Το ποντίκι του Γκουλντ πιστεύεται ότι είχε εξαφανιστεί με τον ευρωπαϊκό αποικισμό της χώρας
Ένα γηγενές είδος ποντικιού, το οποίο οι επιστήμονες θεωρούσαν ότι είχε εξαφανιστεί πριν από περισσότερα από 150 χρόνια, εντοπίστηκε σε νησιά της Δυτικής Αυστραλίας.
Οι ερευνητές συνέκριναν δείγματα DNA από οκτώ εξαφανισμένα τρωκτικά και 42 από συγγενείς τους για να μελετήσουν τη μείωση των εγγενών ειδών από την άφιξη των Ευρωπαίων στην Αυστραλία.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το «εξαφανισμένο» ποντίκι του Γκουλντ, όπως ονομάζεται, δεν μπορούσε να διακριθεί από το ποντίκι του Shark Bay, το οποίο ζει σε αρκετά μικρά νησιά στα ανοικτά των ακτών.
«Η ανάσταση αυτού του είδους φέρνει καλά νέα ενόψει του δυσανάλογα υψηλού ποσοστού εξαφάνισης των αυτοφυών τρωκτικών», δήλωσε η εξελικτική βιολόγος του Εθνικού Πανεπιστημίου της Αυστραλίας, Emily Roycroft. Η Roycroft είπε ότι τα εγγενή ποντίκια αντιπροσώπευαν το 41% όλων των αυστραλιανών θηλαστικών που είχαν εξαφανιστεί από τότε που ξεκίνησε ο ευρωπαϊκός αποικισμός το 1788.
«Είναι συναρπαστικό το γεγονός ότι το ποντίκι του Γκουλντ εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά η εξαφάνισή του από την ηπειρωτική χώρα υπογραμμίζει πόσο γρήγορα αυτό το είδος πέρασε από την ύπαρξή του, κατά πλειονότητα στην Αυστραλία, στο να επιβιώνει μόνο σε υπεράκτια νησιά της Δυτικής Αυστραλίας», είπε χαρακτηριστικά. «Πρόκειται για μία τεράστια μείωση του πληθυσμού».
Το ποντίκι του Γκουλντ (Pseudomys gouldii) ήταν κοινό και διαδεδομένο είδος στην περιοχή, πριν από τον ευρωπαϊκό οικισμό στην ανατολική ενδοχώρα της Αυστραλίας, σύμφωνα με το αρμόδιο τμήμα περιβάλλοντος.
Πήρε το όνομά του από τη γυναίκα του Άγγλου ορνιθολόγου Τζον Γκουλντ, την Ελίζαμπεθ αλλά εξαφανίστηκε γρήγορα μετά τη δεκαετία του 1840, πιθανώς λόγω των εισαγόμενων γατών. Το ποντίκι ήταν ελαφρώς μικρότερο από έναν μαύρο αρουραίο και αρκετά κοινωνικό. Ζούσε σε μικρές οικογενειακές ομάδες, που παρέμεναν κατά τη διάρκεια της ημέρας σε λαγούμια από μαλακό, και στεγνό γρασίδι. Συνήθως έσκαβε λαγούμια σε βάθος 15 εκατοστών κάτω από θάμνους.
Η σχετική μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Proceedings of the National Academy of Sciences of the United States of America ή PNAS.
Με πληροφορίες από Guardian
Πηγή: ethnos.gr
Photo by Svetozar Cenisev on Unsplash