Μια 14χρονη ξυλοκοπήθηκε βίαια από συνομήλικη της και δεκάδες παιδιά παρακολουθούσαν απαθή. «Συμμορία» εφήβων είχαν στήσει καρτέρι, μετά από συνεννόηση να σπάσουν στο ξύλο έναν άλλον έφηβο. Μαθητής λυκείου συνελήφθη με πιστόλι στο σχολείο. 15χονος βίασε συμμαθητή του παρουσία άλλων παιδιών που βιντεοσκοπούσαν την πράξη. Δεκάδες που γίνονται εκατοντάδες μέσα σε λίγες ημέρες περιστατικά βίας με πρωταγωνιστές τα παιδιά μας. Θύματα και θύτες… και μια κοινωνία «μουδιασμένη» που δεν ξέρει πώς να αντιδράσει και πώς μπορεί να μπει ένα τέλος σ’ όλο αυτό.
Η εφηβική βία δεν είναι απλώς ένα προσωπικό ή οικογενειακό ζήτημα. Είναι μία αντανάκλαση της κοινωνίας και όλων των παραγόντων της-μόρφωση-πολιτισμός-οικονομία κ.α. που επηρεάζουν και διαμορφώνουν την συμπεριφορά των νέων. Σε μια εποχή που αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς, που παντού βλέπουμε αλλόφρονες γονείς να τρέχουν για να προλάβουν τις υποχρεώσεις και την καθημερινότητα, η ψυχική και σωματική κούραση να αγγίζει το «κόκκινο», τα παιδιά ψάχνουν την δική τους διέξοδο να ανακαλύψουν τον εαυτό τους. Και αυτή η διέξοδος δυστυχώς είναι στο… χέρι τους. Μια οθόνη έχει υποκαταστήσει την επικοινωνία, τις συμβουλές, τα όρια.. Και τώρα, τι;
Τρεις γνωστοί και καταξιωμένοι ειδικοί, ο Ψυχίατρος Δημήτρης Σούρας, η Ψυχολόγος Έλενα Παναγούλια και ο Ψυχολόγος και Υπεύθυνος του Συμβουλευτικού Κέντρου Γυναικών Δήμου Πύργου Τάκης Γεωργακόπουλος, μιλούν στο ilialive.gr γι’ αυτό που όλοι βλέπουμε, όλοι συζητάμε, όλοι φοβόμαστε αλλά δεν γνωρίζουμε πώς να το αντιμετωπίσουμε.
«Έφηβοι που δε βρίσκονται σε υποστηρικτικό και ουσιαστικά αρμονικό οικογενειακό περιβάλλον, έφηβοι αποξενωμένοι που εντάσσονται σε συμμορίες επιθυμώντας να αντλήσουν από την άσκηση βίας βεβαιότητα ανωτερότητας, έφηβοι που βιώνουν άγχος μέσα σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο.
Δημήτρης Σούρας: «Ζούμε το σύνδρομο του μιμητισμού»
«Η βία είναι μια, αν την ξεχωρίσουμε σε οπαδική, ενδοοικογενειακή, σχολική, εφηβική είναι σαν να αρχίσουμε να της δίνουμε στοιχεία απαλλαγής. Δεν χρειάζεται να το κάνουμε. Είναι τεράστιο λάθος» δηλώνει ο Ψυχίατρος Δημήτρης Σούρας και για άλλη μια φορά επιμένει στη φράση που έχει καθιερώσει: «Πίσω από κάθε παιδί θύτη ψάξτε το γονιό!»
Μεγάλος εχθρός το διαδίκτυο, και ακόμη μεγαλύτερος η έλλειψη επικοινωνίας και ορίων. «Η εφηβική βία είναι σημείο των καιρών μας και οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στη χρήση του διαδικτύου. Είναι το σύνδρομο του μιμητισμού. Τα παιδιά κάνουν ό,τι βλέπουν και τα μυαλά στις μικρές ηλικίες είναι … πλαστελίνες.
Απαιτείται έλεγχος από το σπίτι, έλεγχος των σόσιαλ μίντια και οι γονείς να θέτουν όρια. Δεν λύνονται όλα με την τιμωρία αλλά με πρόληψη που περνά από σωστή ενημέρωση μέσα από τα σχολεία» αναφέρει στο ilialive.gr ο γνωστός ψυχίατρος υπογραμμίζοντας ότι εκτός από τα παιδιά και τους εκπαιδευτικούς πρέπει να ενημερώνονται και οι γονείς, προτείνοντας η πολιτεία να δημιουργήσει Σχολή Γονέων.
