Αξιοσημείωτο είναι το ποσοστό των ασθενών που δεν μένουν ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα της ρινοπλαστικής στην οποία έχουν υποβληθεί και επιθυμούν τη διόρθωσή του. Απ’ αυτούς περίπου το 15% το αποφασίζει. Παρότι δεν υπάρχει καθορισμένος αριθμός επαναληπτικών πλαστικών που θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν χωρίς να κινδυνεύει ο ασθενής, υπάρχουν ορισμένα σημεία που αποτελούν πρόκληση για τον χειρουργό.
«Η μύτη, λόγω της θέσης της, αποτελεί κύριο γνώρισμα του προσώπου, το οποίο συχνά δεν βρίσκεται σε αρμονία με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του. Η ρινοπλαστική στοχεύει στη διόρθωση της εμφάνισής της και την προσαρμογή της έτσι ώστε να ομορφύνει το πρόσωπο, αλλά και να βελτιωθεί τη λειτουργία της. Ωστόσο, η συγκεκριμένη επέμβαση θεωρείται η πιο προκλητική κοσμητική πλαστική επέμβαση στο πρόσωπο από τεχνικής άποψης, λόγω του γεγονότος ότι αποτελείται από πολλά διαφορετικά είδη ιστού (οστά, χόνδρους, δέρμα, μύες, αγγεία και νεύρα) με πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά (σκληρότητα, ελαστικότητα, ανθεκτικότητα κλπ), καθώς και μορφολογία (ευθείες, κυρτότητες, κοιλάνσεις, γωνιώσεις κλπ)», σημειώνει ο πλαστικός χειρουργός προσώπου – ΩΡΛ Δρ. Γεώργιος Μοιρέας.
«Ο κακός προεγχειρητικός προγραμματισμός, η έλλειψη ακρίβειας, η υπερβολική αφαίρεση χόνδρου ή οστού από τον ύβο (καμπούρα) της μύτης (ή αντιθέτως η αφαίρεση μικρότερου τμήματος από το αναγκαίο), η βλάβη στον χόνδρο της ρινικής άκρης και η κακή τοποθέτηση ή μετακίνηση του μοσχεύματος είναι οι συνηθέστεροι λόγοι αποτυχίας σε ένα σημαντικό ποσοστό ρινοπλαστικών. Η απειρία, η πεπαλαιωμένη τεχνική και τεχνολογία αφενός και η κακή συνεννόηση με τον ασθενή για τα επιθυμητά και χειρουργικά εφικτά αποτελέσματα αφετέρου αποτελούν τα λάθη που οδηγούν τις περισσότερες φορές στην αποτυχία της αρχικής ρινοπλαστικής. Σήμερα, όμως, υπάρχουν υπερσύγχρονα εργαλεία τόσο για την προσομοίωση του αποτελέσματος όσο και για τη διενέργεια της ίδιας της επέμβασης, τα οποία εξασφαλίζουν την επιτυχία», διευκρινίζει.
Όπως είναι επόμενο, η αποτυχημένη πλαστική επέμβαση στη μύτη λειτουργεί αρνητικά στην ψυχολογία του ασθενή, ο οποίος απογοητεύεται και σε μερικές περιπτώσεις χάνει τη αυτοπεποίθησή του. Είναι μια κακή εμπειρία που έχει αντίκτυπο σε πολλούς τομείς της ζωής του. Ουσιαστικά, όταν η επέμβαση δεν είναι επιτυχημένη επιβεβαιώνονται οι μεγαλύτεροι φόβοι του ασθενούς πριν υποβληθεί στη ρινοπλαστική, οι οποίοι είναι κυρίως αν το αποτέλεσμα θα του ταιριάζει, αν η εμφάνισή του θα είναι χειρότερη από πριν ή αν θα επιδεινωθεί η αναπνευστική του λειτουργία. Οι ίδιοι φόβοι κυριαρχούν, φυσικά σε μεγαλύτερη ένταση, όταν πρέπει να αποφασίσει εάν θα προχωρήσει σε επανεπέμβαση.
Η δευτερογενής χειρουργική επέμβαση, γνωστή και ως revision, είναι πιο πολύπλοκη και απαιτητική από την αρχική και ενέχει υψηλότερα ποσοστά επιπλοκών, εκτός εάν εκτελείται από εξειδικευμένο σ’ αυτές τις επεμβάσεις χειρουργό. Ειδικότερα, όταν η αρχική ή πρωτογενής ρινοπλαστική γίνεται με άτεχνο και χονδροειδή τρόπο τότε σχηματίζονται μεγάλες ουλές ή υπερβολικές λεπτύνσεις του δέρματος το οποίο είτε δεν μπορεί να κρύψει οποιεσδήποτε ατέλειες που ενδεχομένως να υπάρχουν κάτω απ’ αυτό, είτε είναι πλέον χοντρό και η μύτη άμορφη.
Επιπλέον, απαιτείται προσοχή στη διατήρηση της δομικής υποστήριξης της μύτης κάθε φορά που πραγματοποιείται μείωση του ύβου της μύτης. Μια επιπλέον του αναγκαίου μείωση θα μπορούσε να οδηγήσει σε εξασθένιση του σκελετού, πτώση του και λειτουργικά προβλήματα.
