Πόσο ουδέτερη ήταν η Τουρκία στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο; Ατράνταχτα ντοκουμέντα μέσα από βρετανικά και γερμανικά αρχεία που καταρρίπτουν τον μύθο της ουδετερότητας της γειτονικής χώρας
Όμως όπως θα δούμε στο σημερινό μας άρθρο, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Αν και η Τουρκία δεν πολέμησε ποτέ οι διπλωμάτες της ανέπτυξαν έντονη παρασκηνιακή δραστηριότητα. Πέτυχαν να διατηρήσουν τη χώρα τους ανέπαφη, ισορρόπησαν σε δύο βάρκες και τελικά η Τουρκία κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία ουσιαστικά μετά τη λήξη του.
Ο Frank G. Weber και το βιβλίο του
Πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Στην Τουρκία μέχρι τα τέλη περίπου του 1938 κυριαρχούσε ο Κεμάλ Ατατούρκ, Πρόεδρος της χώρας ως τον θάνατό του (10 Νοεμβρίου 1938). Σημαντικό ρόλο έπαιζε επίσης ο Ισμέτ Ινονού πρωθυπουργός της χώρας ως το 1937 και Πρόεδρός της μετά τον θάνατο του Ατατούρκ.
Την ίδια χρονική περίοδο η Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία ανταγωνίζονταν για την εύνοια της Τουρκίας. Η Γαλλία υπέγραψε με την Άγκυρα σύμφωνο φιλίας, η Βρετανία της παραχώρησε πίστωση 16 εκατομμυρίων στερλινών και ο Βάλτερ Φουνκ ,Υπουργός Οικονομικών του Ράιχ πήγε αεροπορικώς στην Άγκυρα για να συνάψει μια εμπορική συμφωνία. Σύμφωνα μ’ αυτή η Γερμανία δάνεισε στην Τουρκία 150 εκατομμύρια μάρκα εξοφλητέα σε είδος σε μία περίοδο 10 ετών. Οι Γερμανοί επιχειρηματίες δεν ήθελαν τα τουρκικά προϊόντα, ωστόσο το Βερολίνο τους επιχορηγούσε για να τα αγοράζουν και να τα εμπορεύονται. Οι Τούρκοι μονογράφησαν αυτή τη συμφωνία στο Βερολίνο μία εβδομάδα ακριβώς πριν τον θάνατο του Ατατούρκ (Βίλελμ φον Κέλερ, Γερμανός πρεσβευτής στην Τουρκία προς το Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας του 3 Νοεμβρίου 1938, A. A. 1379/207).
Το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου
Όπως αναφέραμε μετά τον θάνατο του Ατατούρκ, πρόεδρος της Τουρκίας αναλαμβάνει ο Ισμέτ Ινονού, ο οποίος αντικαθιστά τον ΥΠ. ΕΞ. Τεφίκ Ρουστί Αράς με τον Σουκρί Σαράτσογλου. Ουσιαστικό αφεντικό στο Υπουργείο ήταν όμως ο Νουμάν Μενεμεντζίογλου ,μόνιμος Υφυπουργός Εξωτερικών.
Στις 15 Μαρτίου 1939 οι γερμανικές δυνάμεις μπήκαν στην Πράγα. Στις 7 Απριλίου 1939 η Ιταλία, που προκαλούσε ανησυχία στην Τουρκία λόγω της τυχοδιωκτικής της πολιτικής στη Μεσόγειο, κατέλαβε την Αλβανία. Την 1η Σεπτεμβρίου 1939 οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Πολωνία και δυο μέρες αργότερα η Μ. Βρετανία, η οποία στις 31 Μαρτίου είχε εγγυηθεί την ανεξαρτησία της Πολωνίας κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας.
Η Τουρκία βλέποντας τη γερμανική αλλά και τη ρωσική επιθετικότητα, έσπευσε να υπογράψει στις 19 Οκτωβρίου 1939 ένα Σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας με τη Μ. Βρετανία και τη Γαλλία φοβούμενη μια εκδήλωση του ρωσικού επεκτατισμού προς το μέρος της.
