Η επέλαση των Ταλιμπάν συνεχίζεται. Το τελευταίο προπύργιο της κυβέρνησης του Αφγανιστάν -η πρωτεύουσα Καμπούλ- μετράει μέρες για να πέσει στα χέρια τους. Τη στιγμή, μάλιστα, που οι Δυτικοί παρακολουθούν με αμηχανία την περιδίνηση της χώρας στο χάος, ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν μοιάζει αποφασισμένος να κεφαλαιοποιήσει την κατάσταση, επιδιώκοντας διαύλους επικοινωνίας με τους ισλαμιστές μαχητές. Αντιθέτως, δεκάδες χιλιάδες πολίτες εγκαταλείπουν τον τόπο τους. Πολλοί από αυτούς μετακινήθηκαν με τα παιδιά και τα ελάχιστα υπάρχοντά τους στην Καμπούλ, όπου και κοιμούνται στους δρόμους. Τί μέλλει γενέσθαι στην πολύπαθη χώρα του Αφγανιστάν, στην ετοιμόρροπη αφγανική κυβέρνηση, αλλά και στο εξτρεμιστικό ισλαμικό κίνημα βγαλμένο από τα σπλάχνα της πολεμικής παράδοσης του Αφγανιστάν;
Η ενδυνάμωση των Ταλιμπάν δεν έγινε από τη μία ημέρα στην άλλη. Οι ΗΠΑ και άλλα ξένα στρατεύματα αποσύρθηκαν μετά από 20 χρόνια στρατιωτικών επιχειρήσεων στην περιοχή. Κατά πολλούς, η φυγή τους θυμίζει αυτή από την Ινδοκίνα το 1973. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η επί δύο δεκαετίες παρουσία τους και η προσπάθειά τους να εδραιώσουν ένα δυτικότροπο καθεστώς, στέφτηκε από παταγώδη αποτυχία. Αποδεικνύεται ότι απλά επρόκειτο για μία δαπανηρή (οι ΗΠΑ ξόδεψαν πάνω από 2 τρισ. δολάρια και άλλα 2 τρισ. σε τόκους μέχρι το 2030) και αντιδημοφιλή κατοχή. Οι ισλαμιστές εξτρεμιστές, είχαν συνειδητοποιήσει εδώ και χρόνια πως η Ουάσινγκτον είχε πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει την χώρα, ακόμα και επί διακυβέρνησης Τραμπ.
Οι σημερινές επικριτικές δηλώσεις του πρώην προέδρου ότι ο διάδοχός του «παραδίδει την χώρα στο χάος» αποτελούν την ύψιστη υποκρισία, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Τζο Μπιντεν απλά συνεχίζει την πολιτική του προκατόχου του! Έτσι, η ανακοίνωση του προέδρου Μπάιντεν στα μέσα Απριλίου για τον τερματισμό του «μακρύτερου πολέμου της Αμερικής» με πλήρη απόσυρση έως τις 11 Σεπτεμβρίου δεν προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση. Αντιθέτως, βρήκε τους Ταλιμπάν αποφασισμένους και επιχειρησιακά έτοιμους να εκπληρώσουν το βασικό σκοπό τους: να ανακαταλάβουν την εξουσία. Για του λόγου το αληθές, ξεκίνησαν την επίθεσή τους, υπερδιπλασιάζοντας τον αριθμό των περιοχών που ελέγχουν, από 73 σε 221. Ακόμα, όμως, και όσο οι Αμερικανοί παρέμεναν εκεί, αποτελούσε κοινό μυστικό ότι οι Ταλιμπάν καραδοκούσαν.
Υποχωρούσαν, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποσπούσαν τον έλεγχο κάποιας εδαφικής έκτασης, αλλά περίμεναν υπομονετικά πότε αυτοί θα αφήσουν ξανά το πεδίο ελεύθερο.
