Ταυτόχρονα, το 2018 η τιμή του ναρκωτικού αυξήθηκε στα 4,9 εκατομμύρια πέσος, δηλαδή στα 1.300 ευρώ το κιλό
Η δυνατότητα παραγωγής κοκαΐνης αυξήθηκε σε έναν χρόνο από τους 1.058 στους 1.120 τόνους, διευκρίνισε το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τον Έλεγχο των Ναρκωτικών και την Πρόληψη του Εγκλήματος (ONUDC) στην ετήσια έκθεσή του, που παρουσιάστηκε στην Μπογοτά.
Η άνοδος της παραγωγής παρουσιάζει αντίθεση με την ελαφριά μείωση (–1,2%) των καλλιεργειών των φυτών κόκας το 2018, που ανακοινώθηκε την Παρασκευή από το ONUDC στο πλαίσιο εκδήλωσης που οργανώθηκε στο προεδρικό ανάκτορο στην Μπογοτά.
Μολονότι μικρή, η μείωση της έκτασης των καλλιεργειών, το μοναδικό στοιχείο που αποκαλύφθηκε την περασμένη εβδομάδα, χαιρετίστηκε με ικανοποίηση από τον πρόεδρο Ιβάν Ντούκε. Η επίσημη έκθεση της υπηρεσίας του ΟΗΕ παρουσιάστηκε χθες.
Η μείωση της έκτασης των καλλιεργειών της κόκας φάνηκε να αντιστρέφει την τάση των τελευταίων ετών στην Κολομβία: από τα 480.000 στρέμματα το 2013, η έκταση των ναρκοκαλλιεργειών αυξήθηκε αλματωδώς, στα 690.000 στρέμματα το 2014 και κατόπιν συνέχισε να αυξάνεται για να φθάσει στο ρεκόρ που καταγράφηκε το 2017, όπως και το επίπεδο της παραγωγής φύλλων κόκας και κοκαΐνης.
Στην έκθεση υπογραμμίζεται παράλληλα η αύξηση της τιμής της κοκαΐνης: ενώ το κιλό κατά μέσον όρο ανταλλασσόταν το 2017 με 4,4 εκατομμύρια κολομβιάνικα πέσος (1.160 ευρώ), το 2018 η τιμή του ναρκωτικού αυξήθηκε στα 4,9 εκατομμύρια πέσος (1.300 ευρώ).
Υπό την πίεση των ΗΠΑ, ο πρόεδρος Ντούκε επιδιώκει την επανέναρξη των αεροψεκασμών με γλυφοσάτη, οι οποίοι ανεστάλησαν το 2015 από τον τέως αρχηγό του Κράτους Χουάν Μανουέλ Σάντος, εξαιτίας των δυνητικών βλαβών του ζιζανιοκτόνου στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον.
Στην Κολομβία παράγεται το 70% της κοκαΐνης που διακινείται παγκοσμίως, με προορισμό κυρίως τη βόρεια Αμερική και την Ευρώπη.