«Η πολιτεία θα έπρεπε εκτός από τα παιδιά και τους καθηγητές που είναι απαραίτητο να ενημερώνει, να φροντίσει για την ενημέρωση και καθοδήγηση των γονιών. Και να γίνει επιτέλους, αυτό που ζητώ όπως και πολύς κόσμος, επισταμένως η Σχολή Γονέων. Μια φορά το μήνα οι γονείς να πηγαίνουν υποχρεωτικά σε ειδικούς για να μάθουν τί πρέπει να κάνουν. Αυτό όμως πρέπει να γίνεται από ανθρώπους που έχουν και γνώση αλλά πάνω απ’ όλα εμπειρία και να έχουν εντρυφήσει πάνω στο θέμα» καταλήγει.
Έλενα Παναγούλια: «Η βία υποδηλώνει παθογένεια στον ιστό της οικογένειας»
Η αυξανόμενη βία μεταξύ των εφήβων είναι ένα ζήτημα που εγείρει πολλά ερωτηματικά, αγωνία, ανησυχία και αυτά τα ζητήματα αναλύει παρακάτω η ψυχολόγος Έλενα Παναγούλια.
«Το ζήτημα της βίας είναι απόρροια πολυπαραγοντικών αιτιών. Όταν ένα παιδί εμφανίζει επιθετική συμπεριφορά που φτάνει μέχρι το έγκλημα, τότε αυτό φανερώνει μία γενικά υπάρχουσα παθογένεια σε ολόκληρο τον ιστό της οικογένειας που ανήκει» δηλώνει στο ilialive.gr η ψυχολόγος Έλενα Παναγούλια. «Θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι η βία είναι ένα φαινόμενο με πολλά παρακλάδια. Η κυριότερη αιτία είναι οι «κλειστές πόρτες», η δυσλειτουργία στην επικοινωνία, η οποία αποκαλύπτεται στην βίαιη έως εγκληματική συμπεριφορά που εμφανίζει ένα παιδί. Είναι οδυνηρό φαινόμενο, αλλά πάντα ξεκινάει σταδιακά πριν εξαπλωθεί και εκδηλωθεί δραματικά».
Όπως σημειώνει η κ. Παναγούλια η εποχή της πανδημίας με την καραντίνα επηρέασε την συμπεριφορά των παιδιών. Ο εγκλεισμός, η αλλαγή της καθημερινότητάς τους με την απομάκρυνση από το χώρο του σχολείου και ο μόνος τρόπος διδασκαλίας και επικοινωνίας να είναι το διαδίκτυο άλλαξε άρδην τις συνήθειες των νέων. Συνήθειες που δυστυχώς υιοθετήθηκαν και από παιδιά μόλις σε ηλικίες του δημοτικού, καθώς πολλά από αυτά, αξιοποιούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους παίζοντας βίαια video games.
«Η πανδημία άλλαξε πολλές από τις συνήθειες των νέων. Το γεγονός αυτό επέδρασσε με πολλαπλούς τρόπους στην ψυχολογία των παιδιών και των εφήβων. Σε πολλές περιπτώσεις αύξησε το άγχος και την ανασφάλεια τους, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ανέδειξε και προβλήματα, τα οποία προϋπήρχαν στις οικογένειες. Όλα αυτά προκάλεσαν έναν εκρηκτικό συνδυασμό που τώρα όπου βγήκαμε από την κατάσταση αυτή και έχει επέλθει μια διαφορετική καθημερινότητα στη ζωή των παιδιών, αρκετά από αυτά έχουν δυσκολευτεί να προσαρμοστούν. Τα αποτυπώματα είναι ισχυρά, καθώς φαίνεται ότι και παγκοσμίως υπάρχει μια αύξηση σημαντική, στις αγχώδεις διαταραχές , στην κατάθλιψη, στην ανάπτυξης φοβιών και διαφόρων συμπεριφορών όπως αυτοτραυματισμών , χρήσης ουσιών κ.α. Αυτά τα φαινόμενα αποτελούν κάποια από τα απόνερα της πανδημίας, τα οποία μελετώνται.
Ωστόσο, η πανδημία δεν προκάλεσε από μόνη της αυτά τα φαινόμενα σε όλα τα παιδιά, αλλά κυρίως ανέδειξε προβλήματα, τα οποία προϋπήρχαν ή βρίσκονταν σε ύπνωση. Επίσης, συχνά ανέδειξε προβλήματα στις σχέσεις των γονέων που επηρέασαν τα παιδιά. Σε όλα αυτά να προσθέσουμε την οικονομική ανασφάλεια, την ανασφάλεια για το μέλλον, την αδυναμία οικογενειακού σχεδιασμού, τις τυχόν εντάσεις μεταξύ των γονέων και την ελλιπή διαθεσιμότητα τους, καταστάσεις που είχαν αντίκτυπο στα παιδιά εντείνοντας συχνά τις αντιδράσεις τους και σε αρκετές περιπτώσεις την επιθετικότητά τους. Με άλλα λόγια η πανδημία λειτούργησε συχνά ως εκλυτικό αίτιο στην ενίσχυση επιθετικών συμπεριφορών των παιδιών και των εφήβων».
