19 χρονών, παρέα με τους τρεις κολλητούς μου απ' το σχολείο, στη Συγγρού -φυσικά-, στο 'Baby Gold' (ελάχιστη σημασία έχει το πού). Δύο πράγματα που πρέπει να ξέρεις γι' αυτή την παρέα-συνονθύλευμα: Πρώτον, κανείς από τους τέσσερις δεν είχε ξαναπάει σε στριπτιζάδικο ως τότε. Δεύτερον, κανείς από τους τέσσερις δεν είχε (τότε) και δεν έχει (ακόμα) πάει σε οίκο ανοχής. Εξ όσων γνωρίζω, κανείς από τους τέσσερις δεν είναι διατεθειμένος να πάει στο μέλλον. Τέλος πάντων, τέτοιοι χαλβάδες ή τέτοιοι cool τύποι (εξαρτάται από ποια πλευρά το βλέπεις) ήμασταν.
Επίσης νομίζω ότι και τα κορίτσια κατάλαβαν την αβγαλτοσύνη μας, όταν αντί να παραγγείλουμε ένα μπουκάλι κάτι, παραγγείλαμε τρεις μπύρες και μια κόκα-κόλα. Η μόνη φωτεινή ένδειξη ότι μπορούσαμε να φύγουμε μη αλλοτριωμένοι από αυτό το μέρος ήταν ο dj. Αυτός ο ένδοξος κολοσσός. Αυτός ο πρωταγωνιστής του 'Peep Show' (σ.σ. βρετανική κωμική σειρά, εξόχως βασισμένη στο Άβολο).
Αυτός ο τύπος με την καραφλοαφάνα που έπαιζε Saxon και στα καπάκια Madonna, ενώ προλόγιζε "τη Nikki από το Μαυροβούνι που έχει προκαλέσει δεκατέσσερα τροχαία στη Συγγρού, έ” (ΤΟ ΕΙΠΕ ΕΤΣΙ Ο ΓΙΓΑΣ).
Αυτός ο άνθρωπος μας έκανε να αισθανθούμε οικεία. Μας έκανε να βγάλουμε τα χέρια από τις τσέπες. Ευχαριστούμε, άνθρωπε. Τα ξαναβάλαμε λίγη ώρα μετά.
Μετά την τρικυμία του πρώτου δεκάλεπτου, από τη στιγμή που παραγγείλαμε (και φανήκαμε λίγο τσίπηδες), το θέμα καταλάγιασε για περίπου μισή ώρα. Κανένα κορίτσι δεν ασχολιόταν ιδιαίτερα μαζί μας, εμείς από την άλλη ασχολούμασταν φανατικά με τα κορίτσια που έκαναν pole dancing (sic) μπροστά μας αφήνοντας κάτω και τα λίγα που φορούσαν κι έτσι η νύχτα κυλούσε σχετικά ομαλά. Δεν ξέραμε πώς παίζεται το παιχνίδι, δεν είχαμε ιδέα.
Η φάση ήταν όπως στα προποτζίδικα. Εκτός του ότι οι φάτσες ταυτίζονταν αρκετές φορές (να, για παράδειγμα, αυτόν τον 60άρη που κάθισε μόνος στο τραπέζι από πίσω, τον βλέπεις εύκολα να περιμένει τις δεκάδες στο ΚΙΝΟ), το στριπτιζάδικο λειτουργεί, ως βασική δομή, πάνω στις αρχές τέτοιων καταστημάτων. Στην αρχή του Θαμώνα. Έτσι λειτουργεί και ο Σκαραβαίος, μην ξεχνιόμαστε.
Σαν σε αποστολή, τέσσερα κορίτσια (και τα τέσσερα από το μπλοκ που αγαπήσαμε) μας πλαγιοκόπησαν, αποφασισμένες να κάτσουν πάνω μας με κάθε κόστος (για εμάς). Σκέφτομαι μέρες τώρα μια πιο άβολη στιγμή από αυτή (δεν διανοείσαι τι έχω σκεφτεί, θυμήθηκα για άλλη μια φορά εκείνο το πρωινό που ξύπνησα χωρίς το μπροστινό μου δόντι), αλλά δεν τα καταφέρνω.
Δεν το διασκεδάσαμε όπως ο μέσος κανονικός άνθρωπος που πηγαίνει πρώτη φορά. Σαν 12χρονα, στέλναμε ο ένας το κορίτσι στον άλλον, τα δε κορίτσια έκαναν υπομονή -τι της βρήκε κι αυτές...- μπας και στο τέλος κάνουν τη δουλειά τους, αλλά μάταια. Ήμασταν από ένας Steve Carell στο 'Παρθένος 40 Ετών'.
Το σύστημα γλυκάθηκε λίγο από το παραπάνω έξοδο που -επιτέλους- κάναμε σαν τραπέζι και μάζεψε για λίγο τα κορίτσια από το κατόπι μας. Πήραμε μια ανάσα, ήπιαμε λίγη μπύρα και ο άλλος λίγη κόκα κόλα, και περιμέναμε τη στιγμή που ο Ήρωας μας θα βγει από τα ιδιαίτερα, που είχε χωθεί με τη Σβετλάνα. Όχι την Κουζνέτσοβα ευτυχώς. Φτηνό αστείο, ξέρω.
Ο Μ. ξεπρόβαλε από τις κουίντες και ήδη από τα πρώτα δέκα βήματα ήξερες ότι δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος που σηκώθηκε πριν είκοσι λεπτά απ' το τραπέζι μας. Ήταν ένας άλλος. Ένας που είχε πάρει πια έναν χορό. Νομίζω ότι μέχρι αργά την επόμενη μέρα, δεν μας μιλούσε καν. Ήταν αφηρημένος. Μάλιστα, λίγο πριν τον αφήσουμε σπίτι τη βραδιά του στριπτιζάδικου, αποκάλεσε τους υπόλοιπους τρεις, ανώριμους.
Το χειρότερο είναι ότι δεν είχε άδικο.
Επτά χρόνια μετά, ξαναπήγα σε στριπτιζάδικο για τις ανάγκες της φωτογράφισης του μυθικού Ηλία από το τελευταίο Big Brother. Πήγα με το ύφος παράγοντα που έχει πάει εκεί για δουλειά και όχι για διασκέδαση (πολλή διασκέδαση ρε, τι να σου πω). Τα κορίτσια ξετρελάθηκαν με τον Ηλία. Δεν μου έδωσαν καμία σημασία. Ήμουν τόσο ευτυχισμένος γι' αυτό. Εντάξει, εντάξει, φτάνει.