Αν και αγνοείται από τον περασμένο Μάρτιο, θεωρείται κρατούμενη από το καθεστώς του Ριάντ, σε κατ’ οίκον περιορισμό στο παλάτι, και μάλιστα χωρίς κατηγορητήριο - Η γαλαζοαίματη είναι ένθερμη υποστηρίκτρια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και γενναίων μεταρρυθμίσεων υπέρ των γυναικών στη Σαουδική Αραβία.
Πίσω στην πατρίδα του, την περίοδο που εκείνος εκτός από την Ελλάδα γύριζε σε όλη την Ευρώπη τρακάροντας τις Maserati του και αφήνοντας συνάλλαγμα και χρυσά ρολόγια παντού, το φως της ζωής έβλεπε η μικρότερη κόρη του. Η πριγκίπισσα Μπασμά μπιν Σαούντ μπιν Αμπντουλαζίζ αλ Σαούντ πρόλαβε να δει τον πατέρα της μονάχα τρεις φορές προτού εκείνος φύγει από τη ζωή στα 5 της χρόνια. Παρ’ όλα αυτά παρέμεινε μέλος της βασιλικής οικογένειας των δεκαπέντε χιλιάδων μελών και μάλιστα εξέχον, μια και ανήκει στις δύο χιλιάδες από αυτούς που κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου και της εξουσίας. Και αυτό διότι πρόκειται για απευθείας απόγονο του Μουχάμαντ μπιν Σαούντ.
Στη Βηρυττό με Γαλλίδες γκουβερνάντες
Η μητέρα της καταγόταν από τη Συρία και επιλέχτηκε για σύζυγος του βασιλιά όταν επισκέφτηκε τη Μέκκα. Οταν ο πατέρας της εκδιώχθηκε από τον θρόνο εξαιτίας καταγγελιών διαφθοράς εναντίον του και πέθανε 63 ετών στην πολυτελή εξορία του, η μητέρα της εγκατέλειψε τη Σαουδική Αραβία για τη Βηρυτό. Η πόλη τότε ήταν ιδιαίτερα κοσμική και την εκπαίδευσή της ανέλαβαν Γαλλίδες γκουβερνάντες.
Η μητέρα της, αν και μουσουλμάνα, δεν ήταν φανατική. Την προέτρεψε να σπουδάσει και να σταθεί στα πόδια της, αποφεύγοντας να συμβιβαστεί με ένα καλό προξενιό. Πράγματι, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες πριγκίπισσες, σπούδασε στην Οξφόρδη και στην Ελβετία. Γνώρισε διαφορετικούς ανθρώπους και πολιτισμούς, ταξιδεύοντας σε όλο τον κόσμο. Μόλις στα 17 της χρόνια ήταν από τους πρώτους που εξερεύνησαν τη μετά Μάο Τσετούνγκ Κίνα. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής της κάτι χωρικοί της έκαναν το τραπέζι, σφάζοντας μια ζωντανή μαϊμού μπροστά της.
Ακόμα και αυτό το περιστατικό, που της είχε προκαλέσει αηδία, ήταν πιο ανώδυνο από την επιστροφή της στη γενέτειρά της και στις παραδόσεις της. Μετακόμισε στη Σαουδική Αραβία τη δεκαετία του 1980 και παρ’ όλες τις δυσκολίες που συνάντησε, θυμάται τη χώρα της «πολύ πιο ελεύθερη». Σε παλαιότερη εξομολόγησή της μάλιστα είχε πει ότι αν και απομονωμένη, κανείς δεν επέβαλε σε κάποιον άλλο να προσευχηθεί, όπως συμβαίνει σήμερα: «Ηταν πιο ανεκτική χώρα, πιο χαλαρή απ’ ό,τι τώρα».
