Επιδότηση των παραγωγών για αγορά λιπασμάτων μέχρι 200 ευρώ τον τόνο προκρίνει το υπουργείο Αγροτικής ανάπτυξης σε μια προσπάθεια να περιορισθεί το αυξημένο κόστος που καταβάλλουν αυτό τον καιρό οι καλλιεργητές για λίπανση και θρέψη.
Η ενίσχυση θα δοθεί με ένα κουπόνι αγοράς λιπασμάτων (voucher) που θα εξασφαλίσει ο κάθε παραγωγός με βάση τα στρέμματα και το είδος της καλλιέργειας που διαχειρίζεται.
Ο τρόπος με τον οποίο θα γίνει η έκπτωση αυτή εξετάζεται από τους ιθύνοντες του υπουργείου από κοινού με Ευρωπαίους αξιωματούχους, αφού θα χρειαστεί η έγκριση των Βρυξελλών προκειμένου να μην θεωρηθεί η επιδότηση ως κρατική ενίσχυση που στρεβλώνει τον ανταγωνισμό και την εσωτερική αγορά του μπλοκ. Ο συνολικός προϋπολογισμός για μια τέτοια ενίσχυση αγγίζει τα 60 με 70 εκατ. ευρώ, ενώ με την επικείμενη έκπτωση το κόστος αγοράς λιπασμάτων μπορεί να πέσει από τα 900 με 1.000 ευρώ που είναι σήμερα στα 700 με 800 ευρώ ανά τόνο.
Στις υπό εξέταση προτάσεις σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι η χρήση κωδικού που θα δίνεται στους παραγωγούς προκειμένου να πετυχαίνεται μια οριζόντια μείωση της τάξης των 150-200 ευρώ ανά τόνο λιπάσματος, σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του υφυπουργού Σίμου Κεδίκογλου. «Έχουμε προτάσεις όπως π.χ. μέσω των τιμολογίων, γιατί στα λιπάσματα μας διευκολύνει το γεγονός ότι είναι περιορισμένος ο αριθμός των σημείων διάθεσής τους, είναι 2.500 τα καταστήματα παροχής γεωργικών εφοδίων. Είτε από την αγορά λιπασμάτων με τη χρήση ενός κωδικού να δίνεται μια οριζόντια μείωση της τάξης των 150-200ευρώ ανά τόνο λιπάσματος. Μια άλλη πρόταση που έθεσα στους αρμόδιους της Κομισιόν, είναι μέσω ειδικών κουπονιών που θα δίνονται στους αγρότες ανάλογα με τις εκτάσεις που έχουν δηλώσει για καλλιέργεια, με αυτό τον τρόπο να επιδοτείται η αγορά των λιπασμάτων. Μια αντίστοιχη λύση, αναμένεται να επεκταθεί και στις ζωοτροφές», είπε ο Υφυπουργός, σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση του υπουργείου.
Το ενδεχόμενο νέας ενίσχυσης των παραγωγών για αγορά λιπασμάτων και ζωοτροφών διαπραγματεύεται και σχετικό ρεπορτάζ της Agrenda, επικαλούμενη πληροφορίες από την ειδική συνάντηση, την περασµένη Τρίτη 8 Φεβρουαρίου, των υφυπουργών Σίµου Κεδίκογλου και Γιώργου Στύλιου µε αντιπροσωπεία του Συνδέσµου Παραγωγών και Εµπόρων Λιπασµάτων (ΣΠΕΛ). Στην ίδια συνάντηση παραβρέθηκαν και εκπρόσωποι του Συνδέσµου Ελληνικών Βιοµηχανιών Ζωοτροφών (ΣΕΒΙΖ), µε τις προσεγγίσεις επί του θέµατος να κινούνται στο ίδιο πνεύµα. Εκεί φάνηκε ότι η ειδική ενίσχυση των παραγωγών σε ότι αφορά την αγορά λιπασµάτων και προϊόντων θρέψης κατά την τρέχουσα περίοδο, σε µια προσπάθεια να εξισορροπηθεί το κόστος των ανατιµήσεων και να µην περιορισθεί η κατανάλωση, εποµένως και οι αποδόσεις των καλλιεργειών, αποτελεί κυρίαρχη προτεραιότητα της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίµων.
