Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλές αυτόχθονες φυλές αγροτικών ζώων όπως βοοειδή, πρόβατα, αίγες, χοίροι, ίπποι, με μοναδικά χαρακτηριστικά, τα οποία κινδυνεύουν να εξαφανιστούν.
Οι ελληνικές αυτές φυλές χαρακτηρίζονται από ανθεκτικότητα σε αντίξοο περιβάλλον, δυνατότητα αξιοποίησης των φτωχών, άγονων εκτάσεων, αντοχή στις ασθένειες και παρασιτώσεις, ικανότητα επιβίωσης με περιορισμένη ποσότητα τροφής και νερού, καθώς και ευκολία στη διαχείρισης τους. Για τους λόγους αυτούς και με δεδομένο τη δυνατότητα παραγωγής προϊόντων υψηλής αξίας από το γάλα και το κρέας τους, οι αυτόχθονες ελληνικές φυλές έχουν μεγάλη οικονομική σημασία για τη χώρα μας.
Η εκτροφή των σπάνιων ελληνικών φυλών αγροτικών ζώων επιδοτείται από εθνικούς και ευρωπαϊκούς οικονομικούς πόρους. Η ταυτοποίηση των ελληνικών φυλών με τη χρήση αντικειμενικών και αδιάβλητων μεθόδων, κρίνεται απολύτως αναγκαία, καθώς έως σήμερα στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στα φαινοτυπικά χαρακτηριστικά, δηλαδή σε εξωτερικά γνωρίσματα του ζώου (π.χ. χρωματισμός, διάπλαση, σχήμα κεράτων). Ως αποτέλεσμα, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις λανθασμένων ταυτοποιήσεων ζώων από τις αρμόδιες αρχές, που οδηγούν σε σπατάλη πόρων, χωρίς τελικά να διατηρούνται τα ζώα που ανήκουν πραγματικά στις σπάνιες φυλές.
Στο πλαίσιο αυτό, ερευνητική ομάδα του Εργαστηρίου Γενικής και Ειδικής Ζωοτεχνίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών αποτελούμενη από τους Ιωσήφ Μπιζέλη, Καθηγητή, Παναγιώτα Κουτσούλη Επ. Καθηγήτρια, Γεώργιο Λαλιώτη, Επ. Καθηγητή και Δημήτριο Παπαχρήστου, Υπ. Διδάκτορα, σε συνεργασία με την ερευνητική ομάδα του Εργαστηρίου πληθυσμιακής Γενετικής του Πανεπιστημίου του Μονάχου (LMU) αποτελούμενη από τους Ivica Medugorac, Καθηγητή, Elizabeth Kunz, Μεταδιδακτορική ερευνήτρια και Maulik Upadhyay, Μεταδιδακτορικό ερευνητή, κατάφεραν χρησιμοποιώντας σύγχρονες τεχνικές σε επίπεδο γενετικού υλικού (DNA) και βιοπληροφορικής ανάλυσης, και αξιοποιώντας συνδυαστικά τις διαφοροποιήσεις που υπάρχουν σε επίπεδο μονονουκλεοτιδικών αλλαγών (SNPs) μεταξύ των φυλών βοοειδών, να διακρίνουν γενετικά τις ελληνικές φυλές βοοειδών, τόσο μεταξύ τους, όσο και με ξένες φυλές.
Οι δύο ερευνητικές ομάδες χρησιμοποίησαν ένα σύνολο γενετικών δεδομένων από 115 φυλές βοοειδών. Οι ελληνικές φυλές που συμπεριλήφθηκαν ήταν η Βραχυκερατική φυλή, οι φυλές Κέας, Κατερίνης, Συκιάς και Κύπρου καθώς και αυτόχθονοι πληθυσμοί βοοειδών Κρήτης, Καστελόριζου, Αγαθονησίου, Νισύρου, Ροδόπης και Πρεσπών, ενώ στις ξένες φυλές συμπεριλήφθηκαν όλες οι γνωστές φυλές που έχουν εισαχθεί στην Ελλάδα και έχουν χρησιμοποιηθεί σε διασταυρώσεις (Holstein-Friesian, Brown-Swiss, Limousine, Charolais, Simmental, Aubrac κλπ).
Τα αποτελέσματα έδειξαν διακριτές κατανομές (clusters) των ελληνικών φυλών σε σχέση με τις ξένες φυλές γεγονός το οποίο καθιστά δυνατή τη με αντικειμενικό τρόπο ταυτοποίηση των ελληνικών φυλών με μεγάλη ακρίβεια, καθώς και τον προσδιορισμό του ποσοστού διασταύρωσης των ατόμων μίας φυλής με άλλη φυλή ξενικής προέλευσης.
Η χρήση τέτοιων σύγχρονων εργαλείων και πρωτοβουλιών θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και ιδίως από τους φορείς ελέγχου, ώστε να αντιμετωπιστούν φαινόμενα ελληνοποιήσεων, νοθείας, λανθασμένων ταυτοποιήσεων ζώων και ορθής διαχείρισης οικονομικών πόρων από πλευράς ενισχύσεων μέσω των δράσεων της διατήρησης των γενετικών πόρων του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης.
Πηγή: NeaPaseges.gr