Εξάλλου, η τακτική των αμερικανικών δυνάμεων επέβαλε τον όλο και μεγαλύτερο περιορισμό των επιχειρήσεων, αφήνοντας εξοπλισμένα drones να περιπολούν περιοχές, σ’ ένα πόλεμο χαμηλής έντασης. Ένας ακόμα παράγοντας που διατήρησε «ζωντανούς» τους Ταλιμπάν, όλα αυτά τα χρόνια, ήταν οι στενές σχέσεις τους με τις διάφορες τοπικές φυλές τόσο στο Αφγανιστάν, όσο και στο δυτικό Πακιστάν. Η ηγεσία τους παρέμεινε όλα αυτά τα χρόνια προστατευμένη εκεί, ενώ οι νεότεροι μαχητές συγκέντρωναν τους 50.000-60.000 ένοπλους και οπαδούς μερικής απασχόλησης που έχουν σήμερα. Έτσι εξηγείται ότι αμέσως μετά την αποχώρηση και των τελευταίων Αμερικανών, τουλάχιστον το ένα τρίτο των επαρχιών του Αφγανιστάν έπεσε στα χέρια των Ταλιμπάν.
Όσοι, μάλιστα, συνεργάστηκαν με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο με τις ΗΠΑ και την κυβέρνηση της Καμπούλ βρίσκονται σε άμεσο κίνδυνο. Η αφγανική κυβέρνηση παρακολουθεί τις εξελίξεις μουδιασμένη. Αποδείχθηκε ότι δεν είναι σε θέση να επανακαταλάβει την στρατηγικής σημασίας επαρχιακή πρωτεύουσα της Καλά-ι-Νάου από τους Ταλιμπάν, ούτε να καλύψει το κενό από την αποχώρηση των Αμερικανών. Πρόκειται για μία κυβέρνηση που στερείται στρατηγικής και ηγεσίας. Οι κοντινές χώρες ανησυχούν σοβαρά. Η Ρωσία επίσης παρακολουθεί τις εξελίξεις με ιδιαίτερη ανησυχία. Η Κίνα επιθυμεί να «βάλει πόδι» στην χώρα, με το πρόσχημα την ανοικοδόμηση του Αφγανιστάν. Ο Ταγίπ Ερντογάν επίσης είναι από αυτούς που βλέπουν μία ευκαιρία, ελπίζοντας σε μία παρασκηνιακή συμφωνία Τουρκίας και Ταλιμπάν. Οι τελευταίοι είναι και αυτοί που μοιάζουν να γνωρίζουν τι ακριβώς θέλουν και πώς θα το επιτύχουν: να συνεχίσουν την πολεμική τους προέλαση, μέχρι να φτάσουν στην ολοκληρωτική κατάληψη της εξουσίας.
Πηγή: Protothema.gr - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΠΕ/EPA/STRINGER
Τελευταία τροποποίηση στις Σάββατο, 14 Αυγούστου 2021 17:16
Η απόφαση έρχεται μετά την άρνηση παροχής ασύλου του δικαστηρίου της Αυστρίας σε δύο Αφγανές το 2015 και το 2020.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το φύλο και η ιθαγένεια από μόνα τους είναι επαρκείς λόγοι για να χορηγήσει μια χώρα άσυλο σε γυναίκες από το Αφγανιστάν, όπου οι Ταλιμπάν έχουν περιορίσει δραστικά τα δικαιώματα τους.
Οι αρχές της Αυστρίας αρνήθηκαν το καθεστώς του πρόσφυγα σε δύο γυναίκες από το Αφγανιστάν αφού ζήτησαν άσυλο το 2015 και το 2020. Οι γυναίκες αμφισβήτησαν την άρνηση ενώπιον του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου της Αυστρίας, το οποίο με τη σειρά του ζήτησε απόφαση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το ανώτατο δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«Είναι περιττό να αποδειχθεί ότι υπάρχει κίνδυνος η αιτούσα να υποστεί πράγματι και συγκεκριμένα πράξεις δίωξης εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της», ανέφερε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην απόφασή του. «Αρκεί να ληφθούν υπόψη μόνο η εθνικότητα και το φύλο της», επισημαίνει.