Στις 30 Νοεμβρίου 1939 η ΕΣΣΔ εισέβαλε στη Φιλανδία ενώ λίγους μήνες αργότερα η Γερμανία κατέλαβε τη Δανία, τη Νορβηγία, την Ολλανδία και το Βέλγιο ενώ τον Ιούνιο του 1940 υποχρέωσε σε ταπεινωτική ήττα και συνθηκολόγηση τη Γαλλία.
Στις 7 Απριλίου 1939 η Ιταλία εισέβαλε στην Αλβανία κάτι που προκάλεσε την ανησυχία της Τουρκίας. Ο νέος Γερμανός πρέσβης στην Άγκυρα Φραντς φον Πάπεν, παλιός γνώριμος του Ινονού από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο σε συνάντησή του με τον Τούρκο πρόεδρο προσπάθησε να τον καθησυχάσει. Ο Ινονού αν και εξέφρασε επιφυλάξεις για την εισβολή του Μουσολίνι στην Αλβανία εκδήλωσε μεγάλο ενθουσιασμό για τον Χίτλερ (Πάπεν προς γερμανικό ΥΠΕΞ 29 Απριλίου 1939 Α. Α. 4364/824). Ο Βρετανός πρέσβης Λόρεν σε μία αναφορά του για μία από τις τελευταίες του συναντήσεις με τον Ινονού τον χαρακτηρίζει ψυχρό υπολογιστή.
Είναι αποφασισμένος, να επιβιώσει η χώρα του και μάλιστα να ωφεληθεί από την φασιστική-ναζιστική εισβολή στην Ευρώπη. Μάλιστα, πληροφορήθηκε από αξιόπιστες πηγές, ότι τις τελευταίες εβδομάδες του ισπανικού εμφυλίου, η Τουρκία πούλησε στον δικτάτορα Φράνκο τουρκικά αεροπλάνα! Όταν ζήτησε περισσότερες πληροφορίες από τον Σαράτσογλου, ο Τούρκος ΥΠΕΞ περιορίστηκε να χαμογελάσει αινιγματικά. Η Τουρκία δεν δεχόταν να δώσει εγγυήσεις για την Ελλάδα, σε περίπτωση που η χώρα μας γινόταν στόχος των Ιταλών, παρά τις πιέσεις του Λονδίνου και του Παρισιού.
Στις 28 Οκτωβρίου 1940, ο Μουσολίνι που διακήρυττε τις απαιτήσεις του για τη Μεσόγειο αποκαλώντας τhν «Mare Nostrum» («Δική μας θάλασσα»), δίνει εντολή για επίθεση στη, χώρα μας, με τα γνωστά αποτελέσματα. Έτσι, η Γερμανία, τον Απρίλιο του 1941 επιτίθεται στη χώρα μας, αφού προηγουμένως έχει καταλάβει τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία.
Στις 3 Απριλίου 1941, στο Ιράκ κατέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα ο φιλοναζιστής Ρασίντ Άλι, που έκανε συνεχείς εκκλήσεις στη Γερμανία για βοήθεια. Στη Συρία, που βρισκόταν υπό τον έλεγχο της γαλλικής φιλογερμανικής κυβέρνησης του Βισί, επισημάνθηκαν παρόμοιες γερμανικές προσπάθειες, που ανάγκασαν τελικά τους Συμμάχους να στείλουν εκεί μια μεικτή αγγλογαλλική δύναμη που κατέλαβε τη χώρα.
Στις 22 Ιουνίου 1941, οι Γερμανοί εισέβαλαν στην ΕΣΣΔ και προχώρησαν ταχύτaτα στο σοβιετικό έδαφος, ενώ στο Ιράν του γερμανόφιλου Ρεζά Σαχ Παχλαβί (πατέρα του γνωστού μας Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί, που ανατράπηκε από την επανάσταση του 1979 με ηγέτη τον Αγιατολάχ Χομεϊνί), εισέβαλαν οι Σοβιετικοί απ’ τον βορρά και οι Βρετανοί απ’ τον νότο, καταλαμβάνοντας μεγάλα τμήματα της χώρας.