Συνεχίζοντας η κ. Παναγούλια, αναλύει αντιδράσεις ενηλίκων-κυρίως γονιών και εκπαιδευτικών- που θα λειτουργήσουν λανθασμένα και θα οδηγήσουν τα παιδιά στην αντίθετη από την επιθυμητή κατεύθυνση.
«Το πιο βασικό λάθος που κάνουν οι γονείς είναι να μην πιστεύουν το παιδί τους, όταν τους λέει κάτι που νιώθει. Το δεύτερο λάθος που μπορεί να κάνουν είναι να μην το υποστηρίζουν και να μην λαμβάνουν υπόψη τα συναισθήματά του, ενώ το τρίτο είναι να μην αναζητήσουν άμεσα βοήθεια από ειδικό, ο οποίος θα το βοηθήσει και θα ανιχνεύσει τους λόγους και τις βαθύτερες αιτίες που οδηγούν το παιδί σε αυτή τη συμπεριφορά. Στο πλαίσιο του σχολικό περιβάλλοντος τα συχνότερα λάθη που μπορεί να γίνουν από τους εκπαιδευτικούς και το σχολείο είναι: να μην ενισχύεται η συνεργασία μεταξύ των παιδιών, να μην δημιουργείται αίσθημα ασφάλειας στους μαθητές, να μην δίνεται λύση άμεσα ώστε να τερματιστούν τα βίαια περιστατικά, να μην υπάρχει επικοινωνία μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητή και να μην δίνεται η επαρκής προσοχή σε παιδιά που δείχνουν πιο αδύναμα ή εσωστρεφή σε σχέση με τα υπόλοιπα».
Τέλος, επισημαίνει τρόπος και παρεμβάσεις πρόληψης τόσο στο οικογενειακό όσο εκπαιδευτικό περιβάλλον. «Είναι πολύ σημαντικό οι γονείς να αναπτύξουν όσο το δυνατόν περισσότερο την επικοινωνία με τα παιδιά τους. Να στέκονται δίπλα τους, να είναι διαθέσιμοι, να αφουγκράζονται τους προβληματισμούς τους, να διακρίνουν τις δυσκολίες τις οποίες μπορεί να αντιμετωπίζουν και να σέβονται τα συναισθήματά τους. Να είναι σε θέση να τα βοηθήσουν -μέσα από τη στάση τους- να αναπτύξουν διάφορες κοινωνικές δεξιότητες, όπως να μπορούν να συνεργάζονται καλύτερα με τους άλλους, να σέβονται τη διαφορετικότητα και να αντιλαμβάνονται ότι το κάθε παιδί μπορεί να είναι διαφορετικό από το άλλο, αλλά εξίσου σεβαστό, ενώ έχει τα ίδια δικαιώματα. Έτσι, θα καταφέρουν σταδιακά να αναπτύξουν την ενσυναίσθηση και την αυτοεκτίμησή τους. Παράλληλα, η αποδοχή του παιδιού από τον γονέα θα πρέπει να είναι a priori δεδομένη με τον γονιό να το στηρίζει, χωρίς να το κρίνει, δίνοντας του ευκαιρίες, πρωτοβουλίες και βοηθώντας το να αναπτύξει ένα δίκτυο φίλων. Από την άλλη πλευρά, ο γονιός, όταν βλέπει κάποια ανεξήγητη αλλαγή στη συμπεριφορά του παιδιού, θα πρέπει να αναρωτηθεί και να προσπαθήσει να μάθει, αν υπάρχει κάτι που έχει συμβεί, ποια είναι τα συναισθήματά του και πως το έχει διαχειριστεί. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να ζητάμε πάντοτε βοήθεια και να μη θεωρούμε ότι οι κλειστές πόρτες θα αποτρέψουν το στίγμα ή θα βοηθήσουν με τη σιωπή».