Οι Ταλιμπάν
Από τότε που οι Ταλιμπάν επέστρεψαν στην εξουσία στο Αφγανιστάν το 2021 έχουν περιορίσει τα δικαιώματα των γυναικών, συμπεριλαμβανομένων των περιορισμών στη σχολική εκπαίδευση, την εργασία και τη γενική ανεξαρτησία στην καθημερινή ζωή.
Τον Αύγουστο οι Ταλιμπάν κωδικοποίησαν ένα σύνολο κανόνων που διέπουν την ηθική σύμφωνα με το νόμο της σαρία. Οι κανόνες εφαρμόζονται από το υπουργείο ηθικής, το οποίο λέει ότι έχει συλλάβει χιλιάδες ανθρώπους για παραβιάσεις.
«Είναι περιττό να αποδειχθεί ότι υπάρχει κίνδυνος η αιτούσα να υποστεί πράγματι και συγκεκριμένα πράξεις δίωξης εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της»
Ο επικεφαλής των Ηνωμένων Εθνών για τα ανθρώπινα δικαιώματα κάλεσε τους Ταλιμπάν να καταργήσουν μια σειρά από «εξωφρενικούς» νόμους που, όπως είπε, επιχειρούν να μετατρέψουν τις γυναίκες σε σκιές.
Μια γυναίκα, που ονομάζεται ΑΗ στα δικαστικά έγγραφα, έφυγε από το Αφγανιστάν για το Ιράν με τη μητέρα και τις αδελφές της όταν ήταν περίπου 13-14 ετών, αφού ο πατέρας της, ο οποίος ήταν ναρκομανής, προσπάθησε να την πουλήσει για να χρηματοδοτήσει τον εθισμό του, σύμφωνα με δικαστικό έγγραφο.
Η άλλη γυναίκα, που προσδιορίζεται ως FN, η οποία γεννήθηκε το 2007, δεν έχει ζήσει ποτέ στο Αφγανιστάν. Η ίδια και η οικογένειά της ζούσαν στο γειτονικό Ιράν χωρίς άδεια παραμονής, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είχαν δικαίωμα να εργαστούν και η ίδια δεν μπορούσε να λάβει εκπαίδευση. Έφυγε από το Ιράν και υπέβαλε αίτηση ασύλου στην Αυστρία.
«Η ίδια (η FN) δήλωσε ότι αν επέστρεφε στο Αφγανιστάν, ως γυναίκα θα κινδύνευε να απαχθεί, δεν θα μπορούσε να παρακολουθήσει το σχολείο και ίσως να μην ήταν σε θέση να συντηρήσει τον εαυτό της χωρίς την οικογένειά της εκεί», αναφέρεται σε έγγραφο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για την υπόθεση.
Ο Ντόναλντ Τραμπ χαρακτήρισε την αποχώρηση του αμερικανικού στρατού από την Καμπούλ το 2021 ως «ταπείνωση» για τις ΗΠΑ, δείχνοντας τη Κάμαλα Χάρις και τον Τζο Μπάιντεν.
Ο Ντόναλντ Τραμπ έβαλε στο «στόχαστρό» του την Κάμαλα Χάρις, την οποία κατηγόρησε για την «καταστροφική», όπως είπε, αποχώρηση των αμερικανικών ένοπλων δυνάμεων από το Αφγανιστάν. Η σχετική δήλωση έγινε κατά τη διάρκεια τελετής για την απότιση φόρου τιμής σε δεκατρείς στρατιωτικούς πεσόντες στην Καμπούλ, τρία χρόνια μετά τον θάνατό τους.