Κατά την άποψή της, η μετάλλαξη της κοινωνίας σχετίζεται με την ενδυνάμωση της Ισλαμικής Θρησκευτικής Αστυνομίας (Mutawa), έμπνευση του πατέρα της: «Αρχικά ιδρύθηκε για τον έλεγχο των συναλλαγών και στην πορεία μετατράπηκε σε κόλαση. Βρίσκονται παντού, επιχειρώντας να κατευθύνουν την κοινωνία σε έναν δρόμο της αρετής που δεν είναι ανθρωπίνως δυνατό να υπάρξει. Ολα, λοιπόν, συμβαίνουν πίσω από κλειστές πόρτες».
Σταδιακά αλλά σταθερά η πριγκίπισσα προσαρμόστηκε στο περιβάλλον της Σαουδικής Αραβίας, χωρίς, όπως ισχυρίζεται, να συμβιβαστεί. Βρήκε τη φωνή της αγωνιζόμενη για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την αναμόρφωση των σωφρονιστικών καταστημάτων. Αν και δέχτηκε να παντρευτεί έναν σεΐχη -ακολουθώντας τη λίγο έως πολύ προκαθορισμένη μοίρα της- και απέκτησε πέντε παιδιά, δεν άργησε να πάρει το τιμόνι της ζωής της στα χέρια της απαιτώντας να τον χωρίσει. Σε αντίθεση μάλιστα με τα ήθη της χώρας της, κράτησε την επιμέλεια των παιδιών της. Το διαζύγιό της προκάλεσε σκάνδαλο, το οποίο κορυφώθηκε από το γεγονός ότι η ζωντοχήρα πριγκίπισσα πήρε τα παιδιά της και εγκατέλειψε τη χώρα για το δυτικό Λονδίνο. Εκεί εγκαταστάθηκε σε ένα σπίτι αξίας πολλών εκατομμυρίων. Επιδόθηκε, μάλιστα, στο επιχειρείν, επενδύοντας μεταξύ άλλων σε εφτά εστιατόρια και σε μαγαζιά με πολυτελή έπιπλα και ρούχα.
Με τα χρόνια οι δημόσιες παρεμβάσεις της έγιναν όλο και πιο συχνές, αλλά και πιο δυναμικές. Οπως παραδέχτηκε, άλλωστε, αντιμετώπιζε με κριτικό πνεύμα τη ζωή των συμπατριωτών της - και δη των γυναικών: «Δεν θα μπορούσα να κοιμάμαι την ημέρα, να βγαίνω το βράδυ ή να κάνω βόλτες στα μαγαζιά». Αρχισε να αρθρογραφεί σε μεγάλες δυτικές εφημερίδες, ενώ έστησε και ένα δραστήριο φιλανθρωπικό ίδρυμα, το οποίο εστίαζε στη στήριξη των γυναικών που ήταν έγκλειστες στις φυλακές της Μέσης Ανατολής. Με τα χρόνια αφιέρωσε τις δυνάμεις της στην καταπολέμηση της φτώχειας στον αραβικό κόσμο και στην πρόσβαση όλων στην εκπαίδευση και στην υγεία. Η ίδια σε κάθε παρέμβασή της επέμενε ότι ποτέ δεν θα στρεφόταν εναντίον της οικογένειάς της και κατηγορούσε τους υπουργούς που δεν ακολουθούν τις εντολές των βασιλιάδων. Παρ’ όλα αυτά, η δυσφορία απέναντι στο πρόσωπό της κλιμακωνόταν. Σύμφωνα με ανεπίσημες μαρτυρίες του περιβάλλοντός της, το 2013 υπάκουσε στην «προτροπή» να επιστρέψει στη Σαουδική Αραβία.
Καταλυτικό ρόλο έπαιξε ένα σκάνδαλο που ξέσπασε, όταν κάποιος υπέκλεψε βιντεοσκοπημένη συνομιλία της στα social media. Εκεί, δεν φορούσε μαντίλα, κάπνιζε, έστελνε φιλιά, ούσα σε χαλαρή ερωτική διάθεση. Η ίδια έδωσε μια συνέντευξη στην οποία αποκάλυψε ότι ένας εκβιαστής παρίστανε τον σεΐχη για να την εκμεταλλευτεί οικονομικά. «Με εκβίασε, απαιτώντας 300.000 λίρες… Αποφάσισα να μην ενδώσω και να δημοσιοποιήσω η ίδια το βίντεο, παρότι συνειδητοποιώ ότι κάτι τέτοιο είναι μεγάλο πλήγμα για το προφίλ μου».