Οι ανησυχίες της Τουρκίας εντείνονται…
Τα γεγονότα αυτά, θορύβησαν σε μεγάλο βαθμό την Τουρκία, που διακήρυττε σε κάθε τόνο την απόφασή της να ακολουθήσει πολιτική αυστηρής ουδετερότητας και προσπαθούσε να εξασφαλίσει εγγυήσεις από τους αντιπάλους, ότι η θέση της αυτή θα γίνει σεβαστή. Πράγματι, η Μ. Βρετανία και η ΕΣΣΔ έδωσαν το φθινόπωρο του 1941 τις σχετικές διαβεβαιώσεις στην τουρκική ηγεσία, η οποία ωστόσο παρέμενε επιφυλακτική.
Μετά την ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ στις 7 Δεκέμβριο του 1941, οι Η.Π.Α. «μπήκαν» στον πόλεμο. Τον Δεκέμβριο του 1941, ο Βρετανός ΥΠΕΞ Άντονι Ίντεν επισκέφθηκε τη Μόσχα. Οι Τούρκοι, σκεπτόμενοι και το προηγούμενο της Βρετανοσοβιετικής εισβολής στο Ιράν, πανικοβλήθηκαν. Στις 8/1/1942, σε λόγο του στη Βουλή των Κοινοτήτων, ο Ίντεν καθησύχασε τις τουρκικές ανησυχίες, λέγοντας ότι «η καθ’ όλα φιλική» Τουρκία δεν είχε να φοβηθεί τίποτα από μια συμμαχική νίκη, ότι δεν κινδύνευε η εδαφική της ακεραιότητα και ότι οι διαβεβαιώσεις του φθινοπώρου, θα τηρούνταν στο ακέραιο. Και πάλι όμως οι φόβοι της τουρκικής ηγεσίας δεν διαλύθηκαν εντελώς. Ο φον Πάπεν, πίστευε ότι η προσπάθεια της Μ. Βρετανίας να εγκαθιδρύσει μια νέα τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη με τη βοήθεια των Σοβιετικών, ενόχλησε σφοδρά τους Τούρκους, που δεν ήθελαν την καταστροφή της Μ. Βρετανίας από τη Γερμανία, αλλά ούτε και μια στενή σχέση Βρετανίας και ΕΣΣΔ. Ο Μενεμετζίογλου, στις 8/4/1941, είχε πει στον φον Πάπεν: «Δεν μας εξυπηρετεί μια ολοκληρωτική βρετανική νίκη, ούτε μια ολοκληρωτική νίκη της Γερμανίας διότι για μας, η ύπαρξη μιας σταθεροποιημένης Κεντρικής Ευρώπης παραμένει μια βασική προϋπόθεση». Πάντως, η πιο πετυχημένη διατύπωση των τουρκικών επιθυμιών, περιγράφεται από τα λόγια του Ιταλού πρέσβη στην Άγκυρα Ντε Πέπο: «Η ιδεώδης λύση για τους Τούρκους, είναι ο τελευταίος Γερμανός στρατιώτης να πέσει πάνω στο πτώμα του τελευταίου Ρώσου».
1942: Έτος ορόσημο για τον πόλεμο
Το 1942, ήταν μια κομβική χρονιά για τη συνέχεια του πολέμου. Παρά τις γερμανικές επιτυχίες, φαίνεται ότι η ορμή των δυνάμεων του Άξονα έχει αρχίσει να ανακόπτεται. Και οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές, προσπαθούν να πείσουν την Τουρκία να μπει στον πόλεμο. Οι πιέσεις, αυτές οδήγησαν την τουρκική ηγεσία σε μια σειρά από αντικρουόμενες μεταξύ τους δηλώσεις.