Ο Ρεπουμπλικάνος πρώην πρόεδρος, υποψήφιος για την επανεκλογή του τον Νοέμβριο, έχει καταφερθεί επανειλημμένα εναντίον του διαδόχου του Τζο Μπάιντεν για τον τρόπο με τον οποίο έγινε η αποχώρηση του αμερικανικού στρατού από την Καμπούλ το 2021 και πλέον στρέφει τα «πυρά» του στην Κάμαλα Χάρις.
Μπροστά στην εθνική ένωση των μελών της Εθνοφρουράς στο Ντιτρόιτ, ο 78χρονος πρώην πρόεδρος και εκ νέου υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων χαρακτήρισε το επεισόδιο αυτό ως «ταπείνωση» για τις ΗΠΑ, που «προκάλεσαν η Κάμαλα Χάρις (και) ο Τζο Μπάιντεν».
Οι Ταλιμπάν, στην εξουσία έκτοτε στο Αφγανιστάν, κυρίευσαν την Καμπούλ, την πρωτεύουσα, τη 15η Αυγούστου 2021, καθώς κατέρρεε η κυβέρνηση που υποστήριζαν οι ΗΠΑ.
Μερικές ημέρες αργότερα, την 26η Αυγούστου, εν μέσω χάους, επίθεση βομβιστή-καμικάζι στοίχισε τη ζωή σε 13 αμερικανούς στρατιωτικούς και 170 Αφγανούς στο αεροδρόμιο της Καμπούλ, που ήταν γεμάτο κόσμο και πολιορκημένο από χιλιάδες πολίτες που ήθελαν απεγνωσμένα να φύγουν από τη χώρα.
Ο Ρεπουμπλικάνος βρήκε στο ζήτημα αυτό ευκαιρία να επιτεθεί στην αντίπαλό του: «Καθ’ ομολογία της, η Κάμαλα Χάρις διαδραμάτισε ρόλο κλειδί στην καταστροφική αποχώρηση (των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων) από το Αφγανιστάν», τόνισε η ομάδα που διεξάγει την εκστρατεία του υποψηφίου ενόψει των προεδρικών εκλογών της 5ης Νοεμβρίου σε ανακοίνωσή της.
Ο τελευταίος την κατηγόρησε πως «γέλασε όταν δημοσιογράφος τη ρώτησε για τους αμερικανούς πολίτες που παραμένουν παγιδευμένοι στο Αφγανιστάν».
Τον Απρίλιο του 2023, ο Λευκός Οίκος έδωσε στη δημοσιότητα έκθεση για την απόσυρση των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ, αναγνωρίζοντας την αποτυχία των υπηρεσιών πληροφοριών, αλλά προσάπτοντας στον κ. Τραμπ πως δημιούργησε τις συνθήκες που οδήγησαν στην άτακτη υποχώρηση.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν επιχειρηματολόγησε πως συμφωνία που σύναψαν τον Φεβρουάριο του 2020 η κυβέρνηση του τότε προέδρου Τραμπ και οι Ταλιμπάν έφερε τη νέα κυβέρνηση Μπάιντεν προ αδιεξόδου, αναγκάζοντάς τη να ορίσει ημερομηνία αποχώρησης αλλά χωρίς να έχει καταρτιστεί ολοκληρωμένο σχέδιο για την εκτέλεσή της.
Η Κάμαλα Χάρις έδωσε στη δημοσιότητα ανακοίνωση με την οποία απέτισε φόρο τιμής στους «13 αφοσιωμένους πατριώτες» προσθέτοντας ότι «προσεύχεται» για τις οικογένειές τους. «Η καρδιά μου ραγίζει για την οδύνη και την απώλειά τους», πρόσθεσε.