Άλλο ένα σημείο που καθιστά την επανορθωτική ρινοπλαστική πρόκληση είναι ότι ενώ στη αρχική επέμβαση ο χειρουργός χρησιμοποιεί τα φυσικά σημεία αναφοράς της μύτης ως οδηγό για να καθοδηγηθεί στην ανατομία της και να κάνει ασφαλείς αλλαγές, στις επόμενες επεμβάσεις αυτά τα σημεία αναφοράς έχουν μετακινηθεί ή ακόμη και χαθεί. Η χρήση μοσχευμάτων είναι ορισμένες φορές απαραίτητη για την αποκατάσταση της δομής και της μορφολογίας της μύτης στην επανεπέμβαση. «Στις αρχικές επεμβάσεις συνηθέστερα να παίρνουμε μοσχεύματα από την περιοχή του διαφράγματος, ενώ στις επανεπεμβάσεις ενδεχομένως να είναι αδύνατη αυτή η επιλογή, εξαιτίας της αλλοίωσης, παραμόρφωσης ή αφαίρεσής τους στην πρώτη ρινοπλαστική. Οπότε λαμβάνουμε τα μοσχεύματα από τον χόνδρο του αυτιού ή των πλευρών», διευκρινίζει ο Δρ. Μοιρέας.
Τα οφέλη της επαναληπτικής επέμβασης είναι παρόμοια με τα επιδιωκόμενα στην αρχική επέμβαση, δηλαδή η βελτίωση της εμφάνισης του προφίλ και η καλύτερη αναπνευστική ικανότητα, τα οποία δεν επιτεύχθηκαν σε ικανοποιητικό βαθμό ή επιδεινώθηκαν με την πρώτη ρινοπλαστική.
«Η αποτυχία της αρχικής επέμβασης οδηγεί τον ασθενή να είναι πιο αυστηρός στην κρίση του. Τότε είναι πιο προσεκτικός και επιλεκτικός τόσο στις ικανότητες και την εμπειρία του χειρουργού όσο και στα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη του στόχου. Εξαιτίας της κακής πρότερης εμπειρίας, αναζητά μεθόδους που υπόσχονται ασφαλέστερα και καλύτερα αποτελέσματα καθώς και μεθόδους που δεν πονάνε και δεν ταλαιπωρούν τους ασθενείς», τονίζει ο Δρ. Μοιρέας.
Όλα αυτά πράγματι συντελούν στην επίτευξη του καλύτερου αποτελέσματος όπως με την χρήση της diamond ρινοπλαστικής με υπερήχους.
Ο λόγος είναι ότι στην κλασσική μέθοδο οι χειρουργοί υποχρεούνται στη χρήση οστεοτόμων και ρασπών, εργαλεία που ελάχιστα έχουν αλλάξει τα τελευταία 100 χρόνια. Τα εργαλεία αυτά δεν εξασφαλίζουν την ακρίβεια του σημείου που πρέπει να σπάσει το οστό, οπότε υπάρχει κίνδυνος δημιουργίας δυσμορφιών ή/και παρεμπόδισης της αναπνοής. Αντιθέτως, στην diamond ρινοπλαστική, οι υπέρηχοι σμιλεύουν τα οστά, διαμορφώνοντάς τα ακριβώς κατά το επιθυμητό, χωρίς να επηρεάζονται το δέρμα, οι βλεννογόνοι και οι μαλακοί ιστοί, οπότε αποφεύγονται σε μεγάλο βαθμό οι εκχυμώσεις και τα οιδήματα. Έτσι, η μετεγχειρητική πορεία είναι ελαφρύτερη και ασφαλώς ανώδυνη.
Επίσης, η σύγχρονη τεχνολογία μπορεί να καλύψει την ανάγκη του ασθενή να γνωρίζει πώς θα είναι η εμφάνισή του προτού υποβληθεί σε χειρουργείο, αφού δεν είναι σίγουρος πια κατά πόσον γίνονται αντιληπτά τα θέλω του. «Η τρισδιάστατη προσομοίωση του αποτελέσματος στο πρόσωπο του ασθενή μπορεί να τον καθησυχάσει, δεδομένου ότι δεν φαντάζεται πια την μετέπειτα εικόνα του, αλλά τη βλέπει και συζητά με τον χειρουργό τις τροποποιήσεις που επιθυμεί να γίνουν. Από την πλευρά του ο χειρουργός έχει τη δυνατότητα να εξηγήσει στον ασθενή ποιες απ’ αυτές είναι εφικτές, λειτουργικές και αισθητικά αρμονικές με το υπόλοιπο πρόσωπο», εξηγεί ο Δρ. Μοιρέας και καταλήγει «Όσο υπάρχει σεβασμός στην ανατομία και στο δέρμα και αποκαθίσταται η υποστήριξη, οι μύτες μπορούν να χειρουργούνται επιτυχώς. Παρά τις προκλήσεις, μπορεί να επιτευχθεί ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα αρκεί να επιλέγεται ένας χειρουργός με εξειδίκευση και εμπειρία».