Τον Φεβρουάριο του 1942, η Τουρκία ξεκίνησε συζητήσεις με τη Γερμανία για την απόκτηση όπλων, χωρίς να αποκρύψει την κίνηση αυτή από τους Βρετανούς. Λίγο αργότερα, άρχισε να τροφοδοτεί τους ναζί με μέταλλα, κυρίως χρώμιο, για την κατασκευή όπλων. Στις 17 Μαρτίου 1942, ο Ινονού τόνισε: «Έχουμε λάβει όλες τις προφυλάξεις. Η πολιτική μας για το μέλλον είναι ανοικτή και σαφής. Θα αγωνισθούμε να μείνουμε έξω από τον πόλεμο. Θα κάνουμε τη δουλειά μας και αν αποδειχθεί αδύνατον να αποφευχθεί ο πόλεμος, θα κάνουμε το καθήκον μας κατά έντιμο τρόπο».
Πάντως, παρασκηνιακά, οι Τούρκοι φαίνεται ότι ακολουθούσαν φιλογερμανική πολιτική. Αυτό προκύπτει τόσο από την παροχή πληροφοριών στους ναζί, όσο και από τις «καλυμμένες» δραστηριότητες σε βάρος των Σοβιετικών. Η είσοδος των Η.Π.Α. στον πόλεμο και η βοήθεια που παρείχαν, μαζί με τη Μ. Βρετανία στην ΕΣΣΔ, δημιούργησε νέους φόβους στους Τούρκους από ενδεχόμενη κυριαρχία της ΕΣΣΔ στην Ανατολική Ευρώπη. Πάντως κάθε νέα εξέλιξη στα πολεμικά μέτωπα, προκαλούσε αυτόματα ανησυχίες στην Τουρκία.
Ακόμα και η απώλεια της Βιρμανίας (σήμ. Μιανμάρ) και της Σιγκαπούρης από τη Μ. Βρετανία, φόβισε τους Τούρκους, που πίστευαν ότι μία εξασθενημένη Βρετανία θα ήταν, πιθανότατα, υποχρεωμένη να υπογράψει ξεχωριστή συνθήκη ειρήνης με τους Γερμανούς, σε βάρος της Τουρκίας. Τον Μάρτιο του 1942, η Τουρκία προσφέρθηκε να μεσολαβήσει για να υπογραφεί συνθήκη για τον τερματισμό του πολέμου. Ωστόσο, στις 30 Απριλίου, εισέπραξε ένα μεγαλοπρεπές «όχι» από τους Βρετανούς.
Οι επιτυχίες των Γερμανών στη Β. Αφρική (προώθηση του Ρόμελ στην Γκαζάλα και κατάληψη του Τομπρούκ) και στο ρωσικό μέτωπο (απώθηση των Ρώσων ανατολικά του Χάρκοβο και κατάληψη της Σεβαστούπολης), τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1942, ήταν επαρκείς λόγοι για τη συνέχιση της τουρκικής αντίστασης στις συμμαχικές πιέσεις. Το καλοκαίρι του 1942, η Τουρκία σύναψε δάνειο 100 εκατομμυρίων μάρκων για την αγορά όπλων από τη Γερμανία. Στις 8 Ιουλίου 1942, πέθανε ο Τούρκος πρωθυπουργός Refik Saydam και τη θέση του κατέλαβε ο Σαράτσογλου, με Υπουργό Εξωτερικών του Νουμάν Μενεμετζίογλου.
Την εποχή αυτή, η Τουρκία διατύπωσε και το περίφημο δόγμα της ενεργού ουδετερότητας, που ήταν δημιούργημα του Μενεμετζίογλου. Σύμφωνα με το δόγμα αυτό, η τουρκική πολιτική δεν θα έμενε πλέον στη διακήρυξη της θέλησής της να παραμείνει ουδέτερη και στην αναμονή των οποιονδήποτε εξελίξεων. Θα προσπαθούσε επίσης να επηρεάσει τις διεθνείς εξελίξεις προς όφελός της και να αποκτήσει σύγχρονο οπλισμό.