Ο Ρεπουμπλικάνος πρώην πρόεδρος έχει επικριθεί επανειλημμένα για εμπρηστικά σχόλια και πράγματα που φέρεται να έχει πει κατ’ ιδίαν για βετεράνους του αμερικανικού στρατού. Στις αρχές του μήνα, έκρινε πως η κορυφαία τιμητική διάκριση για τους πολίτες στη χώρα είναι «πολύ καλύτερη» από τα παράσημα που δίνονται σε στρατιωτικούς, διότι αυτοί οι τελευταίοι είναι «σε πολύ άσχημη κατάσταση» ή «νεκροί» όταν τους απονέμονται.
Πηγή: iEidiseis.gr - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΑΠΕ-ΕΡΑ/ Michael Reynolds
Τουλάχιστον 50 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας ξαφνικών πλημμυρών που προκλήθηκαν από καταρρακτώδεις βροχές στο δυτικό Αφγανιστάν, ανακοίνωσε σήμερα η αστυνομία.
"Πενήντα κάτοικοι της επαρχίας Γορ έχασαν τη ζωή τους από τις πλημμύρες που προκλήθηκαν χθες, Παρασκευή, και αγνοείται η τύχη αριθμού άλλων", δήλωσε ο εκπρόσωπος της αστυνομίας της επαρχίας Αμπντούλ Ραχμάν Μπάντρι.
Οι πλημμύρες κατέστρεψαν περίπου 2.000 κατοικίες και προκάλεσαν ζημιές σε χιλιάδες άλλες, πρόσθεσε.
"Οι τρομερές πλημμύρες σκότωσαν επίσης πολλά ζώα εκτροφής, (...) κατέστρεψαν χιλιάδες στρέμματα γεωργικών εκτάσεων, εκατοντάδες γέφυρες και χιλιάδες δέντρα", πρόσθεσε επίσης, σημειώνοντας ότι οι δρόμοι έχουν "αποκλειστεί τελείως".
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της υπηρεσίας ενημέρωσης της κεντρικής επαρχίας Γορ, τον Μαουλάουι Αμπντούλ Χάι Ζαΐμ, προς το παρόν δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με το πόσοι άνθρωποι τραυματίστηκαν από τις πλημμύρες που προκλήθηκαν από τις καταρρακτώδεις βροχές που άρχισαν χθες, εξαιτίας των οποίων δεν υπάρχει πρόσβαση σε πολλές κεντρικές οδικές αρτηρίες που οδηγούν στην περιοχή.
Ο ίδιος πρόσθεσε επίσης ότι 2.000 σπίτια καταστράφηκαν τελείως και 4.000 υπέστησαν εν μέρει ζημιές, σημειώνοντας ότι πάνω από 2.000 καταστήματα στην πρωτεύουσα της επαρχίας, την Φέροζ-Κοχ, έχουν βυθιστεί στο νερό.
Κι άλλες επαρχίες στο βόρειο Αφγανιστάν επλήγησαν από ξαφνικές πλημμύρες στα τέλη της περασμένης εβδομάδας, ενώ αναμένονται και νέες βροχοπτώσεις, προειδοποίησε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ).
Τουλάχιστον 300 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στις πλημμύρες αυτές, κυρίως στην επαρχία Μπαγλάν, σύμφωνα με το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα του ΟΗΕ και αξιωματούχους των Ταλιμπάν.
Οι καταρρακτώδεις βροχές ήρθαν έπειτα από έναν ασυνήθιστα ξηρό χειμώνα και χρόνια ξηρασίας στη χώρα αυτή που θεωρείται από τους ειδικούς ότι βρίσκεται μεταξύ των πιο ευάλωτων στην κλιματική αλλαγή.
Από τη συντριβή του ινδικού επιβατικού αεροσκάφους στο βόρειο Αφγανιστάν την Κυριακή, υπάρχουν φόβοι για θύματα, όπως μετέδωσαν τα τοπικά μέσα ενημέρωσης.
Ο τοπικός ραδιοτηλεοπτικός φορέας Tolo News μετέδωσε ότι το αεροπλάνο συνετρίβη στη βόρεια επαρχία Badakhshan.
