Σε τέλμα έχουν περιέλθει από το
2015 οι προσπάθειες να μειωθούν οι θάνατοι γυναικών στη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του τοκετού αλλά και των νεογνών, με περισσότερες από 60 χώρες να φαίνεται ότι δεν θα καταφέρουν να εκπληρώσουν τους στόχους που έχουν τεθεί με ορίζοντα το 2030, προειδοποίησε έκθεση του
Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
Η
πανδημία covid-19, η φτώχεια και οι επιδεινούμενες ανθρωπιστικές κρίσεις άσκησαν ακόμη μεγαλύτερη πίεση στα υγειονομικά συστήματα των χωρών, επεσήμανε ο ΠΟΥ στην έκθεση που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Από το 2015 καταγράφονται ετησίως περίπου 290.000 μητρικοί θάνατοι, ενώ 1,9 εκατ. βρέφη γεννιούνται νεκρά και 2,3 εκατ. νεογνά πεθαίνουν έναν μήνα μετά τη γέννησή τους.
Συνολικά καταγράφεται ένας θάνατος ανά επτά δευτερόλεπτα «κυρίως από αιτίες που θα μπορούσαν να προβλεφθούν ή να αντιμετωπιστούν αν υπήρχε η κατάλληλη φροντίδα», τόνισε ο ΠΟΥ.
Περισσότερες από
190 χώρες υποστήριξαν το 2014 σχέδιο που προβλέπει τη μείωση των γεννήσεων νεκρών βρεφών και των θανάτων από προβλέψιμες αιτίες στα νεογνά. Επίσης έθεσαν παγκόσμιους στόχους, όπως η μείωση της
μητρικής θνησιμότητας σε λιγότερους από 70 θανάτους ανά 100.000 γέννες ζώντων βρεφών.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις, πρέπει να επιταχυνθεί η πρόοδος που καταβάλλουν οι χώρες προκειμένου να πετύχουν τους στόχους αυτούς, που θα σώσουν τουλάχιστον 7,8 εκατ. ζωές ως το 2030.
Η πρόοδος ήταν πιο γρήγορη από το 2000 ως το 2010 σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη περίοδο έκτοτε, επεσήμανε η έκθεση. Μόνο το 12% των 106 χωρών για τις οποίες υπάρχουν στοιχεία χρηματοδότησαν πλήρως σχέδια για την παροχή υπηρεσιών υγείας σε εγκυμονούσες και νεογνά.
Επίσης μόνο το 61% των χωρών αυτών διαθέτουν σύστημα καταγραφής των βρεφών που γεννιούνται νεκρά.
Οι 10 χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά μητρικής θνησιμότητας, θανάτων νεογνών και γεννήσεων νεκρών βρεφών αντιπροσωπεύουν το 60% του παγκόσμιου συνόλου αυτών των θανάτων.
Η Ινδία, η Νιγηρία και το Πακιστάν ήταν οι πρώτες στον κατάλογο το 2020.