Την πολιτική αυτή, σχολίασε ως εξής ο αξιωματούχος του Foreign Office G.L. Clutton: «Ένας ενεργός ουδέτερος έχει ένα πόδι σε καθεμία από τις δύο πλευρές. Είναι επιτρεπτό γι’ αυτόν να έχει μια συμμαχία με τον ένα εκ των εμπολέμων, εφόσον έχει ένα σύμφωνα φιλίας με τον άλλον. Αυτή η πολιτική επιτρέπει στη χώρα να διατηρήσει την ουδετερότητά της, αλλά συγχρόνως της δίνει τη δυνατότητα να την εξαργυρώσει με την πλευρά οποιονδήποτε των εμπολέμων νικήσει στον πόλεμο. Η πολιτική αυτή επιτρέπει επίσης στην ουδέτερη χώρα να διατηρεί το δικαίωμα ασκήσεως προτιμήσεως υπέρ του ενός ή τον άλλου των εμπολέμων. Υπάρχει κάποιο στοιχείο από τον Γκάντι στην πολιτική αυτή, που βεβαιότατα είναι ανήθικη, αλλά είναι γνήσια τουρκική και η πανουργία και η εξυπνάδα της δεν μπορεί να γίνει παραδεκτή. (Φάκελος Foreign Office, FO 371/R5215/810/44)
Από το καλοκαίρι του 1942, η Τουρκία εξισορρόπησε κατά κάποιον τρόπο τις ιδιαίτερες σχέσεις της με τη Γερμανία, μέσω της αυξημένης ανοχής που έδειχνε στις δραστηριότητες των Βρετανών στο έδαφός της. Ο Βρετανός πρέσβης στην Άγκυρα σερ Χιου Νάτσμπουλ-Χιούγκεσεν, βλέποντας την Τουρκία να κινείται συνεχώς μεταξύ των δύο αντιπάλων, επισημαίνει με τηλεγράφημά του στο Foreign Office (29/8/1942): «Εκτός αν βελτιωθεί η στρατιωτική κατάσταση, είναι δυνατόν να βρεθούμε σύντομα ενώπιον μίας αδέξιας κρίσεως στις σχέσεις Τουρκίας και Γερμανίας, καθώς και Τουρκίας και ημών».
Λίγο αργότερα, ο πρέσβης ενημερώνει τους ανωτέρους του, ότι οι Τούρκοι δεν πρόκειται να συγκινηθούν από τις επικλήσεις οποιασδήποτε πλευράς στο συναίσθημα ή τις άνευ περιεχομένου πιέσεις, παρά μόνο από την απλή δύναμη και το συμφέρον (φάκελος FO371/R6369/381/44).
Οι εδαφικές διεκδικήσεις της Τουρκίας
Σύντομα οι Βρετανοί και οι Γερμανοί, άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι η Τουρκία ζητούσε εδαφικά ανταλλάγματα για τις «υπηρεσίες» της. Επίσημα βέβαια, κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ. Τόσο όμως μέσα από τα βρετανικά και γερμανικά αρχεία όσο και από ανεπίσημες μεν, συγκεκριμένες δε, βολιδοσκοπήσεις των Τούρκων, καθίσταται σαφές ότι η γειτονική μας χώρα επιδίωκε να έχει οφέλη, σε βάρος άλλων χωρών.
Σε έκθεση της βρετανικής πρεσβείας στην Άγκυρα προς το Foreign Office, αναφέρεται ως αναμφίβολο γεγονός ότι οι Γερμανοί προσέφεραν γειτονικά εδάφη στην Άγκυρα και συγκεκριμένα το Χαλέπι της Συρίας και ορισμένα από τα ελληνικά νησιά (FO 371/R2363/486/44). O G.L. Clutton, σχολίαζε στις 22/6/1942 «Πιθανότατα, οι Τούρκοι έχουν εδαφικές φιλοδοξίες για τα νησιά του Αιγαίου αλλά, εκτός εάν παίξουν κάποιο ενεργό ρόλο στον πόλεμο, είναι απίθανο να τις δουν να πραγματοποιούνται» (FO 371R/4087/24/44).