Ο Ζαμπιχουλάχ Αμίρι, αξιωματούχος του επαρχιακού Τμήματος Ενημέρωσης και Πολιτισμού, δήλωσε ότι έχει σταλεί ομάδα στο σημείο της συντριβής στην περιοχή Τοπχάνα της περιφέρειας Κουράν-ουα-Μουντζάν, γράφει το Anadolu.
Μεγάλος σεισμός σημειώθηκε στο Αφγανιστάν, νωρίς το μεσημέρι της Πέμπτης.
Σύμφωνα με το ευρωμεσογειακό ινστιτούτο, το μέγεθος του σεισμού ανέρχεται σε 6,3 Ρίχτερ, και το επίκεντρο εντοπίζεται 69 χιλιόμετρα νοτίως της πόλης Φαϊζαμπάντ.
Το επίκεντρό του εντοπίζεται σχεδόν 30 χιλιόμετρα από την πόλη Χεράτ, περιοχή όπου ήδη έχασαν τη ζωή τους πάνω από 2.000 άνθρωποι εξαιτίας προηγούμενου σεισμού
Σεισμική δόνηση 6,3 βαθμών έπληξε σήμερα το δυτικό Αφγανιστάν, σύμφωνα με το αμερικανικό ινστιτούτο γεωφυσικών και σεισμολογικών ερευνών (USGS), περιοχή όπου ήδη έχασαν τη ζωή τους πάνω από 2.000 άνθρωποι, κυρίως γυναίκες και παιδιά, εξαιτίας προηγούμενου σεισμού, που χτύπησε το Σάββατο.
Ο σεισμός, σε σχετικά μικρό βάθος, καταγράφτηκε περί τις 05:10 (τοπική ώρα· στις 03:40 ώρα Ελλάδας), με το επίκεντρό του να εντοπίζεται σχεδόν 30 χιλιόμετρα από την πόλη Χεράτ, κατά τα δεδομένα του USGS.
Το γερμανικό κέντρο έρευνας γεωεπιστημών (GFZ) ανέφερε επίσης ότι κατέγραψε σεισμό 6,3 βαθμών στο βορειοδυτικό Αφγανιστάν, σε βάθος 10 χιλιομέτρων.
Υπάρχουν περιοχές στα δυτικά της όπου ακόμη δεν έφτασαν διασώστες - «Δεν μας έχει βοηθήσει κανένας» λένε επιζώντες
Μία ακόμη νύχτα στην ύπαιθρο και δίπλα στα ερειπωμένα σπίτια τους πέρασαν οι επιζώντες από τον καταστροφικό σεισμό στο δυτικό Αφγανιστάν, την ώρα που ο απολογισμός των νεκρών έχει αναθεωρηθεί και πλησιάζει πλέον τους 3.000 νεκρούς.
Το Γεωλογικό Ινστιτούτο των Ηνωμένων Πολιτειών (USGS) ανέφερε τη Δευτέρα μετασεισμούς μεγέθους 5,9, 4,9 και 4,7 βαθμών σε αγροτικές περιοχές.
Ο σεισμός των 6,3 βαθμών του Σαββάτου -τον οποίο ακολούθησαν οκτώ ισχυροί μετασεισμοί- συγκλόνισε δυσπρόσιτες περιοχές κοντά στη Χεράτ, γκρέμισε σπίτια και έστειλε πανικόβλητους τους κατοίκους της πόλης στους δρόμους.
Οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας δηλώνουν εξαντλημένοι. «Φορτηγά γεμάτα με πτώματα καταφθάνουν εδώ κάθε λεπτό», δήλωσε γιατρός στο νοσοκομείο της Χεράτ και πρόσθεσε ότι «το νεκροτομείο μας έχει ξεπεράσει τις δυνατότητές του».
