Η γενικότερη αποσταθεροποίηση στη Μέση Ανατολή μεταφέρθηκε και στη Συρία, εκεί όπου οι αντάρτες κατόρθωσαν μέσα σε μόλις τρεις ημέρες να κατακτήσουν το Χαλέπι.
Πρόκειται για μια περιοχή που από το 2012 μέχρι και το 2016 καταγράφονταν σφοδρές συγκρούσεις, στο πλαίσιο του εμφυλίου πολέμου που είχε ξεσπάσει στη Συρία. Εκείνη την περίοδο το καθεστώς Άσαντ είχε καταφέρει να αποκρούσει τις δυνάμεις των ανταρτών, έχοντας την υποστήριξη της πολεμικής αεροπορίας της Ρωσίας. Παρόλα αυτά, η περιοχή Ιντλίμπ -με πληθυσμό περίπου 5 εκατ. κατοίκους- στα βορειοδυτικά της χώρας παρέμεινε έξω από την επιρροή του καθεστώτος. Το 2020 η Τουρκία πραγματοποίησε παρέμβαση και ενίσχυσε τη θέση της Χεϊτάτ Ταχρίρ αλ Σαμ (HTS), που είναι μια τζιχαντιστική σουνιτική ομάδα, η οποία αποσχίστηκε από την Αλ Κάιντα το 2016 και παραμένει απαγορευμένη από το Ηνωμένο Βασίλειο και άλλες δυτικές χώρες.
Από τον Μάρτιο του 2020 είχε αποφασιστεί κατάπαυση του πυρός, ωστόσο οι υποστηρικτές του Μπασάρ αλ Άσαντ έχουν αποδυναμωθεί. Η επίθεση των τζιχαντιστών στο Χαλέπι ξεκίνησε την περασμένη Τετάρτη, με τις κυβερνητικές δυνάμεις να αποχωρούν εσπευσμένα και την πόλη να καταλήγει στα χέρια των ανταρτών, με την κυβέρνηση να αιφνιδιάζεται, όπως αναφέρει ο Guardian. Πάντως, γεννώνται απορίες για το γεγονός ότι το καθεστώς Άσαντ έγινε τόσο ευάλωτο, τη στιγμή που πριν από τέσσερα χρόνια έδειχνε ότι μπορεί να... συντρίψει το HTS στο Ιντλίμπ. Η απάντηση πιθανότατα έρχεται από τον πόλεμο την Ουκρανία, καθώς η Ρωσία έχει μεταφέρει εκεί την περισσότερη στρατιωτική της δύναμη, με αποτέλεσμα να αποδυναμωθεί η Δαμασκός.
Συγκεκριμένα, το Ινστιτούτο Μελέτης του Πολέμου σημείωσε το Σάββατο (30/11) ότι τα πυραυλικά συστήματα S-300 αποσύρθηκαν από τη Συρία για τον πόλεμο στην Ουκρανία το 2022, ενώ γενικότερα η παρουσία της Ρωσίας στη Συρία μειώθηκε αισθητά. Παρόλα αυτά, η Μόσχα εξαπέλυσε μια σειρά από αεροπορικές επιδρομές στο Χαλέπι, την Ιντλίμπ και τις γύρω περιοχές, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τουλάχιστον 200 άτομα, ωστόσο αυτή η επίθεση είχε ελάχιστο αντίκτυπο στην προέλαση των ανταρτών.
Πώς επηρέασε η ένταση στη Μέση Ανατολή
Πέραν του πολέμου στην Ουκρανία, η Συρία πιθανότατα αποδυναμώθηκε και από τη γενικότερη ένταση στη Μέση Ανατολή. Το Ισραήλ πραγματοποίησε επιθέσεις κατά Ιρανών αντιπροσώπων στο εσωτερικό της χώρας, ενώ και η Χεζμπολάχ στον Λίβανο έχασε μεγάλο μέρος της δύναμής της λόγω των αεροπορικών επιδρομών που χτύπησαν εργοστάσια παραγωγής οπλικών συστημάτων. Σε αυτό το πλαίσιο, μόνο τυχαίο δεν θεωρείται το γεγονός ότι η επίθεση της HTS στη βορειοδυτική Συρία συνέπεσε με την ημέρα ανακοίνωσης της εκεχειρίς μεταξύ Ισραήλ και Χεζμπολάχ.
«Η πραγματική πρόκληση για τις δυνάμεις του συριακού της Δαμασκού είναι η έλλειψη προθυμίας, μέχρι στιγμής, του Ιράν -ως συμμάχου της Χεζμπολάχ και της Ρωσίας- να αναπτύξει στρατιωτικά μέσα και αεροπορικές δυνπάμεις για να διασώσει το καθεστώς, όπως έγινε στο παρελθόν», ανέφερε ο ειδικός σε θέματα Μέσης Ανατολής, Μπούρτσου Όζελικ. Άλλωστε, δεν αποκλείεται μια ενδεχόμενη παρέμβαση της Τεχεράνης να φέρει νέους βομβαρδισμούς από πλευράς Ισραήλ.
Οι ειδικοί που παρακολουθούν επί σειρά ετών την κατάσταση στη Συρία, υπογραμμίζουν ότι η σύγκρουση στα βορειοδυτικά της χώρας δεν επιλύθηκε ποτέ και πως η HTS σχεδίαζε μια μελλοντική επίθεση. Από καθαρά στρατιωτικούς όρους οι κινήσεις της τις τελευταίες ημέρες φαίνεται να ήταν έξυπνες, αν και θεωρείται πιθανό να εξεπλάγησαν ακόμα και τα μέλη της οργάνωσης από το πόσο σύντομα καταλήφθηκε το Χαλέπι.
Παρά τη συμφωνία εκεχειρίας στον Λίβανο, φαίνεται πως η Μέση Ανατολή είναι αντιμέτωπη με μια καινούρια σύγκρουση, με τους αντάρτες να απειλούν τον Άσαντ και το καθεστώς της Συρίας, κάτι που αναμένεται να φέρει αιματηρές επιθέσεις το προσεχές διάστημα.