Οργανώσεις προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξέφρασαν τη λύπη τους για την έλλειψη προόδου των ελληνικών Αρχών στην έρευνα σχετικά με τις αμφιλεγόμενες συνθήκες κάτω από τις οποίες σημειώθηκε το ναυάγιο ανοιχτά της Πύλου -αφήνοντας πίσω του περισσότερους από 500 νεκρούς- σε μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες στη Μεσόγειο.
Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HRW) και η Διεθνής Αμνηστία υποστηρίζουν ότι υπάρχουν βάσιμοι ισχυρισμοί πως «ενέργειες και παραλείψεις» της Ελληνικής Ακτοφυλακής συνέβαλαν στο ναυάγιο της 14ης Ιουνίου.
«Άλλο ένα τραγικό παράδειγμα της αποποίησης ευθυνών»
Έξι μήνες μετά, με τις έρευνες να μην έχουν ακόμη τελειώσει και τους επιζώντες να ζητούν δικαιοσύνη, οι ακτιβιστές δηλώνουν ότι υπάρχουν ανησυχίες «σχετικά με τις πιθανές αποδώσεις ευθυνών», λόγω του τρόπου διεξαγωγής της έρευνας, όπως γράφει η Guardian.
«Το ναυάγιο της Πύλου φαίνεται να είναι άλλο ένα τραγικό παράδειγμα της αποποίησης ευθυνών από τις ελληνικές αρχές για τη διάσωση ζωών στη θάλασσα», δηλώνει η Judith Sunderland, αναπληρώτρια διευθύντρια Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας της HRW.
«Η πλήρης καταγραφή του τι συνέβη είναι υψίστης σημασίας για την εξασφάλιση της αλήθειας και της δικαιοσύνης για τους επιζώντες και τις οικογένειες των θυμάτων και για την αποφυγή μελλοντικών θανάτων», προσθέτει.
Το αλιευτικό σκάφος, το οποίο οδηγούσαν διακινητές ανθρώπων από τη Λιβύη με προορισμό την Ιταλία, βυθίστηκε περίπου 80 χιλιόμετρα (50 μίλια) ανοικτά της Πύλου, στη νότια Ελλάδα, τις πρώτες πρωινές ώρες της 14ης Ιουνίου, πέντε ημέρες μετά τον πρώτο απόπλου του και 15 ώρες μετά την ειδοποίηση στις ελληνικές Αρχές ότι το σκάφος βρισκόταν στην περιοχή έρευνας και διάσωσης, αναφέρεται στο ίδιο δημοσίευμα. Το σκάφος ήταν γεμάτο με περίπου 750 άνδρες, γυναίκες και παιδιά και βυθίστηκε μέσα σε λίγα λεπτά...
Στην επιχείρηση διάσωσης που ακολούθησε, η οποία περιγράφεται ως δύσκολη και χαοτική, 104 επιζώντες άνδρες -από τη Συρία, την Αίγυπτο και το Πακιστάν- μεταφέρθηκαν στην ξηρά. Το σκάφος το οποίο βυθίστηκε σε μια από τις βαθύτερες περιοχές της Μεσογείου δεν έχει βρεθεί ακόμη, αν και τις ημέρες που ακολούθησαν εντοπίστηκαν 82 πτώματα.
Οι αντικρουόμενες αφηγήσεις
Από την αρχή, οι οργανώσεις υπεράσπισης των δικαιωμάτων εξέφρασαν ανησυχίες σχετικά με τις αντικρουόμενες αφηγήσεις των γεγονότων που οδήγησαν στην καταστροφή. Ενώ οι επιζώντες περιέγραψαν ότι το σκάφος αρχικά γύρισε και στη συνέχεια ανατράπηκε αφού οι αξιωματικοί της ακτοφυλακής προσπάθησαν να το ρυμουλκήσουν έξω από τα ελληνικά ύδατα, οι Έλληνες αξιωματούχοι λένε ότι δεν έγινε καμία τέτοια προσπάθεια. Αντίθετα, επιμένουν πως το σκάφος βυθίστηκε σε διεθνείς θάλασσες όταν το λιμενικό ήταν σε απόσταση περίπου 70 μέτρων.