Ειδικότερα οι εκπρόσωποι του ΣΠΕΛ, Νίκος Κουτσούγερας και Φωτεινή Γιαννακοπούλου δεν έκρυψαν την ανησυχία τους για το ενδεχόµενο οι µεγάλες αυξήσεις στις τιµές των λιπασµάτων (καταγράφεται µέχρι και τριπλασιασµός της τιµής που καλείται να καταβάλει ο παραγωγός) να οδηγήσουν σε σοβαρή µείωση της χρήσης τους κατά την τρέχουσα καλλιεργητική περίοδο, ειδικά σε προϊόντα όπως η ελιά και γενικότερα οι δενδρώδεις καλλιέργειες, όπου η αγορά δεν έχει δείξει να τιµολογεί διαφορετικά (ανοδικά) την τιµή διάθεσης αυτών των προϊόντων από τους παραγωγούς. Έτσι, στις µεν σιτηρά, στο καλαµπόκι και στο βαµβάκι, όπου οι διεθνείς τιµές έχουν καταγράψει σοβαρή άνοδο, τα προβλήµατα υπολίπανσης πιθανόν να είναι µικρότερα απ’ αυτά που θα προκύψουν σε καλλιέργειες των οποίων οι τιµές (προϊόντος) δεν αποτυπώνονται στα διεθνή χρηµατιστήρια εµπορευµάτων.
Παραγωγοί και στελέχη της αγοράς λιπασµάτων θυµούνται πολύ καλά τη ζηµιά που έγινε στο πρώτο µισό της προηγούµενης δεκαετίας, όταν η οικονοµική καχεξία των αγροτικών εκµεταλλεύσεων σε συνδυασµό µε µια πίεση στις τιµές των εισροών, είχε οδηγήσει σε δραµατική µείωση της κατανάλωσης λιπασµάτων στη χώρας µε αποτέλεσµα ακόµα αγροκτήµατα υψηλής παραγωγικότητας να κινούνται σε ιδιαίτερα µέτριες αποδόσεις. Στις δύσκολες αυτές εποχές η κατανάλωση λιπασµάτων καθηλώθηκε ακόµα και κάτω από τους 600.000 τόνους, ενώ την τελευταία τριετία είχε επαναπροσεγγίσει τους 900.000 τόνους.
Τρόπους περαιτέρω ενίσχυσης των καλλιεργητών για την αντιστάθµιση του κόστους
Στη σύσκεψη µε παράγοντες της αγοράς αγροτικών εφοδίων που συγκάλεσε ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Σίµος Κεδίκογλου αναζητήθηκαν λύσεις προκειµένου να αντιµετωπιστεί ο αντίκτυπος της αλµατώδους αύξησης του κόστους ζωοτροφών και λιπασµάτων που αποτελεί µεγάλο αγκάθι για τον αγροτικός και κτηνοτροφικός τοµέα.
Στη συζήτηση συµµετείχαν ο πρόεδρος του Συνδέσµου Ελληνικών Βιοµηχανιών Ζωοτροφών (ΣΕΒΙΖ) Βασίλης Σαλάτας, η Γενική ∆ιευθύντρια του Συνδέσµου Παραγωγών και Εµπόρων Λιπασµάτων (ΣΠΕΛ) Φωτεινή Γιαννακοπούλου, ο πρόεδρος και ∆ιευθύνων Σύµβουλος στην εταιρεία Φυτοθρεπτική Α.Β.Ε.Ε. και ιδρυτικό µέλος του Συνδέσµου Παραγωγών και Εµπόρων Λιπασµάτων (ΣΠΕΛ) Νίκος Κουτσούγερας και ο Προϊστάµενος της ∆ιεύθυνσης Προστασίας Ζώων –Φαρµάκων και Κτηνιατρικών Εφαρµογών Σπυρίδων Ντουντουνάκης.
