Η επιφάνεια του αμπελώνα μειώθηκε κατά 4,5% το 2021 σε σύγκριση με το 2020
Η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, η αύξηση των επιτοκίων και του πληθωρισμού, τα υπεραποθέματα και η υποτονική κατανάλωση κρασιού επιβαρύνουν τη βιομηχανία κρασιού της Χιλής, που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές.
Τα τρία τέταρτα των αμπελώνων της Χιλής είναι φυτεμένα με κόκκινες ποικιλίες γεγονός, το οποίο δημιουργεί πρόβλημα σε μια παγκόσμια αγορά, που επί του παρόντος επικεντρώνεται στους λευκούς οίνους.
Η Αυστραλία, όπως επισημαίνει η ΚΕΟΣΟΕ σε ανάρτησή της, δεν είναι το μόνο θύμα της πτώσης/κλεισίματος της κινεζικής αγοράς κρασιού. Παρά τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου της με την Κίνα και τον εικονικό αποκλεισμό της Αυστραλίας από το 2021, οι εξαγωγές της Χιλής στη χώρα αυτή μειώθηκαν κατά 9% σε όγκο και 9,6% σε αξία το 2022. Οι μειώσεις είναι ακόμη πιο σημαντικές καθώς η Χιλή κατέχει μερίδιο σχεδόν 30% σε όγκο αυτής της αγοράς και η Κίνα αντιπροσωπεύει τον κύριο προορισμό της σε αξία.
Τα τρία τέταρτα των αμπελώνων της Χιλής είναι φυτεμένα με κόκκινες ποικιλίες γεγονός, το οποίο δημιουργεί πρόβλημα σε μια παγκόσμια αγορά, που επί του παρόντος επικεντρώνεται στους λευκούς οίνους
Όμως τα άσχημα νέα για τη βιομηχανία της Χιλής δεν σταματούν εδώ: πέρυσι, οι δύο πυλώνες των εξαγωγών της, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες, μειώθηκαν σε όγκο κατά 17% και 8% αντίστοιχα.
Μια προσφορά λιγότερο προσαρμοσμένη στη διεθνή ζήτηση
Γενικότερα, οι καλές επιδόσεις αλλού (Μεξικό, Ιαπωνία, Καναδάς και Ιρλανδία) κατέστησαν δυνατό τον περιορισμό των απωλειών στο -0,6% σε όγκο και -2% σε αξία το 2022.
Φέτος, τα αποτελέσματα είναι πολύ λιγότερο θετικά: κατά τη διάρκεια του πρώτου 10μηνου του έτους, οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 22% σε όγκο και αξία σε σύγκριση με πέρυσι, σύμφωνα με την Odepa (το γραφείο αγροτικών μελετών και πολιτικών).
Πρέπει να τονισθεί ότι με έναν αμπελώνα πολύ έντονα προσανατολισμένο στις ερυθρές ποικιλίες (74%), η Χιλή δεν είναι στην καλύτερη θέση σε μια παγκόσμια αγορά που προσανατολίζεται σε αναζήτηση λευκών και αφρωδών οίνων.
Η τοποθέτησή της μάλλον στην βασική γκάμα δεν είναι ιδιαίτερα ευχάριστη ούτε στην εποχή της premiumization, μια τάση που σίγουρα επιβραδύνθηκε από την οικονομική κρίση, αλλά που παραμένει ως μοτίβο της διεθνούς αγοράς. Σε αυτό προστίθενται και πιο κυκλικά φαινόμενα, όπως οι πληθωριστικές πιέσεις, οι υλικοτεχνικές διαταραχές και η άνοδος της τιμής των εισροών, που συνδυάζονται για να αυξήσουν τον όγκο των αποθεμάτων, σχεδόν κατά 10% τον Δεκέμβριο του 2022.
Αλλά για ορισμένους παρατηρητές, η κατάσταση που αντιμετωπίζουν επί του παρόντος οι επαγγελματίες της Χιλής δεν είναι προσωρινή. «Η Χιλή δεν κατάφερε να αποκτήσει φήμη για την ποιότητα, την προέλευση και τις τιμές της. Τα κρασιά της έχουν γίνει απλά εμπορεύματα», δηλώνει απογοητευμένος ο Luca Hodgkinson, διευθυντής και συνιδρυτής της Χιλιανής εταιρείας Pro Bulk Wine, η οποία εμπορεύεται περίπου 2,5 εκατομμύρια λίτρα ποιοτικών χύμα κρασιών κάθε χρόνο, τόσο Χιλιανών όσο και Αργεντίνικων.
Σημειώνοντας την ελεύθερη πτώση της κινεζικής αγοράς, τονίζει την παντελή απουσία προώθησης των κρασιών της Χιλής εδώ και χρόνια: «Έφτασα στη Χιλή το 2006 και οι τιμές είναι χαμηλότερες σήμερα από ό,τι ήταν εκείνη τη στιγμή. Όταν λαμβάνουμε υπόψη τον πληθωρισμό, η κατάσταση είναι θλιβερή».
Για τον Γάλλο οινολόγο, η αιτία βρίσκεται στη δομή των οινοβιομηχανιών: «Το έλλειμμα εικόνας της Χιλής συνδέεται με το γεγονός ότι οι κύριοι παίκτες της αγοράς είναι μεγάλες εταιρείες που αναζητούν γρήγορες αποδόσεις των επενδύσεων». Και να λυπούμαστε: «Η ποιότητα των κρασιών στη Χιλή είναι εξαιρετική, αλλά δεν έχουν πραγματική ταυτότητα».
Ο ρυθμός εκριζώσεων αυξάνεται
Πέντε μήνες πριν από την επόμενη συγκομιδή, με μάλλον περιορισμένη δραστηριότητα μεταξύ των διεθνών αγοραστών σύμφωνα με τη χρηματιστηριακή εταιρεία Ciatti, η κατάσταση κινδυνεύει να χειροτερέψει ακόμη περισσότερο. Αυτό, παρά του ότι η συγκομιδή του 2023 είναι μειωμένη κατά 11,4% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Στο πλαίσιο αυτό, ο ρυθμός εκριζώσεων αμπελιών θα μπορούσε να αυξηθεί. Εάν και το ποσοστό είναι ακόμα σχετικά περιορισμένο, σε λιγότερο από 1%, στο τέλος της τελευταίας δεκαετίας, η επιφάνεια του αμπελώνα μειώθηκε κατά 4,5% το 2021 σε σύγκριση με το 2020, για να πάει από 136.166 σε 130.086 εκτάρια vitis vinifera, σύμφωνα με την Odepa. Αυτό ενδυναμώνεται, γνωρίζοντας ότι ελλείψει επικαιροποιημένων στοιχείων, ορισμένοι παρατηρητές προβλέπουν επιτάχυνση των εκριζώσεων και της εγκατάλειψης των αμπελώνων. Οι βραχυπρόθεσμες ελπίδες σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με την αφύπνιση της κινεζικής αγοράς και τη βελτίωση της οικονομίας. Τα διαρθρωτικά προβλήματα παραμένουν προς επίλυση. Όπως θυμάται ο πρώην πρόεδρος της Vinos de Chile, Aurelio Montes, «χρειάζονται μία ή δύο γενιές για να αλλάξεις την εικόνα μιας χώρας, αλλά πρέπει να ξεκινήσεις από κάπου».