Ο φον Πάπεν, είχε εισηγηθεί στον Γερμανό ΥΠΕΞ Ρίμπεντροπ, ήδη από το 1941, να ικανοποιήσουν τις τουρκικές αξιώσεις στη Β. Συρία, ενώ και οι απόψεις του Ρίμπεντροπ για απόδοση στην Τουρκία ελληνικών νησιών του Αιγαίου και τμήματος της Βουλγαρίας, είναι καταγεγραμμένες στα γερμανικά αρχεία.
Σε μνημόνιο που συνέταξε ο Clutton στις 9/9/1942, παραθέτει τις τουρκικές βλέψεις στην Υπερκαυκασία, στα τουρκοϊρανικά σύνορα, στη Μοσούλη, στη Βουλγαρία και στα Δωδεκάνησα, όπου οι Τούρκοι περίμεναν να πάρουν τα περισσότερα από αυτά.
Ειδικά για το Καστελλόριζο, ο φον Πάπεν έγραφε στον τότε Υφυπουργό Εξωτερικών Ερνστ φον Βαϊτζέκερ (1882-1961), ότι βρίσκεται σε απόσταση 3 ν.μ. από τις τουρκικές ακτές. Επέμενε ότι δεν ήταν απαραίτητο για την ασφάλεια της Ιταλίας και ότι η συνεχιζόμενη κατοχή του νησιού από τους Ιταλούς, «αποτελούσε ύβρη και πρόκληση στην τουρκική κυριαρχία»(!). Η Ιταλία, ισχυριζόταν από την πλευρά της ότι το Καστελλόριζο βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση, γιατί από εκεί θα μπορούσε να βομβαρδιστεί η διώρυγα του Σουέζ ή να αποκλειστούν τα Στενά, ο φον Πάπεν όμως πρόβαλε το επιχείρημα ότι η πόλεμος δεν θα κερδιζόταν στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά στη βρετανική οδική επικοινωνία προς την Ινδία, μέσω Υπεριορδανίας (έτσι ονομαζόταν τότε η Ιορδανία) και Ιράκ.
Ο Θάνος Βερέμης, γράφει στην εισαγωγή του «Επιτήδειου Ουδέτερου» τα εξής ,στηριζόμενος βέβαια σε όσα αποκαλύπτει ο F. Weber στο βιβλίο του:
«Αν η Τουρκία δεν ήταν, παρά τις υποχρεώσεις της, διατεθειμένη να πολεμήσει «για τα γαλάζια μάτια της Πολωνίας», όπως το έθεσε ο Υπουργός Εξωτερικών Σουκρού Σαράτσογλου, τίποτα δεν την υποχρέωνε να ζητάει από τους Γερμανούς και τους Άγγλους τα Δωδεκάνησα, την Κύπρο, εντολή στην Αλβανία, εδαφικές ρυθμίσεις σε βάρος της Βουλγαρίας, έλεγχο του λιμανιού της Θεσσαλονίκης κ.ά. Ο Σαράτσογλου ζητούσε ακόμα από τους Γερμανούς να του αναθέσουν τη φύλαξη της Χίου, Σάμου και Λέσβου, εδάφη της Συρίας, του Ιράκ και της Σοβιετικής Ένωσης και εντολή στη Συρία, το Ιράκ και την Αίγυπτο. Απαιτήσεις δηλαδή που ισοδυναμούσαν με αναβίωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας».
Η αντίστροφη μέτρηση για το τέλος του πολέμου
Οι ήττες των Γερμανών στη Β. Αφρική και την ΕΣΣΔ το φθινόπωρο του 1942, άρχισαν να γέρνουν την πλάστιγγα προς την πλευρά των Συμμάχων.
Η Τουρκία δεν μπορούσε πλέον να ισχυριστεί ότι εμποδίζει την κάθοδο των Γερμανών στη Μ. Ανατολή, ενώ ταυτόχρονα η ισχυρή πλέον ΕΣΣΔ, τη φοβίζει περισσότερο από ποτέ. Οι Βρετανοί, προσπάθησαν να πείσουν την Τουρκία για μία ακόμη φορά να μπει στον πόλεμο.