Τάκης Γεωργακόπουλος: «Λύση στο πρόβλημα η καθημερινή επικοινωνία με τα παιδιά»
Όσο σοκαριστικό και αν ακούγεται είναι δυστυχώς αληθινό, καθώς στο Συμβουλευτικό Κέντρο Γυναικών, δεν απευθύνονται μόνο γυναίκες που έχουν πέσει θύμα κακοποίησης συντρόφου αλλά και από τον έφηβο γιο τους. «Στο Κέντρο δεν έχουμε μόνο περιστατικά κακοποιημένων γυναικών από συζύγους ή συντρόφους. Έχουμε αρκετά περιστατικά κακοποίηση γυναικών από τα παιδιά τους. Αρκετές γυναίκες μας έχουν επισκεφθεί επειδή έχουν κακοποιηθεί από το γιο τους που είναι στην εφηβεία» μας λέει ο κ. Γεωργακόπουλος, και συνεχίζει «Οι γονείς είναι το «ασφαλές πεδίο» για τα παιδιά. Αν ένα παιδί θέλει να βγάλει όλη την πίεση που νιώθει και δεν μπορεί να το κάνει εκτός σπιτιού, ξέρει ότι ό,τι και να γίνει στο σπίτι θα δικαιολογηθεί. Και εκεί, θα το κάνει στον γονέα. Γι’ αυτό και παρατηρείται αύξηση ενδοοικογενειακής βίας από τα μικρότερα στα μεγαλύτερα μέλη».
Αναλύοντας την έξαρση της εφηβικής βίας, ο κ. Γεωργακόπουλος υπογραμμίζει ότι το όλο ζήτημα αφορά κυρίως θέματα επικοινωνίας. «Αν δηλαδή δούμε λίγο το παρελθόν ενός παιδιού που είναι παραβατικό, θα παρατηρήσουμε έλλειψη επικοινωνίας με τους γονείς. Όταν λοιπόν οι γονείς δεν συζητάνε με τα παιδιά, δεν μιλάνε για τους προβληματισμούς τους, να ασχοληθούν μαζί τους όσον αφορά το σχολείο, τις παρέες τους κ.α. και το μόνο που κάνουν είναι να γυρίσουν από την δουλειά-κατάκοποι και κουρασμένοι λόγω των αναγκών, των υποχρεώσεων και λένε «α ωραία, το παιδί μου είναι σπίτι» αλλά είναι με ένα κινητό και είμαστε όλοι καλά- δεν είναι και τόσο καλό αυτό.
Έχουμε υποκαταστήσει την διαπροσωπική επικοινωνία και την ανταλλαγή συναισθημάτων με την διαδικτυακή επικοινωνία. Άρα μιλάμε για μια λανθάνουσα έκφραση συναισθημάτων η οποία οδηγεί στην πίεση αυτών. Και ως συνέπεια έχει την παραβατικότητα, την επιθετικότητα και σε όλο αυτό που σήμερα αντιμετωπίζουμε».
Σε όλη την παραπάνω κατάσταση, προστίθενται και οι εξωγενείς παράγοντες με προβολή λανθασμένων και επικίνδυνων προτύπων που πυροδοτούν την κατάσταση. «Όλο αυτό έχει βρει «πάτημα» και σε εξωγενείς παράγοντες, όπως τα μουσικά ακούσματα. Όταν αυτή τη στιγμή τα παιδιά ακούνε τραπ και έχουμε νομιμοποιήσει από αυτό το μουσικό είδος, τα όπλα, το εμπόριο ναρκωτικών, τα πολλά λεφτά και δημιουργούμε ένα life-style το οποίο ο μέσος έλληνας δεν μπορεί να το ακολουθήσει, για να το κάνει θα πρέπει να είναι παραβατικός.
Ακολουθούμε δηλαδή αυτά τα ψεύτικα πρότυπα τα οποία έχουν δημιουργήσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χωρίς τα παιδιά να έχουν την ωριμότητα να τα επεξεργαστούν. Αυτή η ανωριμότητα θα τα οδηγήσει σε λάθος πρότυπα» τονίζει ο κ. Γεωργακόπουλος και επισημαίνει ότι η μόνη λύση είναι η σωστή και συστηματική επικοινωνία των γονέων με τα παιδιά από μικρή ηλικία.
«Η λύση σε όλο αυτό το πρόβλημα είναι μόνο αυτή: καθημερινή επικοινωνία με τα παιδιά. Όχι στα 15 και στα 16 αλλά να ξεκινήσει από τη στιγμή που το παιδί γεννιέται για να καταλαβαίνει το ηχόχρωμα του γονέα. Αργότερα, να καταλάβει ποια είναι η ανεξαρτησία του, να αρχίσει να κοινωνικοποιείται, να μπορέσει να εκφράσει μια φοβία, μια ανασφάλεια… Αν δεν πάει στους γονείς θα πάει κάπου αλλού και αυτό δεν θα μπορούμε να το ελέγξουμε».