Συνέχισε παρομοιάζοντας την εμφάνισή της «σαν η Κέιτ Μίντλεντον να εμφανιζόταν με το στήθος έξω». Για ακόμα μια φορά επανέλαβε ότι ο άνθρωπος που την εκβίασε είναι γνωστός πολέμιος της βασιλικής οικογένειας της Σαουδικής Αραβίας. Μετά από αυτό πούλησε τις επιχειρήσεις της, ενώ κάποιες από αυτές τις μετέφερε στα παιδιά της. Τα τελευταία δύο χρόνια ταξίδευε συχνά στο εξωτερικό και επικοινωνούσε με τους φίλους της. Υπό καθεστώς ανωνυμίας αυτοί ήταν που μετέφεραν την όλο και πιο δυσχερή θέση στην οποία έχει περιέλθει. Θεωρείται ότι ανήκε στα ξαδέλφια του Μουχάμαντ μπιν Σαλμάν που αναζητούσαν τρόπους να αλλάξουν τη σειρά διαδοχής του θρόνου, εκτοπίζοντας τον MbS, όπως είναι γνωστός στη Δύση ο πρίγκιπας διάδοχος. Αυτοί είναι που στηρίζουν τον μοναδικό εν ζωή αδελφό του πρίγκιπα, τον Αχμέντ μπιν Αμπντουλαζίζ, ο οποίος φαίνεται να απολαμβάνει τη στήριξη ορισμένων δυτικών χωρών. Ο 76χρονος Αχμέντ μπιν Αμπντουλαζίζ είχε διατελέσει επί τέσσερις δεκαετίες υπουργός Εσωτερικών της χώρας, αν και τώρα βρίσκεται περιθωριοποιημένος.
Τριγμοί από την υπόθεση Κασόγκι
Ο πραγματικός κυβερνήτης της Σαουδικής Αραβίας, ο πρίγκιπας Μοχάμαντ μπιν Σαλμάν, είδε το κύρος του να πλήττεται καίρια από την υπόθεση του τεμαχισμού του Σαουδάραβα δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι στο προξενείο της Σαουδικής Αραβίας στην Κωνσταντινούπολη. Όπως είναι γνωστό, η αποτρόπαιη εκείνη πράξη έριξε βαριά τη σκιά της στη βασιλική αυλή και συντάραξε ολόκληρο τον κόσμο.
Παρά τις προσπάθειές της να καθησυχάσει τα πνεύματα με δηλώσεις του τύπου «παραμένω υπάκουη πολίτης αυτής της χώρας, στηρίζοντας πάντα τη βασιλική οικογένεια στην οποία ανήκω», η Μπασμά φαίνεται να μοιράζεται την τύχη και άλλων συγγενών της. Η αρχή του τέλους ήταν όταν, προσκομίζοντας τα απαραίτητα έγγραφα, ζήτησε από τις Αρχές να ταξιδέψει από την Τζέντα στην Ελβετία, συνοδευόμενη από την κόρη της για μία επείγουσα ιατρική εξέταση. Ο δικηγόρος που κανόνισε τη μεταφορά της, ο Λέοναρντ Μπένετ, υποστήριξε ότι την τελευταία στιγμή το αίτημά της δεν εγκρίθηκε. Δύο μήνες μετά εξαφανίστηκε από προσώπου Γης.
Λέγεται ότι όταν κόρες και σύζυγοι δεν υποκύπτουν στις απαιτήσεις των ανδρών προστατών τους τίθενται σε κατ’ οίκον περιορισμό, και μάλιστα συχνά σε καταστολή με την παροχή σε αυτές ισχυρών ψυχοφαρμάκων.