Του Γιώργου Κατσάμπουλα
Η μελισσοκομία αποτελεί έναν από τους βασικότερους πρωτογενείς τομείς παραγωγής στην Ελλάδα. Το εξαιρετικό μεσογειακό κλίμα της χώρας μας, διαθέτει τεράστια ποικιλία μελισσοκομικών αρωματικών φυτών και σε συνδυασμό με την τεχνική στήριξη υψηλού επιπέδου, από Έλληνες μελισσοκόμους, έχει συμβάλει στην εξαιρετικής ποιότητας παραγωγής μελιού, το οποίο κοιτάζει επί ίσοις όροις και ανταγωνίζεται το ξένο.
Ωστόσο, πολλά είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κλάδος της μελισσοκομίας και οι άνθρωποι που τον υπηρετούν. Τα προβλήματα και οι δυσκολίες ποικίλουν και καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα εμποδίων.
Η Ευρώπη αποτελεί τον δεύτερο σημαντικότερο, μετά την Κίνα, παραγωγό μελιού και η Ελλάδα αποτελεί μία από την σημαντικότερες χώρες όσον αφορά την παραγωγή και την ποιότητα του μελιού. Παρά όμως της υψηλής θέσης που διαθέτει η χώρα μας και τα ψηλά στάνταρ που έχει θέσει, τα προβλήματα του κλάδου είναι πολλά, ο οποίος φαίνεται να μαραζώνει κάθε χρόνο και περισσότερο.
Ένα κύριο και σημαντικό πρόβλημα αποτελεί η κλιματική αλλαγή. Για ένα έντομο όπως είναι η μέλισσα, το οποίο ζει και εξαρτάται από την φύση, είναι εύλογο το γεγονός ότι επηρεάζεται άμεσα από μεγάλες κλιματικές αλλαγές, από τις οποίες όμως δεν έχει τον χρόνο και την δυνατότητα να προσαρμοστεί στις απότομες και συχνές μεταβολές.
“Το σημαντικότερο πρόβλημα από όλα είναι η κλιματική αλλαγή. Οι καιρικές συνθήκες έχουν αλλάξει. Η μέλισσα δεν μπορεί να προσαρμοστεί στις μεγάλες και απότομες μεταβολές του καιρού, στρεσάρετε και δεν ανταποκρίνεται κατάλληλα. Δεν μιλάμε για αλλαγές του καιρού σε βάθος χρόνου, αντίθετα μέσα σε 10 χρόνια ο καιρός έχει αλλάξει ήδη αρκετές φορές. Πώς να προσαρμοστεί, λοιπόν, η μέλισσα σε ξηρασίες, σε ανομβρίες και σε ζέστη. Η μέλισσα έχει χάσει το ρυθμό της και είναι λογικό επακόλουθο να μην υπάρχει σωστή μελισσοκομία”, εξηγεί ο κ. Γιάννης Κόσσυφας, τοπικός μελισσοκόμος.
Τα προβλήματα όμως δεν σταματούν στην κλιματική αλλαγή. Αντιθέτως, οι μεγάλες και απότομες καιρικές αλλαγές, λειτουργούν ως καταλύτης και ως πρόδρομος μια σειράς προβλημάτων για την ίδια την μέλισσα.
“Η κλιματική αλλαγή συμβάλει στην κακή υγεία της μέλισσας. Οι αρρώστιες της μέλισσας είναι πιο πολλές και πιο δύσκολες στην αντιμετώπισή τους. Ο καιρός επηρεάζει το πώς και το πόσο θα αναπτυχθεί ένα μελίσσι. Αμέσως, η κατάσταση γίνεται δύσκολη σε πολλούς τομείς. Αδύναμη φύση, σημαίνει αδύναμο μελίσσι, το οποίο το κάνει πιο τρωτό στις αρρώστιες.”, συμπλήρωσε ο κ. Βλάχος, τοπικός μελισσοκόμος.