Αξιωματούχος των Ταλιμπάν δήλωσε μάλιστα ότι προσέγγισαν ορισμένα χωριά για πρώτη φορά μετά τον σεισμό τη Δευτέρα, ενώ ακόμη υπάρχουν περιοχές που είναι εντελώς απρόσιτες.
Το Αφγανιστάν πλήττεται συχνά από σεισμούς, ιδίως στην οροσειρά Ιντοκους, αλλά, όπως σημειώνει ο Guardian, οι Ταλιμπάν δεν έχουν εμπειρία στον χειρισμό φυσικών καταστροφών.
Η χώρα ήδη βρίσκεται στη δίνη μιας σοβαρής ανθρωπιστικής κρίσης, με την απόσυρση της ξένης βοήθειας μετά την επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία το 2021, η οποία είχε σοβαρές επιπτώσεις στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης.
Πάνω από 2.400 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους από τον ισχυρό σεισμότου Σαββάτου και τους μετασεισμούς που ακολούθησαν στο Αφγανιστάν, ανακοίνωσε χθες, Κυριακή 8/10, η κυβέρνηση των Ταλιμπάν, καθώς πρόκειται για το πιο πολύνεκρο χτύπημα του Εγκέλαδου στη χώρα.
Πάνω από 1.300 σπίτια καταστράφηκαν το Σάββατο από τον ισχυρό σεισμό των 6,3 βαθμών, μετά τον οποίο σημειώθηκαν οκτώ μετασεισμοί. Ο σεισμός έπληξε περιοχές που βρίσκονται 30 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της πόλης Χεράτ, στο δυτικό τμήμα της χώρας, σύμφωνα με τις αφγανικές Αρχές.
Νέος μετασεισμός 4,2 βαθμών σημειώθηκε στην ίδια ζώνη γύρω στις 07:00 (05:30 ώρα Ελλάδος) την Κυριακή το πρωί, σύμφωνα με το γεωδυναμικό ινστιτούτο των ΗΠΑ USGS
Οι σεισμικές αυτές δονήσεις βρίσκονται μεταξύ των πιο φονικών παγκοσμίως φέτος, έπειτα από αυτές στην Τουρκία και τη Συρία που προκάλεσαν, βάσει υπολογισμών, τον θάνατο περίπου 50.000 ανθρώπων τον Φεβρουάριο.
Ο Τζάναν Σαγίκ, εκπρόσωπος του υπουργείου αντιμετώπισης Καταστροφών των Ταλιμπάν, ανέφερε σε μήνυμά του προς το Reuters ότι ο απολογισμός των νεκρών αυξήθηκε σε 2.445, αλλά αναθεώρησε προς τα κάτω τον αριθμό των τραυματιών σε «πάνω από 2.000».
Νωρίτερα είχε δηλώσει ότι 9.240 άνθρωποι είχαν τραυματιστεί από τους σεισμούς, ενώ ο Ερυθρός Σταυρός είχε ανακοινώσει νωρίτερα χθες ότι ο αριθμός των νεκρών ανερχόταν σε 500.
Ο εκπρόσωπος του υπουργείου Αντιμετώπισης Καταστροφών των Ταλιμπάν διευκρίνισε επίσης ότι 1.320 σπίτια έχουν υποστεί ζημιές ή καταστραφεί.
Δέκα σωστικά συνεργεία βρίσκονται στην περιοχή, η οποία συνορεύει με το Ιράν, πρόσθεσε σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε.
Πάνω από 200 νεκροί είχαν μεταφερθεί σε διάφορα νοσοκομεία, δήλωσε παράλληλα αξιωματούχος της υπηρεσίας υγείας της Χεράτ, ο οποίος δήλωσε ότι ονομάζεται Ντάνις, προσθέτοντας ότι οι περισσότεροι ήταν γυναίκες και παιδιά.
Πτώματα έχουν «μεταφερθεί σε διάφορα μέρη -στρατιωτικές βάσεις, νοσοκομεία», πρόσθεσε.