Ωστόσο, οι πιέσεις προς την Τουρκία (όπως για την παραχώρηση αεροδρομίων στους Συμμάχους), συνεχίζονταν.
Ο Ίντεν συναντήθηκε στο Κάιρο με τον Μενεμετζίογλου και άλλους Τούρκους αξιωματούχους (5-7/11/1943). Μετά το τέλος των συνομιλιών τηλεγράφησε στον Τσόρτσιλ:
«Τα επιχειρήματα μου ήταν ελάχιστα αποτελεσματικά δεδομένου ότι τόσο ο (Τούρκος) Υπουργός Εξωτερικών όσο και ο γ.γ. (τον ΥΠΕΞ) Ατσικαλίν, εφαίνοντο να είναι ιδιαίτερα κουφοί.Όταν αναγκάσθηκα τελικώς να στραφώ προς έναν νεότερο (Τούρκο) αξιωματούχο παρουσίασε και αυτός την ίδια δυσκολία να ακούσει ό, τι του έλεγα. Κανείς δεν μπορεί να είναι τόσο κουφός όσο ένας Τούρκος που δεν θέλει να πεισθεί». Παρά τις έμμεσες απειλές του Ίντεν, οι Τούρκοι, έμειναν στις καλές προθέσεις και δεν «μπήκαν» στον πόλεμο. Στη διάσκεψη της Τεχεράνης, μεταξύ Τσόρτσιλ, Ρούσβελτ και Στάλιν (28/11-1/12/1943), ο Βρετανός ηγέτης έθεσε μετ’ επιτάσεως το θέμα της εισόδου της Τουρκίας στον πόλεμο. Ο Ρούσβελτ αντιδρούσε, θέτοντας ως βασικό στόχο την απόβαση στην Νορμανδία. Ο Τσόρτσιλ συναντήθηκε με τον Ινονού στο Κάιρο, στις 4/12/1943, χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Στα απομνημονεύματά του, γράφει:
«Όταν ζητούσαμε από τους Τούρκους να δώσουν μια ευρύτερη ερμηνεία στην ουδετερότητά τους, παραχωρώντας τις αεροπορικές τους βάσεις απαντούσαν:
«Α, όχι! Δεν δεχόμαστε να παίξουμε παθητικό ρόλο».
Όταν πάλι τους ζητούσαμε να μπουν αποφασιστικά στον πόλεμο, αναφωνούσαν: «Α, όχι! Δεν είμαστε αρκετά εξοπλισμένοι». Οι Τσόρτσιλ, έδωσε στους Τούρκους ως καταληκτική ημερομηνία για την είσοδό τους στον πόλεμο, την 15η Φεβρουαρίου 1944.
Ο Μενεμετζίογλου, ενημέρωσε λεπτομερώς τον Γερμανό πρέσβη φον Πάπεν (!) για τα αποτελέσματα της διάσκεψης του Καΐρου. Ο Γερμανός του είπε ότι η άφιξη έστω και ενός συμμαχικού αεροπλάνου σε τουρκικό αεροδρόμιο, θα σήμαινε άμεση κήρυξη του πολέμου στην Τουρκία από τη Γερμανία.
Η Τουρκία, συνέχισε να κωλυσιεργεί και στις 12/12/1943, ζήτησε από την Μ. Βρετανία 126 αεροσκάφη Σπιτφάιρ, 500 άρματα μάχης Σέρμαν και 68.000 τόνους καυσίμων! Η Τουρκία ήταν μία εξοργιστική υπόθεση, έγραψε το F.O. στον πρέσβη του στην Άγκυρα…
Να θυμίσουμε, ότι η επίσης ουδέτερη Πορτογαλία, πρόσφερε χωρίς ανταλλάγματα στους Συμμάχους, τα στρατηγικής σημασίας αεροδρόμια των Αζορών, στις 12 Οκτωβρίου 1943…
Μάνος Δ. Ηλιάδης, «ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΑΡΧΕΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΟΡΕΙΝ ΟΦΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ», Εκδόσεις ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ, 1996.