“Από την κλιματική αλλαγή, προσβάλλεται και η ποσότητα της παραγωγής. Υπάρχουν στιγμές που δεν δίνει το μελίσσι μέλι. Θα μπορούσαμε να πούμε πως συγκυριακά, ανάλογα δηλαδή με ιδανικές συνθήκες και με κατάλληλες συγκυρίες το μελίσσι μπορεί να δουλέψει και να δώσει μέλι. Για παράδειγμα το έλατο δεν δίνει μέλι πλέον, σε αντίθεση με το πεύκο. Το έλατο, είναι ψυχρόβιο δέντρο. Η αλλαγή του κλίματος το έχει ξεράνει και έχει στρεσάρει το μύκητα που είναι πάνω στο δέντρο και δίνει το μέλι, με αποτέλεσμα να αρρωσταίνει από άλλους μύκητες και να μην είναι υγιές. Σε αντίθεση, το πεύκο, είναι πιο διαδεδομένο, αλλά και αυτό έχει προβλήματα από την ανομβρία”, εξηγεί ο κ. Κόσσυφας.
Μια δεύτερη κατηγορία προβλημάτων, γεννιέται στην σχέση διάθεσης και διακίνησης του μελιού από Έλληνες παραγωγούς και στην σχέση τους με τον ανταγωνισμό με τα εισαγόμενα μέλια, χωρίς ταυτότητα, από ξένες χώρες, τα οποία όμως έχουν λάβει Ευρωπαϊκό Διαβατήριο και έχουν χαμηλές τιμές.
“Σημαντικό πρόβλημα, το οποίο πλήττει τον Έλληνα παραγωγό, είναι οι μεγάλες εισαγωγές μελιών, σε τιμές ευτελέστατες. Πώς μπορεί ο Έλληνας παραγωγός, του οποίου το κόστος παραγωγής ενός κιλού μελιού αγγίζει τα 3 και 4 ευρώ να ανταγωνιστεί το εισαγόμενο με κόστος κάτω από 1 ευρώ. Το εισαγόμενο μέλι, το λεγόμενο μείγμα μελιών χωρίς ταυτότητα, αποτελεί περισσότερο μια γλυκαντική ουσία, παρά καθαρό μέλι, αλλά πάντα σε πολύ χαμηλή τιμή”, επισήμανε ο κ. Κατσάμπουλας, τοπικός παραγωγός.
“Αυτή την στιγμή γίνονται ανεξέλεγκτες εισαγωγές από την Ευρώπη. Σύμφωνα με στοιχεία, η παραγωγή μελιού στην Ευρωπαϊκή Ένωση καλύπτει το 66% της κατανάλωσης. Για να καλύψει, λοιπόν, το 100%, χρειάζεται 100 τόνους μέλι. Όταν όμως, η Ευρωπαϊκή Ένωση εισάγει 300 τόνους, αμέσως παρουσιάζεται ένα πλεόνασμα 218 τόνους. Όταν υπάρχει πλεόνασμα λοιπόν, η τιμή πέφτει πολύ χαμηλά. Το μέλι που εισάγεται, προέρχεται από χώρες αμφιβόλου ποιότητας και το μέλι δεν διαθέτει ταυτότητα. Χωρίς ταυτότητα σημαίνει ότι αυτές οι χώρες αποβάλουν με τεχνικά μέσα την γύρη από το μέλι και όταν γίνεται γυροσκοπικός έλεγχος δεν ανιχνεύει την ταυτότητα του μελιού αποκαθιστώντας το σε γλυκαντική ουσία και όχι σε καθαρό μέλι. Αυτό το χωρίς ταυτότητα μέλι, έρχεται εισαγόμενο στην Ευρώπη, η Ευρώπη το εμπλουτίζει με άλλα μέλια και αμέσως αποκτάει ταυτότητα. Για παράδειγμα, το εμπλουτίζουν με γυρεόκοκκος ανθόμελου και το βαπτίζουν ανθόμελο. Στην συνέχεια διοχετεύεται στην αγορά σε εξευτελιστικές τιμές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, ο παραγωγός να μην μπορεί να καλύψει τα λειτουργικά του έξοδα και να μην μπορεί να ανταγωνιστή το εισαγόμενο”, εξηγεί ο κ. Βλάχος.