Ωστόσο, με βάση συνεντεύξεις από 21 επιζώντες, πέντε συγγενείς ανθρώπων που εξακολουθούν να αγνοούνται, εκπροσώπους της ελληνικής ακτοφυλακής και της αστυνομίας, διεθνείς οργανώσεις ανθρωπιστικής βοήθειας και τα Ηνωμένα Έθνη, η Διεθνής Αμνηστία και το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων υποστηρίζουν ότι οι ελληνικές αρχές όχι μόνο απέτυχαν να κινητοποιήσουν «τους κατάλληλους πόρους για τη διάσωση», αλλά «αγνόησαν ή ανακατεύθυναν» τις προσφορές βοήθειας από την υπηρεσία Frontex της ΕΕ για τα σύνορα.
Δεν υπήρξε άμεση αντίδραση των ελληνικών Αρχών στην εν λόγω έκθεση, γράφει η Guardian.
Οι οργανώσεις υπεράσπισης των δικαιωμάτων ισχυρίζονται ότι παρά το γεγονός πως οι αξιωματούχοι είχαν ειδοποιηθεί για την παρουσία παιδιών στο πλοίο και είχαν ενημερωθεί ότι αρκετοί επιβάτες ήταν «πολύ άρρωστοι», οι μαρτυρίες των επιζώντων υποδηλώνουν ότι η ελληνική ακτοφυλακή δεν έκανε τίποτα μέχρι που ήταν πολύ αργά.
Προτρέποντας τις ελληνικές Aρχές να ασκήσουν ποινική δίωξη κατά αξιωματούχων σε περίπτωση που υπάρξουν επαρκείς αποδείξεις για αδικήματα, ισχυρίστηκαν: «Οι επιζώντες είπαν ότι ένα περιπολικό σκάφος του λιμενικού προσάρμοσε ένα σχοινί στην Adriana (το αλιευτικό σκάφος) και τράβηξε, προκαλώντας την ανατροπή του σκάφους. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι, μετά την ανατροπή του σκάφους, η ακτοφυλακή άργησε να ενεργοποιήσει τις επιχειρήσεις διάσωσης, δεν κατάφερε να αυξήσει στο μέγιστο τον αριθμό των ανθρώπων που διασώθηκαν και επιδόθηκε σε επικίνδυνους ελιγμούς».
Οι ακτιβιστές έκτοτε δηλώνουν ότι ο χειρισμός του περιστατικού από τις αρχές ήταν ενδεικτικός μίας απώθησης -με στόχο τη βίαιη εκδίωξη των αιτούντων άσυλο σε γειτονικές χώρες ή, στην προκειμένη περίπτωση, σε ύδατα που ελέγχονται από την Ιταλία.
«Βρίσκονται όλοι στον βυθό και το σπαρακτικό είναι ότι δεν θα μάθουμε ποτέ ποιοι ήταν»
Περισσότεροι από τους μισούς από τους νεκρούς επιβάτες που ανασύρθηκαν από τα ελληνικά ύδατα έχουν έκτοτε ταυτοποιηθεί μέσω εξετάσεων DNA. Περισσότεροι από τους μισούς από τους 40 επιζώντες που έχουν προσφύγει στη δικαιοσύνη κατά του ελληνικού κράτους -κατηγορώντας την κυβέρνηση Μητσοτάκη ότι ασκεί αποτρεπτική πολιτική βασισμένη στην ποινικοποίηση των μεταναστών- δεν έχουν ακόμη καταθέσει.
Η Ελληνική Ακτοφυλακή αρνήθηκε να απαντήσει, γράφει η Guardian, στους ισχυρισμούς των ομάδων ανθρωπίνων δικαιωμάτων επικαλούμενη δικαστικές και μη δικαστικές έρευνες.
Για τον Λευτέρη Παπαγιαννάκη, διευθυντή του Ελληνικού Συμβουλίου για τους πρόσφυγες, το οποίο εκπροσωπεί τους περισσότερους από τους επιζώντες που ζητούν τώρα τη διενέργεια έρευνας για την τραγωδία, ο χρόνος είναι πολύτιμος.
«Κάποιος πρέπει να λογοδοτήσει, άλλωστε το ναυάγιο συνέβη στην Ελλάδα», δήλωσε στην Guardian. «Οι επιζώντες, οι οικογένειες των θυμάτων, όλοι θέλουν δικαιοσύνη. Τόσοι πολλοί άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Βρίσκονται όλοι στον βυθό της θάλασσας και το σπαρακτικό είναι ότι δεν θα μάθουμε ποτέ ποιοι ήταν ή πόσοι είναι»...
Πηγή: ethnos.gr