Καθώς σε όλο σχεδόν τον κόσμο ο κορονοϊός «αγριεύει» ξανά και οι χώρες αυξάνουν τον αριθμό των τεστ που κάνουν, ένα θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση στην επιστημονική κοινότητα είναι κατά πόσο τα μοριακά διαγνωστικά τεστ πρέπει πια να δίνουν επιπροσθέτως -πέρα από το αν κάποιος είναι θετικός ή όχι στον ιό- μια ακόμη ζωτική πληροφορία: το ιικό φορτίο.
Αρκετοί επιδημιολόγοι και άλλοι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι, προκειμένου να υπάρχει μια καλύτερη εικόνα σε ποιο βαθμό ένας άνθρωπος μπορεί να μεταδώσει τον κορονοϊό SARS-CoV-2 και έτσι να εξαπλώσει τη νόσο Covid-19, τα αποτελέσματα των μοριακών τεστ PCR θα είναι πολύ χρήσιμο να περιλαμβάνουν μια ένδειξη για την ποσότητα του ιού στο σώμα ενός ανθρώπου. Και αυτή η ένδειξη είναι ο δείκτης CT (Cycle Threshold), που αποτελεί τον αριθμό των κύκλων ενίσχυσης του δείγματος από ένα άνθρωπο, οι οποίοι χρειάζεται να γίνουν, προκειμένου να ξεπεραστεί το όριο ανίχνευσης του κορονοϊού. Όσο μικρότερο είναι το CT, τόσο μεγαλύτερο εκτιμάται το ιικό φορτίο.
Οι υποστηρικτές του δείκτη CT, σύμφωνα με το "Science", βασίζονται σε νέες έρευνες που δείχνουν ότι η έξτρα αυτή πληροφορία θα βοηθήσει πράγματι τους γιατρούς να ξεχωρίζουν αφενός τους ασθενείς υψηλού κινδύνου να νοσήσουν σοβαρά από Covid-19, αφετέρου όσους είναι πιο μεταδοτικοί, συνεπώς θα πρέπει κατά προτεραιότητα να απομονωθούν και οι επαφές τους να ιχνηλατηθούν.
Αν και το CT είναι ατελής δείκτης, όπως λέει ο επιδημιολόγος Μάικλ Μίνα της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, το κατά πόσο πρέπει να προστεθεί στα αποτελέσματα των μοριακών τεστ «αποτελεί ένα από τα πιο πιεστικά ερωτήματα σήμερα. Παρ' όλες πάντως τις ατέλειες του, η γνώση του ιικού φορτίου μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά ισχυρή».
Τα μοριακά τεστ, για να ανιχνεύσουν το γενετικό υλικό του ιού, ενισχύουν το ιικό RNA μέσω μιας διαδικασίας που λέγεται αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR), η οποία συνίσταται σε πολλαπλούς κύκλους ενίσχυσης του δείγματος, εωσότου υπάρξει ανιχνεύσιμη ποσότητα του RNA. To CT δείχνει πόσοι κύκλοι χρειάστηκαν για να βρεθεί ο ιός στο δείγμα, οπότε τα μηχανήματα PCR σταματούν την ενίσχυση. Αν ένα θετικό ίχνος RNA του κορονοϊού δεν βρεθεί μετά από 37 έως 40 κύκλους, τότε το τεστ κρίνεται αρνητικό, με την έννοια ότι ο ιός είναι μη ανιχνεύσιμος.
Το πρόβλημα είναι ότι τα τεστ που βγαίνουν θετικά, μπορεί να διαφέρουν πολύ όσον αφορά το δείκτη CT. Ένα τεστ με CT 12 (δηλαδή χρειάστηκαν μόνο 12 κύκλοι ενίσχυσης για να ανιχνευθεί ο κορονοϊός) δείχνει πως υπάρχει τουλάχιστον δέκα εκατομμύρια φορές περισσότερο γενετικό υλικό του ιού, σε σχέση με ένα δείγμα με δείκτη CT 35.