“Από πλευράς κράτους, θα πρέπει να γίνουν περισσότεροι έλεγχοι και αυστηρότεροι με αυξημένα ποιοτικά κριτήρια, όσον αφορά τα εισαγόμενα, ώστε να προωθηθεί το εγχώριο μέλι”, συμπλήρωσε ο κ. Κατσάμπουλας.
Ένας ακόμα λόγος που δυσχεραίνει την κατάσταση στον κλάδο της μελισσοκομίας είναι και η οικονομική κρίση, η οποία αναγκάζει τον καταναλωτή και τον στρέφει στην αγορά φτηνότερων μελιών και υποκατάστατων.
Τέλος, έναν βασικό προβληματισμό εκφράζουν οι παραγωγοί και αφορά την αδιαφορία του κράτους και την έλλειψη μέριμνας για την βελτίωση του κλάδου της μελισσοκομίας.
“Η Τουρκία έχει ήδη προβεί σε δεντροφύτευση για τον εμπλουτισμό του φυσικού περιβάλλοντος και στην δημιουργία μελισσοκομικών πάρκων”, επισημαίνει ο κ. Βλάχος.
“Το κράτος πρέπει να επενδύσει και στην μελισσοκομία και να βοηθήσει τους παραγωγούς. Όταν βλέπω ότι τώρα τελευταία διατίθενται μερικά εκατομμύρια, σε αναδασώσεις, γιατί ένα τμήμα να μην είναι αφιερωμένο και στοχευμένα για τους μελισσοκόμους. Σε τοπικό επίπεδο, η περιφέρεια, ο δήμος, θα μπορούσε να πετύχει δύο στόχους. Να γίνει αναδάσωση όχι μόνο με πεύκα, αλλά και με άλλα γυρεοφόρα δέντρα, τα οποία βοηθούν την μέλισσα στην παραγωγή μελιού. Επίσης, θα μπορούσε το κράτος να επιχορηγήσει την δημιουργία μελισσοκομικών πάρκων”, συμπλήρωσε ο κ. Κόσσυφας.
Πόσο εύκολο είναι όμως, για έναν νέο, να ασχοληθεί με τον κλάδο της μελισσοκομίας;
“Τα πράγματα δεν είναι το ίδιο εύκολα με πριν από πενήντα χρόνια. Η μελισσοκομία είναι βιώσιμο επάγγελμα, αλλά υπό προϋποθέσεις. Ένας νέος, ο οποίος θέλει να ασχοληθεί με το επάγγελμα, πρέπει να διαβάζει συνεχώς, να ενημερώνεται και να αποκτήσει την κατάλληλη τεχνογνωσία. Ο ανταγωνισμός έχει μεγαλώσει, η κατάσταση έχει δυσκολέψει. Παλιότερα, ένας νέος μελισσοκόμος μπορούσε να αγοράσει μερικές κυψέλες και σιγά σιγά να τις αυξήσει. Πλέον, πρέπει να έχει γνώσεις, να είναι υποψιασμένος, να γνωρίζει την φύση, την υγεία των μελισσών, την αγορά και πώς αυτή κινείται. ”, σχολίασε ο κ. Κατσάμπουλας.
“Ένας νέος μελισσοκόμος μπορεί με τον καινούριο νόμο να επιδοτηθεί ως νέος αγρότης με το ποσό των 34.000-35.000 ευρώ. Αυτό μπορεί να γίνει αν αγοράσει 150-200 μελίσσια ή κάποιος να του τα μεταβιβάσει. Δεν είναι εύκολο όμως να διαχειριστείς τόσες κυψέλες”, σχολίασε ο κ. Βλάχος.
Ο κλάδος της μελισσοκομίας, αποτελεί έναν βασικό πρωτογενή τομέα παραγωγής για την Ελλάδα. Παρά την εξαιρετική ποιότητα του μελιού, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει είναι πολλά και η αδιαφορία του κράτους, αλλά και η έλλειψη στοχευμένης μέριμνας φαίνεται να εντείνει το πρόβλημα. Με πάνω από 25.000 μελισσοκόμους, επαγγελματίες, ετεροαπασχολούμενους και ερασιτέχνες, ο κλάδος φαίνεται να μην διαθέτει την αρμόζουσα προσοχή, ο οποίος όμως είναι βασικός για την εθνική οικονομία.