Οι συσχετισμοί που προκύπτουν από το νέο υπουργικό συμβούλιο της Τουρκίας βρίσκονται ήδη στο μικροσκόπιο της ελληνικής πλευράς, η οποία επιχειρεί να αποκωδικοποιήσει τα μηνύματα που εκπέμπει η Άγκυρα για την επόμενη ημέρα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η απόφαση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να βάλει στο περιθώριο τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου και τον Χουλουσί Ακάρ, οι οποίοι είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων και στη θέση τους να φέρει πρόσωπα που ναι μεν προέρχονται από το βαθύ τουρκικό κράτος αλλά έχουν διαφορετικές προσεγγίσεις σε σχέση με τους προκατόχους τους, δημιουργεί νέα δεδομένα για την Αθήνα.
Νέα αρχή
Ως «αχνή αχτίδα φωτός» για το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων περιγράφουν έμπειροι αξιωματούχοι που έχουν βαθιά γνώση της τουρκικής πραγματικότητας, την αλλαγή προσώπων στα υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας και την τοποθέτηση του Ιμπραήμ Καλίν, του εξ απορρήτων του Ταγίπ Ερντογάν, στο τιμόνι των μυστικών υπηρεσιών της χώρας. Παράλληλα, ο παραγκωνισμός των «σκληρών» Τσαβούσογλου και Ακάρ, στέλνει ένα σήμα για την επανεκκίνηση των διμερών σχέσεων σε νέα βάση.
Η αντικατάσταση του Μεβλούτ Τσαβούσογλου από τον Χακάν Φιντάν προδιαγράφει τη μεταστροφή της τουρκικής διπλωματίας από την «πολεμική» ρητορική και την ευθεία αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας, και την επιστροφή των διμερών σχέσεων σε πιο ήρεμες περιόδους, κατά τις οποίες οι δύο πλευρές αναγνώριζαν τις διαφωνίες τους και τις συζητούσαν πίσω από κλειστές πόρτες και όχι στον δημόσιο διάλογο ανταλλάσσοντας σπόντες και καρφιά, ασκώντας ουσιαστικά εξωτερική πολιτική που στόχευε κυρίως στο εσωτερικό της κάθε χώρας.
Αλλαγή στάσης
Έμπειροι αναλυτές εκτιμούν ότι ο Ερντογάν θέλει να αλλάξει την εξωτερική πολιτική χωρίς να ακυρώσει τη σχέση του με το βαθύ τουρκικό κράτος. Όταν διαπίστωσε ότι τα πρωτοκλασάτα στελέχη του τείνουν να ξεφύγουν από τον έλεγχο του, τα καρατόμησε, βάζοντας πρόσωπα που χαίρουν της εμπιστοσύνης του.
Μία από τις βασικές προτεραιότητες του Τούρκου προέδρου είναι η επαναπροσέγγιση με τη Δύση. Καθώς αυτή η πορεία περνάει και μέσα από την Αθήνα, δεν θα μπορούσε να διατηρήσει στη θέση τους εκείνους που επένδυσαν στην κλιμάκωση της έντασης με την Ελλάδα. Αν και θεωρείται δεδομένο πως σε ο Ερντογάν είχε πάντα τον τελευταίο λόγο, οι «εισηγητές» θεωριών όπως η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, οι απειλές για πυραυλικές επιθέσεις και οι πολεμικές κραυγές όπως το «θα έρθουμε νύχτα» δεν εξυπηρετούν τους τωρινούς σχεδιασμούς του Τούρκου προέδρου.
Κρίνοντας μάλιστα από την τοποθέτηση του Ιμπραήμ Καλίν στη ΜΙΤ, στις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες και σε συνδυασμό με την ανάληψη του Υπουργείου Εξωτερικών από τον Χακάν Φιντάν, γίνεται σαφές ότι ο Ερντογάν εκτός από την επαναπροσέγγιση με τη Δύση θα επιδιώξει και μια συνολική διευθέτηση των ανοιχτών θεμάτων με την Ελλάδα. Ο Καλίν, άλλωστε, ήταν ο πιο σταθερός, και ίσως ο μοναδικός δίαυλος επικοινωνίας που αξιοποιούσε η ελληνική πλευρά, ακόμη και μετά το «Μητσοτάκης γιοκ», για να διευθετούνται ζητήματα που θα μπορούσαν να κλιμακώσουν περαιτέρω την ένταση ανάμεσα στις δύο χώρες.
Υψηλός συμβολισμός
Ο Τούρκος πρόεδρος φρόντισε με μία κίνηση να εκπέμψει ένα ξεκάθαρο μήνυμα με τρεις αποδέκτες. Την Αθήνα, τη Μόσχα και την Ουάσιγκτον. Η παρουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου στα αριστερά του Ερντογάν κατά την ορκωμοσία του, ερμηνεύεται ως επίσημη αναγνώριση της πρωτοκαθεδρίας του Πατριάρχη, κάτι που αμφισβητεί η Ρωσία και αποτελεί σαφέστατα σήμα προς τη Δύση.
Αντιθέτως, αυτό που συζητήθηκε αρκετά ήταν το αν και η Ελλάδα θα έπρεπε να εκπροσωπηθεί σε επίπεδο αρχηγού κράτους. Επίσημα, την Αθήνα εκπροσώπησε ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Βασίλης Κασκαρέλης ενώ το «παρών» έδωσε και ο υποψήφιος βουλευτής Ηλείας με τη Νέα Δημοκρατία Δημήτρης Αβραμόπουλος, ο οποίος διατηρεί φιλική σχέση με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν από την εποχή που εκείνος ήταν Δήμαρχος Άγκυρας και ο ίδιος Δήμαρχος Αθηναίων. Ο κ. Αβραμόπουλος είχε σύντομη συνάντηση τόσο με τον Τούρκο πρόεδρο όσο και με τον Ιμπραήμ Καλίν αλλά με τον Χακάν Φιντάν, ενώ θεωρείται βέβαιο ότι τις συζητήσεις αυτές θα μεταφέρει στον επικεφαλής του πολιτικού σχηματισμού στον οποίο ανήκει.
Πηγή: Cnn.gr