Η πτώση των τιμών του ελαιολάδου στην Ισπανία προκαλεί ανησυχία στους Έλληνες παραγωγούς, οι οποίοι περιμένουν αυξημένη ζήτηση από την Ιταλία, όπου οι τιμές παραμένουν υψηλές.
Οι Έλληνες παραγωγοί ελαιολάδου βρίσκονται αντιμέτωποι με πρωτόγνωρες καταστάσεις, καθώς οι ραγδαίες αλλαγές στις διεθνείς αγορές ελαιολάδου επηρεάζουν άμεσα τις τιμές και τη στρατηγική πώλησης του προϊόντος τους. Η πτώση των τιμών στην Ισπανία, η οποία αποτελεί τη μεγαλύτερη παραγωγό χώρα παγκοσμίως, έχει προκαλέσει αβεβαιότητα και έντονο ανταγωνισμό, ενώ η αύξηση της ζήτησης από την Ιταλία δημιουργεί προσδοκίες για τους Έλληνες εξαγωγείς.
Οι τελευταίες εξελίξεις στις αγοραπωλησίες
Την περασμένη εβδομάδα, σημειώθηκαν συναλλαγές για εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο στην Ελλάδα σε τιμές που κυμάνθηκαν μεταξύ 5,50 και 6,50 ευρώ/κιλό. Αυτές οι τιμές, αν και υψηλές, δεν επαρκούν για να καθορίσουν μια σταθερή εικόνα για την πορεία της αγοράς. Η Ιταλία συνεχίζει να προσφέρει υψηλές τιμές (έως και 9,30 ευρώ/κιλό), γεγονός που διατηρεί το ελληνικό ελαιόλαδο ανταγωνιστικό. Ωστόσο, η βίαιη πτώση των τιμών στην Ισπανία, όπως καταγράφεται στο χρηματιστήριο της Χαέν, πιέζει προς τα κάτω τις τιμές παραγωγού διεθνώς.
Η ευρωπαϊκή προοπτική για την αγορά ελαιολάδου
Σύμφωνα με τις μεσοπρόθεσμες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την περίοδο έως το 2035, η παραγωγή ελαιολάδου στην ΕΕ αναμένεται να αυξηθεί ελαφρώς, κυρίως λόγω των επενδύσεων σε εντατικές καλλιέργειες στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Αντίθετα, η Ελλάδα αναμένεται να σημειώσει σταδιακή μείωση στις καλλιεργούμενες εκτάσεις κατά 0,3% ετησίως. Παρόλα αυτά, οι ελληνικές εξαγωγές ελαιολάδου προβλέπεται να αυξηθούν με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,8%, αντανακλώντας τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας του προϊόντος.
Η έκθεση της Κομισιόν υπογραμμίζει την ανάγκη επενδύσεων για τον εκσυγχρονισμό των ελληνικών ελαιώνων, καθώς και τη σημασία της ορθής διαχείρισης των υδάτινων πόρων. Η κλιματική αλλαγή, η λειψυδρία και οι ασθένειες, όπως η *Xylella fastidiosa*, αποτελούν σοβαρές προκλήσεις που θα συνεχίσουν να επηρεάζουν τον τομέα.
Η κατανάλωση και οι εξαγωγικές προοπτικές
Η κατανάλωση ελαιολάδου στην ΕΕ μειώνεται κατά περίπου 2-3% ετησίως στις παραδοσιακές χώρες παραγωγής, ενώ αναμένεται αύξηση κατά 3,7% στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ την περίοδο 2025-2035. Η κατακόρυφη άνοδος της λιανικής τιμής πώλησης έχει οδηγήσει πολλούς καταναλωτές σε φθηνότερα εναλλακτικά φυτικά έλαια. Παρ' όλα αυτά, η αυξανόμενη έμφαση στις υγιεινές διατροφικές συνήθειες και στις ευεργετικές ιδιότητες του ελαιολάδου μπορεί να συμβάλει στην ανάκαμψη της ζήτησης τα επόμενα χρόνια.
Η Ελλάδα διατηρεί σταθερά τη θέση της ως εξαγωγέας ελαιολάδου υψηλής ποιότητας, ενώ οι εξαγωγές προς την Ιταλία και άλλες χώρες της ΕΕ παραμένουν καθοριστικές. Παράλληλα, η διαφοροποίηση των προϊόντων, όπως τα βιολογικά και τα προϊόντα ΠΟΠ/ΠΓΕ, αποτελεί σημαντικό στρατηγικό πλεονέκτημα για τη χώρα.
Ευκαιρίες και στρατηγικές για το μέλλον
Με φόντο τις διεθνείς εξελίξεις, οι Έλληνες παραγωγοί καλούνται να εστιάσουν σε τρεις βασικούς άξονες:
1. Εκσυγχρονισμός καλλιεργειών: Η μετάβαση σε πιο αποδοτικούς και βιώσιμους τρόπους καλλιέργειας είναι ζωτικής σημασίας για την αύξηση της παραγωγής και τη μείωση του κόστους.
2. Αξιοποίηση των εξαγωγικών δυνατοτήτων: Η ενίσχυση των εμπορικών σχέσεων με παραδοσιακές και νέες αγορές μπορεί να απορροφήσει τις πιέσεις από την πτώση των τιμών.
3. **Ενίσχυση του branding**: Η προβολή του ελληνικού ελαιολάδου ως προϊόντος κορυφαίας ποιότητας θα ενισχύσει τη ζήτησή του διεθνώς, ιδιαίτερα σε αγορές με αυξημένες απαιτήσεις.