Μάλιστα, όπως αναφέρει σχετική ανακοίνωση του υπουργείου, όλες οι πλευρές οµόφωνα δεσµεύτηκαν για τη διατήρηση διαύλων επικοινωνίας προς την κατεύθυνση επίλυσης του ζητήµατος.
Οι 5 παράγοντες ανόδου στις τιµές των λιπασµάτων
∆ιαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα, εκτόξευση κόστους πρώτων υλών, υψηλή ζήτηση, προστατευτισµός και γεωπολιτικά παιχνίδια γίνονται οι βασικές παράµετροι που οδήγησαν
τις τιµές των λιπασµάτων σε ιστορικά υψηλά, µε το κόστος στον παραγωγό
να διαµορφώνεται ακόµα και 3 φορές υψηλότερα από ένα χρόνο πριν.
Έκθεση της ∆ιεθνούς Οµοσπονδίας Λιπασµάτων (IFA) αποτυπώνει συνοπτικά τους πέντε βασικούς λόγους για τους οποίους οι τιµές έχουν εδραιωθεί σε τέτοιες κορυφές, µε την αποφόρτιση της αγοράς να δείχνει πως απέχει ακόµα από το σηµείο που θα επέτρεπε επιστροφή σε φυσιολογικά επίπεδα.
Πρώτη αιτία: Η υψηλή ζήτηση. Σύµφωνα µε στοιχεία της IFA, η ζήτηση για προϊόντα θρέψεις έχει ενισχυθεί κατά 6% από την έναρξη της πανδηµίας, λόγω κυρίως των υψηλών τιµών στα αγροτικά εµπορεύµατα. Υπό κανονικές συνθήκες
η αγορά θα µπορούσε να ανταποκριθεί στη ζήτηση αυτή χωρίς σηµαντικές µεταβολές, ωστόσο συνέπεσαν ακόµα 4 παράγοντες που ανέτρεψαν τις ισορροπίες προσφοράς και ζήτησης.
∆εύτερη αιτία: ∆ιαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα είτε εξαιτίας καιρικών φαινοµένων (όπως ο τυφώνας Ida τον περασµένο Σεπτέµβριο) είτε το υψηλό κόστος παραγωγής, συνέτειναν στον προσωρινό τερµατισµό λειτουργίας αρκετών µονάδων.
Τρίτη αιτία: Υψηλό κόστος πρώτων υλών. Οι υψηλές απαιτήσεις της βιοµηχανίας λιπασµάτων σε ενέργεια και κυρίως φυσικό αέριο αποτυπώνονται µε πολλαπλούς τρόπους στις τιµές των τελικών προϊόντων. Τόσο οι ενεργειακές ανάγκες των µονάδων όσο και η αµµωνία και το θείο (υποπροϊόντα φυσικού αερίου) επηρεάζονται από την αγορά.
Τέταρτη αιτία: Προστατευτισµός. Σε
αυτό το κλίµα, Ρωσία, Κίνα και Αίγυπτος, βασικοί τροφοδότες λιπασµάτων
των παγκόσµιων αγορών, περιόρισαν
τις εξαγωγές τους προκειµένου
να φρενάρουν τις ανατιµήσεις στις εσωτερικές τους αγορές.
Πέµπτη αιτία: Γεωπολιτικές εντάσεις.
Οι κυρώσεις στη Λευκορωσία από ΕΕ και ΗΠΑ, είχαν ως αποτέλεσµα να χαθεί από τις αγορές αυτές η ροή Καλίου από µια χώρα που ευθύνεται για το 1/5 της παγκόσµιας παραγωγής, σε µια εξέλιξη που ήρθε να εντείνει την αβεβαιότητα στις αγορές.
Πηγή: Agronews.gr