιοριστώ μόνο ενδεικτικά στις τιμές των προϊόντων για να καταλάβουν οι νεότεροι τι γινόταν. Μια οκά ψωμί τον Οκτώβριο του 1940 κόστιζε 10 δραχμές. Τον Ιούλιο του 1944 πήγε στα 5.600.000 δραχμές και τον Νοέμβριο του 1944 έφτασε να πουλιέται 1,6 τρισεκατομμύρια! Το κρέας από 50 δραχμές η οκά έφτασε τα 3,2 τρισεκατομμύρια. Θυμάμαι που το 1943 πήγαμε με την μητέρα μου στον γνωστό έμπορο-σαράφη της Ερμού που μάζευε όλα τα τιμαλφή εκείνη την ζοφερή περίοδο, του έδωσε ένα μονόπετρο δαχτυλίδι, μας έδωσε 120.000 δραχμές, με τις οποίες αγοράσαμε 3 οκάδες πατάτες από το κτήμα άλλου γνωστού Πυργιώτη ο οποίος τις ζύγισε μαζί με το χώμα κι έτσι έφτιαξε πουρέ για τον εγχειρισμένο πατέρα μου. Πολλοί που δεν γνωρίσατε την Κατοχή, θα αναρωτιέστε, ποιοί αγόραζαν τότε αυτά τα πανάκριβα είδη για να τα φάνε και που τα έβρισκαν τόσα χρήματα. Όλα αυτά, είχαν καταντήσει είδη πολυτελείας και τελείως απρόσιτα. Αυτά τα έτρωγαν, ο στρατός Κατοχής, οι δοσίλογοι,οι μαυραγορίτες, οι ρουφιάνοι κι όσοι είχαν «στενές» σχέσεις με τα στρατεύματα Κατοχής. Η πλειοψηφία του ελληνικού λαού δεν μπορούσαν να τα πλησιάσουν. Το ψωμί μας στο σπίτι ήταν η μπομπότα, το κυρίως φαγητό μας επί καθημερινής βάσεως η σταφίδα και ό,τι έβραζε στην κατσαρόλα ήταν χωρίς λάδι ή έστω μια κουταλιά αν βρισκόταν κάποιες φορές. Αυτοσχέδια επαγγέλματα κάθε είδους εμφανίστηκαν ενώ οι δρόμοι της πόλης γέμισαν από μικροπωλητές που πουλούσαν ότι έβρισκαν αδειάζοντας τις προθήκες των καταστημάτων. Τα ζαχαροπλαστεία της Κεντρικής Πλατείας μετατράπηκαν σε μανάβικα, ενώ κουρεία και δικηγορικά γραφεία αποκτούσαν άλλες ιδιότητες. Μπορούσε να βρει κανείς εκεί ένα ντενεκέ λάδι, ίσως κάποιο κεφάλι τυρί ή ακόμη ένα σακί αλεύρι. Ήταν η μεγάλη τραγωδία της πείνας. Ό,τι χειρότερο έζησε ο κόσμος.»

Vasos 3

Οι αναφορές του Βάσου Μικελόπουλου είναι πάρα πολλές και δεν χωρούν σε ένα άρθρο και μόνον. Είναι αληθινές ιστορίες και γεγονότα εκείνης της περιόδου. Και φυσικά μέσα από τις σελίδες των βιβλίων του, δεν λείπουν οι ηρωίδες και οι ήρωες εκείνης της εποχής. Οι ερυθροσταυρίτισες που έδωσαν ως και την ζωή τους στο Μέτωπο, ο μητροπολίτης Ηλείας Αντώνιος με τον πύρινο λόγο του και την δράση του στην Εθνική Αντίσταση, οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί που πολέμησαν στην Αλβανία και στην Ήπειρο, ο δήμαρχος Τάσης Καζάζης και η σωτήρια παρέμβασή του που κράτησε ζωντανούς από σίγουρη εκτέλεση εκατοντάδες Πυργιώτες. Κι ύστερα ο τραγικός Εμφύλιος. Στους δικούς του ανθρώπους έλεγε πάντα : «Να μην ζήσετε ποτέ όσα ζήσαμε εμείς ως παιδιά κι έφηβοι,όσα πέρασαν οι γονείς μας,όσα έζησαν οι άνθρωποι εκείνη την περίοδο. Και ποτέ να μην ξανασυμβεί πόλεμος. Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο για τον άνθρωπο.»

Όπως δεν ξέχασε ποτέ μέχρι να φύγει από την ζωή το 2020 στα ενενήντα του, την παγωμένη κάνη στον κρόταφό του από το περίστροφο του Γερμανού αξιωματικού ενώ ήταν μόλις δώδεκα ετών παιδί...

* Ο Χάρης Β. Μικελόπουλος είναι διακοσμητής και πρ. Πρόεδρος του Δημοτικού Οργανισμού Πολιτισμού Πύργου

Vasos 5

Ακολουθήστε το ilialive.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις Ειδήσεις

tsoukalas popup