Κλίνες είχαν τοποθετηθεί έξω από το βασικό νοσοκομείο της Χεράτ, ενώ τα θύματα του σεισμού που κατέφθαναν ήταν πάρα πολλά, σύμφωνα με φωτογραφίες που κυκλοφορούν σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Υπάρχει επείγουσα ανάγκη για τρόφιμα, πόσιμο νερό, φάρμακα, ρούχα και σκηνές για την παροχή βοήθειας στους σεισμοπαθείς, σημείωσε παράλληλα ο Σουχάιλ Σαχίν, ο επικεφαλής του πολιτικού γραφείου των Ταλιμπάν στο Κατάρ, σε μήνυμά του προς τα μέσα ενημέρωσης.
Ζημιές έχουν υποστεί επίσης οι μεσαιωνικοί μιναρέδες της Χεράτ, δείχνουν φωτογραφίες που αναρτήθηκαν σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Στην πόλη αυτή, η οποία θεωρείται η πολιτιστική πρωτεύουσα του Αφγανιστάν, πολλοί κάτοικοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους μετά τον πρώτο ισχυρό σεισμό των 6,3 βαθμών. Μια κάτοικος, η Νασίμα, δήλωσε ότι οι σεισμοί προκάλεσαν πανικό στην Χεράτ.
«Οι άνθρωποι βγήκαν από τα σπίτια τους, είμαστε όλοι στους δρόμους», έγραψε σε μήνυμά της στο Reuters το Σάββατο, προσθέτοντας ότι γίνονταν μετασεισμοί.
Στην επαρχία της Χεράτ βρίσκονται συνολικά 202 εγκαταστάσεις δημόσιας υγείας, μια από τις οποίες είναι το μεγάλο περιφερειακό νοσοκομείο, στο οποίο 500 θύματα έχουν διακομιστεί, ανέφερε χθες σε ανακοίνωσή του ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ).
Οι εγκαταστάσεις αυτές είναι στην μεγάλη πλειονότητά τους μικρότερα κέντρα υγείας και τα προβλήματα με τις εφοδιαστικές αλυσίδες παρεμπόδιζαν τις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα στις απομακρυσμένες περιοχές, σύμφωνα με τον ΠΟΥ.
«Καθώς οι έρευνες και οι επιχειρήσεις διάσωσης συνεχίζονται, οι απώλειες σε αυτές τις περιοχές δεν έχουν ακόμη ταυτοποιηθεί πλήρως», σημείωνε.
Η νέα αυτή καταστροφή έρχεται τη στιγμή που το Αφγανιστάν υποφέρει ήδη από σοβαρή ανθρωπιστική κρίση, μετά την διακοπή της παροχής του μεγαλύτερου μέρους της ξένης βοήθειας μετά την επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία το 2021.
Η επαρχία της Χεράτ, που έχει περίπου 1,9 εκατομμύριο κατοίκους, σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, πλήττεται επίσης από ξηρασία εδώ και χρόνια, η οποία έχει παραλύσει πολλές αγροτικές κοινότητες που αντιμετώπιζαν ήδη προβλήματα.
Στο Αφγανιστάν σημειώνονται συχνά σεισμοί, ιδιαίτερα στην οροσειρά του Χιντού Κους, που βρίσκεται κοντά στο σημείο στο οποίο συναντώνται η ευρασιατική και η ινδική τεκτονικές πλάκες.
Τον Ιούνιο του 2022, σεισμός 5,9 βαθμών, ο οποίος ήταν ο πιο φονικός που είχε αντιμετωπίσει έως τότε το Αφγανιστάν σε περίοδο 25 ετών, είχε στοιχίσει τη ζωή σε πάνω από 1.000 ανθρώπους και είχε αφήσει πίσω του χιλιάδες άστεγους στην φτωχή επαρχία Πάκτικα, στο νοτιοανατολικό Αφγανιστάν.