Μια επιπρόσθετη δυσκολία είναι ότι όχι μόνο το ίδιο δείγμα ενός ανθρώπου μπορεί να δώσει διαφορετικές τιμές CT σε διαφορετικά μηχανήματα PCR, αλλά επίσης ότι διαφορετικά δείγματα από το ίδιο άτομο μπορούν να δώσουν διαφορετικούς αριθμούς CT (με άλλα λόγια η παρουσία του ιού στο σώμα ποικίλει). Αυτή η αβεβαιότητα έχει έως τώρα «φρενάρει» τη χρήση του CT, καθώς αρκετοί γιατροί το θεωρούν μη αξιόπιστο δείκτη, μια άποψη που άλλοι δεν συμμερίζονται - γι' αυτό, άλλωστε, το θέμα βρίσκεται υπό συζήτηση στην επιστημονική κοινότητα.
Αρχικές μελέτες είχαν δείξει ότι οι ασθενείς κατά τις πρώτες μέρες της λοίμωξης Covid-19 έχουν τιμές CT κάτω του 30, συχνά κάτω και του 20, κάτι που υποδηλώνει έντονη παρουσία του ιού. Όσο περνάει ο χρόνος και ο ιός βρίσκεται σε φάση αποδρομής, η τιμή CT στα τεστ σταδιακά ανεβαίνει. Πιο πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι ένα μεγάλο ιικό φορτίο μπορεί να επηρεάσει σημαντικά πόσο μεταδοτικός είναι ένας ασθενής, αλλά και πόσο σοβαρά συμπτώματα θα έχει ο ίδιος.
Έρευνα επιστημόνων της Ιατρικής Σχολής και του ιατρικού κέντρου του Πανεπιστημίου Κορνέλ της Νέας Υόρκης, που έγινε σε 678 νοσηλευόμενους ασθενείς με Covid-19, βρήκε ότι από όσους είχαν CT κάτω του 25 στα τεστ τους, το 35% πέθανε τελικά, έναντι ποσοστού θανάτων 18% για όσους είχαν CT 25 έως 30 και μόνο 6% για όσους είχαν CT πάνω από 30.
«Είναι σωστό να πει κανείς ότι ένα υψηλότερο ιικό φορτίο σχετίζεται με μεγαλύτερη μεταδοτικότητα», τόνισε η λοιμωξιολόγος δρ Μόνικα Γκάντι του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια-Σαν Φρανσίσκο. «Αν 100 φάκελοι ασθενών βρίσκονται πάνω στο γραφείο μου για ιχνηλάτηση, θα δώσω προτεραιότητα στους ανθρώπους με το υψηλότερο ιικό φορτίο, επειδή είναι πιο μεταδοτικοί», ανέφερε ο δρ Μίνα. «Πρέπει να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε τους ανθρώπους ως θετικούς ή αρνητικούς (σ.σ. για κορονοϊό) και να αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε πόσο θετικοί είναι», πρόσθεσε.
Επίσης, οι επιδημιολόγοι μπορούν χάρη στο δείκτη CT των τεστ να βγάλουν συμπεράσματα για την πορεία όχι μεμονωμένων ατόμων αλλά γενικότερα της επιδημίας σε ένα πληθυσμό. Αν βλέπουν πολλές χαμηλές τιμές CT στα τεστ, σημαίνει ότι η επιδημία επεκτείνεται, ενώ το αντίθετο συμβαίνει, όταν αυξάνονται διαχρονικά οι τιμές CT στα μοριακά τεστ.
Όμως το ιικό φορτίο (άρα και το CT) δεν είναι απολύτως αξιόπιστος δείκτης, όπως παραδέχεται και η Γκάντι. Περίπου το 40% όσων είναι φορείς του κορονοϊού SARS-CoV-2, παραμένουν υγιείς και ασυμπτωματικοί, παρόλο που μπορεί να έχουν εξίσου υψηλό ιικό φορτίο με όσους αρρωσταίνουν.
«Ως γιατρός η τιμή του CT δεν είναι το μοναδικό πράγμα που κοιτάζω. Αλλά το βρίσκω χρήσιμο», δήλωσε ο επίκουρος καθηγητής επιδημιολογίας Τσάνου Ρι της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και του νοσοκομείου Brigham and Women της Βοστώνης.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